Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
The circumnavigation of Corsica through storms
Κορσική: Προορισμός Bonifacio!
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
The circumnavigation of Corsica through storms
Κορσική: Προορισμός Bonifacio!
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Καβατζάραμε το Capo di Feno και έχοντας τα μεγάλα πελαγίσια κύματα στην αριστερή μας μπάντα, μπαίναμε στον τρίτο μεγάλο κόλπο της δυτικής πλευράς της Κορσικής, τον κόλπο Sagone.

Ο κόλπος αυτός περιβάλλεται από ψηλούς λόφους χωρίς ιδιαίτερη βλάστηση, και χαρακτηρίζεται για τις τεράστιες απλωτές παραλίες του. Υπάρχουν αρκετοί μικροί οικισμοί στις πλαγιές των λόφων, αλλά το μεγαλύτερο χωριό και μοναδικό λιμάνι του κόλπου είναι το Cargese, που βρίσκεται στο βορινό άκρο του.

Το Cargese ήταν και ένας από τους βασικούς προορισμούς μας, αφού είναι το μοναδικό «ελληνικό» χωριό της Κορσικής, γνωστό και ως Καρυές. Το χωριό έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία, που πραγματικά είναι πολύ ενδιαφέρουσα, μιας και οι κάτοικοί του είναι Μανιάτες.
Βρισκόμασταν έξω από το ευρύχωρο λιμανάκι του Cargese και παρατηρούσαμε με ξεχωριστό ενδιαφέρον τα πάντα γύρω μας. Στο αριστερό άκρο της μπούκας βρίσκεται το βενζινάδικο όπου και πλαγιοδετήσαμε για να φουλάρουμε με καύσιμα. Ο βενζινάς, βλέποντας το λογότυπο «Hellas-Corsica» στο φουσκωτό, έδειξε ιδιαίτερη χαρά και βέβαια δεν πίστευε πως είχαμε φτάσει ως εδώ διά θαλάσσης. Μας καλωσόρισε στο ελληνικό χωριό και ταυτόχρονα μας σύστησε τον συνέταιρό του, του οποίου το επίθετο ήταν ελληνικό.

Μιλήσαμε για αρκετή ώρα και τελικά μάς προέτρεψε, γύρω στις 14.00 μετά το μεσημέρι, να βρεθούμε στο Capo Rosso, λίγα μίλια βορειότερα. Από εκεί θα περνούσε με το μικρό του αεροπλάνο, με σκοπό να κάνει κάποιες διαφημιστικές φωτογραφήσεις από ψηλά, και ήθελε μέσα στα πλάνα του να είμαστε και εμείς με το φουσκωτό. Αφού κλείσαμε το ραντεβού μας μπήκαμε αργά στο λιμανάκι, το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με τοπικά κυρίως σκάφη.

Καταφέραμε τελικά να δέσουμε στο κεφαλάρι μιας πλωτής εξέδρας, με την πρύμνη μας να προεξέχει αρκετά από τα υπόλοιπα σκάφη.

Ανεβήκαμε στον μακρύ κυματοθραύστη και φωτογραφίζαμε το χωριό που βρίσκεται χτισμένο ψηλά, στην καμπούρα του καταπράσινου λόφου. Ανάμεσα από τα σπίτια ξεπροβάλλουν οι δύο εκκλησίες του χωριού, μια ορθόδοξη και μια καθολική, που ορθώνονται αντικριστά η μία στην άλλη. Η εικόνα του λιμανιού, με το χωριό σκαρφαλωμένο από πάνω του, είναι σίγουρα πολύ γραφική και ολόκληρος ο τόπος αποτελεί ένα πολύ ήσυχο μέρος, μακριά από τις ορδές των τουριστών. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, όμως η απουσία του κόσμου στο λιμάνι μάς έκανε να νιώθουμε πως ακόμα δεν είχε μπει το καλοκαίρι. Κάναμε έναν σύντομο περίπατο στη βορινή πλευρά του λιμανιού, όπου βρίσκεται η πολύ φαρδιά προκυμαία. Ένα diving club, ένα καφέ και τέσσερα εστιατόρια υπάρχουν εδώ, η απουσία όμως του κόσμου είναι εμφανής. Κάποια στιγμή συναντήσαμε έναν γραφικό ντόπιο, ο οποίος προσφέρθηκε να μας μεταφέρει μέχρι το χωριό.

Παντού, άρωμα Ελλάδας!

Μετά από λίγα λεπτά διαδρομής στον ανηφορικό αλφατοστρωμένο δρόμο φτάσαμε έξω από την ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Χτισμένη από τοπική πέτρα, με το ψηλό καμπαναριό της να ορθώνεται επιβλητικά προς τον ουρανό, αποτελεί ένα πολύ όμορφο αξιοθέατο.
Δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο ένα ντόπιος καθόταν στην πεζούλα, κάτω από τη μοναδική ελιά που βρίσκεται λίγο πριν την είσοδο, και διάβαζε αμέριμνος την εφημερίδα του. Τον καλημερίσαμε και πλησιάσαμε μπροστά στην ορθάνοιχτη ξύλινη πόρτα. Πάνω από αυτήν, στη μακρόστενη πελεκημένη πέτρα, είναι σκαλισμένη με ελληνικά κεφαλαία γράμματα η επιγραφή «οίκος Θεού». Δίπλα στην ξύλινη πόρτα υπάρχει μια μικρή μαρμάρινη πλάκα σε ανάμνηση της επισκέψεως της Ένωσης Συλλόγων Μάνης, τον Ιούλιο του 1965. Στον προθάλαμο της εκκλησίας είναι αναρτημένο ένα κείμενο στα γαλλικά που εξιστορεί πώς οι Μανιάτες, που απέπλευσαν από το Οίτυλο της Πελοποννήσου, έφτασαν και ρίζωσαν μετά από πολλές δυσκολίες σε τούτο τον μακρινό τόπο.

Προχωρώντας προς το εσωτερικό του ναού, μείναμε έκθαμβοι από τις μεγάλες εικόνες και τις αγιογραφίες που καταλάμβαναν όλο το ύψος των τοίχων. Ήταν τόσο ζωντανά και άριστα συντηρημένα τα χρώματά τους, που έδιναν την εντύπωση πως μόλις είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία τους. Όμως η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα ξεκίνησε να χτίζεται το 1820 και αποπερατώθηκε ύστερα από είκοσι χρόνια περίπου. Χωρίς καμιά αμφιβολία, αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι για το Cargese και ένα ζωντανό ιστορικό -και ελληνικό βέβαια- μνημείο.
Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη και έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν, περιπλανώμενοι στα ανηφορικά δρομάκια του χωριού, παρατηρούσαμε παντού ίχνη Ελλάδας... Δρόμους με ελληνικά ονόματα, όπως Rue de Grece, Rue de Vytilo, Rue de Magne, επιχειρήσεις με ελληνικά ονόματα, όπως Restaurant Thalassa, Hotel Helios, Residence Itylon, μαρμάρινες επιγραφές που δηλώνουν τις ιδιοκτησίες ή τις δωρεές των Μανιατών, ενώ σε κάποια μπαλκόνια κυμάτιζε η ελληνική σημαία!

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε λίγα μέτρα πίσω από τη λατινική εκκλησία, όπου βρίσκεται το υπέροχο καφέ «A Volta».

Από τα υπαίθρια πατάρια του θαυμάσαμε την ομορφότερη πανοραμική θέα προς το λιμάνι, αλλά και ολόκληρο τον κόλπο Sagone. Από εκεί ανηφορίσαμε ως το ψηλότερο σημείο του χωριού, όπου βρίσκεται και η μεγάλη παιδική χαρά, από όπου αποκτήσαμε μια εκπληκτική θέα του βορινού κόλπου de Pero, με την απίθανη αμμουδιά να απλώνεται κατά μήκος του μυχού του.
Η περιπλάνησή μας στα σοκάκια του Cargese κράτησε αρκετές ώρες και τελικά καταλήξαμε στη μικρή πλατεία, που ουσιαστικά είναι ένα σταυροδρόμι όπου ανταμώνει ο δρόμος που οδηγεί βόρεια προς την Piana με τον δρόμο που κατεβαίνει για το Ajaccio. Κι ενώ στα σοκάκια του χωριού σπάνια συναντούσαμε κάποιον άνθρωπο, στη μικρή αυτή πλατεία υπήρχε έντονη κίνηση.
Οι δύο καφετέριες ήταν γεμάτες με κόσμο και μετά από αρκετή ώρα αναμονής, βολευτήκαμε τελικά σε ένα μικρό τραπεζάκι. Αφού ήπιαμε το τονωτικό καφεδάκι μας, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το λιμανάκι. Κάναμε μια σύντομη στάση, λίγα μέτρα από τη βορειοανατολική πλευρά του, και επισκεφθήκαμε τα κοιμητήρια του χωριού, όπου πάρα πολλοί τάφοι φέρουν επιγραφές με μανιάτικα ονόματα.
Έτσι ολοκληρώθηκε η σύντομη γνωριμία μας με το ελληνικό αυτό χωριό της Κορσικής, που πέρα από τις στιγμές συγκίνησης, μας πότισε με την καταλυτική γαλήνη του, που τόσο πολύ είχαμε ανάγκη μετά από τόση θάλασσα που ταξιδέψαμε. Χωρίς να είναι προορισμός πρώτης γραμμής, το Cargese αποτελεί σίγουρα έναν ξεχωριστό τόπο για τον ελληνισμό της Μεσογείου.

Η ιστορία του Cargese

Από το 1663 οι Μανιάτες ήταν σε διαπραγματεύσεις με τους Γενοβέζους, με σκοπό να βρεθεί μια καινούργια γη για να τους φιλοξενήσει, ώστε να γλιτώσουν από την Οθωμανική κατοχή. Αρκετά χρόνια αργότερα, οι Γενοβέζοι πρότειναν την Paomia της Κορσικής, μια περιοχή που βρίσκεται 50 χιλιόμετρα από το Ajaccio. Οι αρχές της Γένοβας φρόντισαν να αλλάξουν τα επίθετα των Ελλήνων, μετατρέποντας τις καταλήξεις τους σε -acci. Έτσι, ονόματα όπως Παπαδάκης, Δρακάκης, Τζαννετάκης μεταποιήθηκαν σε Papadacci, Dracacci, Zannetacci. Τον Σεπτέμβριο του 1675 λοιπόν, 730 Μανιάτες επιβιβάστηκαν στο πλοίο Le Saveur από τον όρμο του Οίτυλου με προορισμό τη Γένοβα και από εκεί την Κορσική, η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Γενουατών.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέθαναν 120 από τους επιβαίνοντες, οι υπόλοιποι όμως αποβιβάστηκαν στην Κορσική. Για 55 ολόκληρα χρόνια έμειναν οι Μανιάτες στην Paomia, μέχρι που ξέσπασε η επανάσταση των Κορσικάνων. Οι Έλληνες αρνήθηκαν τότε να συνεργαστούν με τους Κορσικάνους και με ηγέτη τον Θεόδωρο Στεφανόπουλο μετακόμισαν στο Ajaccio, όπου και παρέμειναν για 43 χρόνια. Οι Γενοβέζοι παραχώρησαν τελικά την Κορσική στη Γαλλία και κυβερνήτης ορίστηκε ο Κόμης Ρ. Μαρμπέφ, γνωστός φιλέλληνας.

Ο Μαρμπέφ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Μανιάτες και τους επέτρεψε να φτιάξουν το δικό τους χωριό, εκεί που βρίσκεται το σημερινό Cargese. Όταν οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Κορσικάνους ομαλοποιήθηκαν, άρχισαν να γίνονται και οι πρώτοι μικτοί γάμοι, με αποτέλεσμα στο Cargese να ζουν σήμερα 2.000 άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους είναι απόγονοι των Μανιατών. Δύσκολα όμως θα βρούμε κάποιον που μπορεί να αρθρώσει έστω και μερικές ελληνικές λέξεις. Κατά τα άλλα, ολόκληρο το Cargese έχει άρωμα Ελλάδας και οι κάτοικοί του έχουν συνείδηση της ελληνικής καταγωγής τους, κρατώντας μάλιστα τα μανιάτικα επώνυμά τους. Άλλωστε το Cargese, σε ολόκληρη τη Γαλλία, προβάλλεται ως το «ελληνικό χωριό».

Προορισμός: κόλπος de Porto

Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι και τα πελαγίσια βουβά κύματα του πουνέντη είχαν φτάσει στο μέγιστο ύψος τους. Αφήσαμε δεξιά μας τον όρμο de Pero και μας χώριζαν μόλις έξι ναυτικά μίλια από το Capo Rosso, το νότιο άκρο του de Porto, ο οποίος είναι ο τέταρτος και τελευταίος κόλπος της δυτικής πλευράς της Κορσικής.

Ολόκληρος ο κόλπος του Porto συνιστά ένα σπουδαίο ιδιαίτερο γεωλογικό συγκρότημα και ανήκει στο περιφερειακό εθνικό πάρκο της Κορσικής. Είναι ο εντυπωσιακότερος κόλπος από όλους, αφού ολόκληρη η ακτογραμμή του αποτελεί ένα εκπληκτικό αξιοθέατο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το 1983 ανακηρύχθηκε ως περιοχή παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τρεις μεγάλες ράχες, η χερσόνησος Elbo στα βόρεια, η μικρή χερσόνησος Senino που ουσιαστικά βρίσκεται μέσα στον κόλπο και το ακρωτήρι Rosso στα νότια, οριοθετούν τρεις ξεχωριστές περιοχές μέσα στον κόλπο αυτό. Η πρώτη περιοχή περιλαμβάνει τον ορεινό όγκο Scandola και τον όρμο Girolata, η δεύτερη τον μυχό του κόλπου του Porto με το μαγευτικό λιμανάκι του, και η τρίτη αφορά τις διάσημες «les Calancques», που βρίσκονται κάτω από το χωριό Piana έως το Capo Rosso.
Και οι τρεις αυτές περιοχές του κόλπου του Porto αποτελούν χωρίς καμιά αμφιβολία το θεαματικότερο σημείο της Κορσικής, και μας προσφέρουν μερικές από τις συγκλονιστικότερες εικόνες που συναντούμε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Εκπληκτικές θαλάσσιες σπηλιές, μεγάλες καμάρες, απρόσιτες παραλίες με υπέροχα νερά, σκόρπιες νησίδες και βράχοι σε μοναδικούς σχηματισμούς που κάνουν ιδιαίτερα ευτυχείς όσους έχουν την τύχη να περιπλέουν τούτα τα μέρη.

Βέβαια, το συναρπαστικότερο από όλα αυτά -που πιστεύω πως είναι και ο κύριος λόγος που έχει κάνει διάσημο στα πέρατα του κόσμου τον κόλπο του Porto - είναι οι κατακόκκινοι γρανιτένιοι βράχοι, που εκτείνονται σε όλο το μήκος της ακτογραμμής και γκρεμίζονται από πολύ μεγάλο ύψος στα σκουρόχρωμα νερά, χαρίζοντάς μας ένα σπάνιο και συναρπαστικό θέαμα. Είναι τόσο ξεχωριστό το χρώμα των βράχων, ιδιαίτερα κατά τη δύση του ήλιου, που νομίζεις πως οι σκληροτράχηλοι βράχοι πραγματικά φλέγονται...

Μόλις καβατζάραμε το Capo Rosso, ακριβώς πάνω στο γύρισμα του κάβου, συναντήσαμε πολλές σπηλιές στη σειρά και φαρδιές σχισμές μέσα στους βράχους που κατεβαίνουν από πολύ ψηλά. Λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα σχηματίζεται ένας όμορφος όρμος, απρόσιτος από τη στεριά. Η παραλία είναι στρωμένη με κροκάλες, το χρώμα των νερών όμως είναι θαυμάσιο. Ο καιρός έκοβε αρκετά και με το αντιμάμαλο να είναι ενοχλητικό, πλησιάσαμε κοντά στην ακτή και φουντάραμε αρόδου. Σε αυτό το σημείο είχε δοθεί άλλωστε και το ραντεβού με τον φίλο μας τον Frank από το Cargese, που θα κατεύθανε με το αεροπλάνο...

Ήμασταν αγκυροβολημένοι ακριβώς στο κατέβασμα των κατακόκκινων γρανιτένιων βράχων που γκρεμίζονται κάθετα στη θάλασσα από τα 331 μέτρα, και με το βλέμμα μας ψηλά διακρίναμε καθαρά την κορυφή του Capo Rosso, όπου ήταν χτισμένος ο κυκλικός πέτρινος πύργος Turghiu. Ίσα που φαινόντουσαν, σαν πολύχρωμες κουκκίδες, κάποιοι άνθρωποι που ήταν στην οροφή του πύργου και σίγουρα θα απολάμβαναν μια αλησμόνητη θέα.
Μάταια ψάχναμε κάποιο μονοπάτι που θα μας οδηγούσε ψηλά στον πύργο. Οι βράχοι ήταν τόσο απόκρημνοι που δεν άφηναν κανένα περιθώριο ανάβασης. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις εκεί, είναι να πάρεις το μονοπάτι που ξεκινά κοντά από το χωριό Piana και μετά από αρκετά χιλιόμετρα και τριών ωρών πεζοπορίας να προσεγγίσεις την κορυφή του Capo Rosso.
Ο πύργος Turghiu που βρίσκεται εκεί, είναι ένας από τους 85 πύργους που είχαν χτίσει οι Γενοβέζοι στην Κορσική και χρησίμευαν ως παρατηρητήρια, από όπου μέσα σε λίγη ώρα, με τη χρήση φωτιάς και καπνών, ειδοποιούνταν όλο το νησί και σήμανε συναγερμός όταν στο πέλαγος εμφανιζόταν τα καράβια εχθρών ή πειρατών.

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, και είδαμε ένα μικρό κίτρινο αεροπλάνο που εκτελούσε ανοιχτές κυκλικές πτήσεις πάνω από το Capo Rosso. Ήταν ο Frank που φωτογράφιζε το κόκκινο ακρωτήρι, και για να τον βοηθήσουμε να μας εντοπίσει αρχίσαμε να κάνουμε κλειστές κυκλικές στροφές με το φουσκωτό, βγαίνοντας σιγά σιγά από τον όρμο. Κάποια στιγμή ανεβάσαμε ταχύτητα και το αεροπλάνο ήρθε πλάι μας, χαμήλωσε αρκετά και πήρε παράλληλη πορεία με τη δική μας, ώσπου μπήκαμε μαζί στον κόλπο του Porto. Λίγο αργότερα αποχαιρετήσαμε τον Frank, μιας και το αεροπλάνο γύρισε και, παίρνοντας ύψος, στράφηκε προς το Cargese...

Είχαμε φτάσει ήδη στα μισά του κόλπου και πλέαμε αρκετά κοντά στη νότια ακτογραμμή του. Το θέαμα των κόκκινων βράχων συνέχιζε να είναι εντυπωσιακό, από φωτογραφίες όμως που είχαμε δει γνωρίζαμε πως κάπου εκεί ψηλά οριοθετείται η διάσημη περιοχή που ονομάζεται les Calancques και αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα σημεία της Κορσικής.
Πρόκειται για έναν «πέτρινο κήπο» (όπως τον αποκαλούν χαρακτηριστικά), που αποτελείται από τους απίστευτους σχηματισμούς των κόκκινων βράχων.

Βρίσκονται στα 400 μέτρα υψόμετρο, στον δρόμο που ακολουθεί την εξαιρετικά απόκρημνη ακτή, και συνδέει το Porto με το χωριό Piana. Οι απόκρημνοι γρανιτένιοι βράχοι και οι απίθανοι σχηματισμοί τους, σε συνδυασμό με τη συναρπαστική θέα προς τον κόλπο του Porto, αποτελούν αναμφισβήτητα ένα από τα πιο όμορφα τοπία του νησιού, καθώς και ιδιαίτερα δημοφιλή προορισμό για χιλιάδες ανθρώπους από όλα τα σημεία του κόσμου.
Από τη θάλασσα δεν μπορούσαμε να έχουμε καθαρή εικόνα της περίφημης αυτής περιοχής και, με την υπόσχεση πως θα την επισκεπτόμασταν μετά από λίγες μέρες με αυτοκίνητο, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τον μυχό του κόλπου Porto.

Στο μυχό, η έκπληξη!

Λίγο πριν πλησιάσουμε στον μυχό, την προσοχή μας τράβηξε ένα μεγάλο φαράγγι που κατεβαίνει από ψηλά και στην εκβολή του στη θάλασσα ανοίγει αρκετά, σχηματίζοντας τη θεαματική μικρή παραλία Ficajola. Με απίθανα νερά, φωλιασμένη ανάμεσα στα απότομα βράχια και την παρουσία πέντε έξι μικρών σπιτιών μέσα στο πράσινο, αποτελεί μια μαγευτική γωνιά της νότιας πλευράς του κόλπου Porto. Βέβαια συγκεντρώνει αρκετά σκάφη και πολύ κόσμο που έρχεται από τον στενό, φιδογυριστό δρόμο, που κατεβαίνει πλάι στο φαράγγι και φτάνει πολύ κοντά στην ακτή.

Πλησιάζοντας στο βαθύτερο σημείο του κόλπου μείναμε γοητευμένοι από το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν μπροστά μας. Βρισκόμασταν ακριβώς απέναντι από τις εκβολές ενός μεγάλου ποταμού, ο οποίος χύνει τα νερά του στο πέλαγος, ανάμεσα σε μια μεγάλη απλωτή αμμουδιά και έναν ψηλό βράχο που εισέρχεται για αρκετά μέτρα στη θάλασσα, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ένας εντυπωσιακός γενοβέζικος πύργος.
Πίσω από τον βράχο αυτό και κατά μήκος της βορινής όχθης του ποταμού είναι χτισμένο το μικρό χωριό Porto, από όπου προέρχεται και το όνομα ολόκληρου του κόλπου.

Από τον σχεδιασμό ακόμα του ταξιδιού είχαμε προσέξει το μικρό αυτό χωριό και την εξαιρετική τοποθεσία που ήταν χτισμένο, σε καμιά περίπτωση όμως δεν περιμέναμε να μας μαγέψει τόσο πολύ. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό θα έλεγα πως, μαζί με το Bonifacio, αποτελούν τα συναρπαστικότερα μέρη της δυτικής πλευράς της Κορσικής. Η συνολική εικόνα του τοπίου, με τα πανύψηλα βουνά να περιβάλλουν την παραμυθένια αυτή γωνιά που είναι πνιγμένη στη βλάστηση, αποτελεί έναν σπάνιο και ξεχωριστό θησαυρό για ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Στέκαμε μαγεμένοι να παρατηρούμε το υπέροχο αυτό σκηνικό, όταν συνειδητοποιήσαμε πως είναι πολύ επικίνδυνο να μπούμε στο ποτάμι, οι εκβολές του οποίου αποτελούν και τη μαρίνα του μικρού χωριού. Ο λόγος βέβαια ήταν τα θεόρατα βουβά κύματα του πουνέντη που έσκαγαν ακριβώς πάνω στην εκβολή του ποταμού, η μπούκα του οποίου ήταν και στενή...
Ο μόνος τρόπος για να περάσουμε ήταν να μπούμε με αρκετή φόρα, ώστε να μην μας παρασύρουν τα κύματα πάνω στα βράχια. Δεν γνωρίζαμε όμως εάν υπήρχαν αβαθή ή ξέρες στην είσοδό μας στο ποτάμι, καθώς κάθε ψηλό κύμα που έσκαγε στην μπούκα του έμοιαζε με ένα πελώριο υδάτινο φράγμα.

Για καλή μας τύχη, εκείνη την ώρα έβγαινε ένα καταδυτικό φουσκωτό μέσα από το ποτάμι. Περιμέναμε για λίγο να απομακρυνθεί και, χωρίς να χάσουμε καιρό, η μανέτα σπρώχτηκε μπροστά και ακολουθήσαμε τα ίχνη που άφησε στο πέρασμά του το καταδυτικό φουσκωτό. Σπάζοντας το προπορευόμενο κύμα που έφραζε την μπούκα, βρεθήκαμε αμέσως στα γαλήνια νερά του ποταμού.
Αριστερά μας ξεκινούσε η προκυμαία της ιδιαίτερης αυτής μαρίνας, που ουσιαστικά βρισκόταν στη βορινή όχθη του ποταμού. Ακριβώς απέναντι, στη νότια όχθη του, σχηματίζεται ένας μακρόστενος ορμίσκος που είναι γεμάτος με βάρκες. Στην αρχή αυτού του ποτάμιου ορμίσκου βρίσκεται και το βενζινάδικο. Η μαρίνα συνεχίζει για αρκετές δεκάδες μέτρα μέσα στο ποτάμι, μέχρι τη σιδερένια γέφυρα που συνδέει τις όχθες του, και εξυπηρετεί το πέρασμα των πεζών. Δένοντας στη λιθόστρωτη προκυμαία είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν στα σωθικά κάποιας άγριας ζούγκλας.
Κατά μήκος της βρίσκονται πολλά καφέ και εστιατόρια, ενώ προς το τέλος της υπάρχει ένα μεγάλο καταδυτικό κέντρο. Πάνω ακριβώς από τα μαγαζιά αυτά βρίσκονται τα λιγοστά αλλά εντυπωσιακά πέτρινα ξενοδοχεία, που προσφέρουν υπέροχη θέα προς το ποτάμι. Όλος ο τόπος είναι υπέροχος, και μοιάζει σαν μια μαγική εικόνα που βγήκε από το ωραιότερο παραμύθι.
Το Porto είναι ένα πολύ μικρό παραθαλάσσιο, και ταυτόχρονα παρόχθιο τουριστικό θέρετρο, με ξεχωριστή γοητεία. Το καλοκαίρι συγκεντρώνει αρκετό κόσμο και αποτελεί ένα πολύ καλό στρατηγικό σημείο, για τις περιπλανήσεις μας στις πολύ ενδιαφέρουσες και εξαιρετικά θεαματικές γειτονικές περιοχές.

Ανηφορίσαμε στο λιθόστρωτο δρομάκι που οδηγεί στην κορυφή του βράχου, που σαν νησάκι βρίσκεται πλάι στην μπούκα του ποταμού. Πολύ σύντομα φτάσαμε στον τετράγωνο πέτρινο πύργο που με την παρουσία του ομορφαίνει ακόμα περισσότερο αυτόν τον τόπο. Χτίστηκε το 1549 (την ίδια εποχή που ανεγειρόντουσαν και οι υπόλοιποι γενοβέζικοι πύργοι στα πιο στρατηγικά σημεία του νησιού) και, πλήρως ανακαινισμένος από το 1993, αποτελεί το ιδανικότερο σημείο από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει τη γύρω περιοχή.

Ανεβήκαμε από την εξωτερική σκάλα στην οροφή του, από όπου το θέαμα είναι μοναδικό. Όπου κι αν ρίξεις τη ματιά σου δεν μπορείς παρά να νιώσεις γοητευμένος και ευτυχής από τις εικόνες που καταγράφονται στη μνήμη σου. Στα δυτικά μας ανοίγεται ο κόλπος του Porto που περιβάλλεται από πανύψηλους κατακόκκινους βράχους, ενώ ανατολικά και πίσω μας το θέαμα είναι συγκλονιστικό, καθώς θαυμάζουμε το ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα μετά από τη μακρά πορεία του ανάμεσα στα εντυπωσιακά φαράγγια που διακρίνονται προς την ενδοχώρα.

Στη νότια πλευρά, ακριβώς κάτω από τα πόδια μας και πλάι από την μπούκα του ποταμού, απλώνεται η φαρδιά παραλία...
Ήμασταν για πολλή ώρα πάνω στον γενοβέζικο πύργο αλλά τα μάτια μας δεν έλεγαν να χορτάσουν. Τελικά κατεβήκαμε στο εσωτερικό του, όπου φιλοξενείται και ένα μικρό μουσείο με εκθέματά που εξιστορούν τα σημαντικότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε τούτο τον τόπο. Λίγο πιο χαμηλά στον βράχο, υπάρχει ακόμα ένα μικρό λαογραφικό μουσείο, μέσα σε ένα χαμηλό πέτρινο σπιτάκι.

Επιστρέφοντας στην προκυμαία, νιώθαμε έντονη την επιθυμία να παρατείνουμε τη διαμονή μας σε αυτόν το τόπο, αν και γνωρίζαμε πως δεν μας έπαιρνε ο χρόνος. Περάσαμε στην απέναντι όχθη του ποταμού, περπατώντας πάνω από την ψηλή σιδερένια γέφυρα. Μια όαση από πανύψηλα δέντρα σκεπάζει αυτήν την πλευρά, πίσω ακριβώς από τη μεγάλη παραλία. Μέσα στην πυκνή βλάστηση βρίσκεται ένα μικρό γήπεδο γκολφ, στο καφέ του οποίου καθίσαμε για λίγες ανάσες ξεκούρασης. Όχι πως ήμασταν σωματικά κουρασμένοι, αλλά θέλαμε να βάλουμε σε τάξη τις εκπληκτικές εικόνες που συνεχώς μας χάριζε ολόκληρος ο κόλπος του Porto. Και αφού απολαύσαμε το καφεδάκι μας κάτω από τους θεόρατους ευκάλυπτους, σε ένα απόλυτα ήσυχο και παρθένο τοπίο, πήραμε τον δρόμο για το φουσκωτό.

Φανερά ενθουσιασμένοι, αφήναμε στην πρύμνη μας την μπούκα του ποταμού και το μικρό χωριό Porto, και πλησιάζαμε στη βορινή πλευρά του κόλπου του Porto παραπλέοντας κοντά στις ακτές του. Μέχρι τη μικρή χερσόνησο του Senino μάς χώριζαν τέσσερα ναυτικά μίλια.

...keep Ribbing!                

In the “Greek” Cargese … and in the moss of Porto!
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα