Αφήσαμε στην πρύμνη μας την μπούκα του ποταμού και το μικρό χωριό Porto, και πλησιάζαμε στη βορινή πλευρά του ομώνυμου κόλπου παραπλέοντας κοντά στις ακτές του. Μέχρι τη μικρή χερσόνησο του Senino μάς χώριζαν τέσσερα ναυτικά μίλια.
Mεσα σε αυτο το κομμάτι τις ακτογραμμής σχηματίζονται μία μεγάλη και δύο μικρότερες παραλίες, που συγκεντρώνουν λίγο κόσμο. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε κάτω από τον ορεινό όγκο του Senino, που ορθώνεται στα 619 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και αποτελεί από μόνος του ένα υπέροχο αξιοθέατο. Ανάμεσα στον κάβο Senino και τη χερσόνησο Scandola σχηματίζεται ο κόλπος Girolata, που και αυτός παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στη νότια πλευρά του μυχού του βρίσκεται η υπέροχη παραλία Tuara, η οποία είναι απρόσιτη από τη στεριά.
Η πλώρη μας σημάδευε τη βορινή πλευρά του μυχού του όρμου Girolata, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο χωριουδάκι. Ένας χαμηλός λόφος που εισέρχεται στη θάλασσα δημιουργεί έναν υπέροχο ορμίσκο, που αποτελεί ιδανικό αραξοβόλι προστατευμένο απόλυτα από τους δυτικούς ανέμους. Πλησιάζοντας, ένα πραγματικό δάσος από ιστία αποκαλύφθηκε μπροστά μας. Ήταν τόσα πολλά τα ιστιοφόρα που βρίσκονταν αγκυροβολημένα αρόδου, που αναγκαστήκαμε να περνάμε ανάμεσά τους πραγματοποιώντας συνεχείς ελιγμούς. Φτάνοντας στην όμορφη ακτή δέσαμε προσωρινά σε μία από τις τρεις προβλήτες που βρίσκονται σε παράλληλη σειρά, και εξυπηρετούν τα tenders και τα τουριστικά καραβάκια που μεταφέρουν συνεχώς κόσμο από το Porto και το Calvi. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ορμίσκος αυτός αποτελεί ένα από τα εμβληματικά σημεία της Κορσικής, και φιγουράρει συχνά στα εξώφυλλα διαφημιστικών εντύπων και ταξιδιωτικών οδηγών του νησιού.
Με τον ήλιο να βρίσκεται μια ανάσα πριν βουτήξει στην απέραντη θάλασσα, γυρίζαμε στην εξωτερική πλευρά της χερσονήσου Scandola, αποχαιρετώντας τον κόλπο του Porto, ανηφορίζοντας τις βορειοδυτικές ακτές της Κορσικής. Μας χώριζαν μόλις 15 ναυτικά μίλια από το Calvi, που ήταν ο επόμενος σταθμός μας, και υπολογίζαμε να φτάσουμε εκεί πριν μας πιάσει η νύχτα. Ολόκληρη η ακτογραμμή, από την Scandola έως το Calvi, χαρακτηρίζεται από απόκρημνους και αφιλόξενους βράχους, που δεν προσφέρουν καμιά προστασία στους δυτικούς καιρούς.
Πολύ σύντομα βρισκόμασταν κάτω από τον εντυπωσιακό φάρο Revellata, στην κορυφή του ομώνυμου ακρωτηρίου. Γυρίζοντας στην ανατολική πλευρά του κάβου ο καιρός έκοψε τελείως, ενώ στο βάθος διακρίνονταν καθαρά η καστροπολιτεία του Calvi. Δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος να προσεγγίσουμε την ώρα που σουρούπωνε, και έτσι συνεχίσαμε την παράκτια πορεία μας στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου Revellata. Περάσαμε από ένα πολύ μικρό λιμανάκι που φιλοξενεί ένα θαλάσσιο κέντρο ερευνών, και προχωρώντας προς τον αυχένα του ακρωτηρίου επιλέξαμε μια μικρή ακτή, όπου και διανυκτερεύσαμε.
Το ξημέρωμα μάς βρήκε εν πλω. Πλησιάσαμε κάτω από τα ψηλά τείχη που περιβάλλουν την παλιά πόλη του Calvi και θαυμάζαμε την υπέροχη καστροπολιτεία, που είναι χτισμένη στην κορυφή του χαμηλού κάβου. Τα πολυώροφα παλιά σπίτια που βρίσκονται μέσα στα τείχη είναι βαμμένα σε γήινες αποχρώσεις, και από μακριά τονίζουν την πολύχρονη ιστορία τους. Γυρίσαμε στην ανατολική πλευρά του κάβου, όπου βρίσκεται και η είσοδος της μεγάλης μαρίνας. Από αυτήν την πλευρά το θέαμα είναι ακόμα πιο επιβλητικό.
Μπροστά ακριβώς από τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινά η μαρίνα, η οποία είναι γεμάτη με μεγάλα σκάφη. Δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για να αντιληφθείς πως τούτος ο τόπος αποτελεί έναν πολύ δημοφιλή προορισμό που συγκεντρώνει πάρα πολύ κόσμο. Δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός των σκαφών που το προδίδει αυτό, αλλά και η εικόνα που αντικρίζεις καθώς μπαίνεις στη μαρίνα, που δεν μπορεί παρά να σε ενθουσιάσει.
Δέσαμε γρήγορα γρήγορα στη θέση που μας υπέδειξαν οι υπεύθυνοι της μαρίνας και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στη δυτική πλευρά της καστροπολιτείας. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη πλατεία του χριστόφορου Κολόμβου, μιας και το Calvi είναι μία από τις πόλεις που διεκδικεί τον τίτλο της «γενέτειρας» του μεγάλου θαλασσοπόρου. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως ο Κολόμβος γεννήθηκε εδώ στα χρόνια της Γενοβέζικης κυριαρχίας, υποδεικνύοντας μάλιστα και το σπίτι του στην παλιά πόλη.
Σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο κέντρο της παλιάς πόλης όπου βρίσκεται η μικρή πλατεία d' Armes, στη βορινή πλευρά της οποίας δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή που χτίστηκε τον 13ο αιώνα.
Περπατώντας σε έναν μικρό λαβύρινθο από στενά σοκάκια και, αφού διασχίσαμε την ανατολική πλευρά της παλιάς πόλης, βγήκαμε στη νότια πλευρά της. Εδώ, στη σκιά των παλιών πολυώροφων κτηρίων, βρίσκονται τα τραπεζάκια κάποιων καφετεριών και εστιατορίων και αυτό ίσως είναι και το μοναδικό σημάδι πως η παλιά πόλη διατηρεί κάποιες γωνιές της ζωντανές.
Ο περίπατός μας τελείωσε σύντομα, μιας και η παλιά πόλη είναι πολύ μικρή, καταλήγοντας τελικά στη νότια πλευρά του κάστρου.
Για αρκετή ώρα ήμασταν καθισμένοι πάνω στα πέτρινα παραπέτα των τειχών και θαυμάζαμε την απίθανη θέα προς τη μαρίνα, που απλωνόταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μας. Ίσως αυτό να είναι και το ομορφότερο σημείο από όπου μπορεί κανείς να ονειρεύεται με τις ώρες. Δεν είχε φτάσει ακόμα εννιά η ώρα το πρωί και κάναμε τη βόλτα μας πλάι στη μαρίνα. Και εδώ όλα ήταν υπέροχα. Οι ψηλόκορμοι φοίνικες στη σειρά πλάι στον παραλιακό πεζόδρομο, τα εστιατόρια και τα καφέ που βγάζουν τα τραπεζάκια τους κατά μήκος της μαρίνας, και στο βάθος η μεσαιωνική καστροπολιτεία, συνθέτουν ένα επιβλητικό σκηνικό που γοητεύει και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.
Παρατηρούσαμε τα μεγάλα γιοτ που ήταν δεμένα στη μαρίνα, κάποια από τα οποία δεν μπορούσαν να κρύψουν την αξία τους. Πολλά από αυτά καταφθάνουν από τις Cannes, τη Nice και το Monaco, αφού απέχουν λιγότερο από 100 ναυτικά μίλια από το Calvi, το οποίο αποτελεί και το κοντινότερο λιμάνι της Κορσικής από τις γαλλικές ακτές.
Ο καιρός όμως δεν μας επέτρεπε να παραμείνουμε περισσότερο στο Calvi, που χωρίς καμιά αμφιβολία αποτελεί ένα από τα ομορφότερα στολίδια των κορσικάνικων ακτών. Ο αέρας δυνάμωνε και έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τον μαγευτικό αυτόν τόπο. Είχαμε προγραμματίσει ακόμα μία επίσκεψη πριν καβατζάρουμε το Cape Corse, το βορειότερο άκρο της Κορσικής. Σκοπεύαμε να επισκεφθούμε το Saint Florent, στον αυχένα της μακρόστενης χερσονήσου, που εκτείνεται για 20 ναυτικά μίλια προς το βορρά, στιγματίζοντας χαρακτηριστικά το σχήμα ολόκληρης της Κορσικής.
Τριάντα ναυτικά μίλια μας χώριζαν από το Saint Florent και το φρεσκάρισμα του καιρού δεν μας άρεσε καθόλου... Βγαίνοντας από τον κόλπο του Calvi το πέλαγος είχε γίνει ήδη κατάλευκο, από τις κορφές των κυμάτων που έσπαγαν σπρωγμένες από τον δυνατό άνεμο. Το μόνο παρήγορο ήταν πως τα κύματα έρχονταν από νοτιοδυτικά και έτσι μας έβρισκαν κατάπρυμα. Ήταν ακόμα πρωί. Ταξιδεύαμε με χαμηλή ταχύτητα, ακολουθώντας τις ράχες των μεγάλων κυμάτων και το μυαλό μας ήταν στο βορινό ακρωτήρι, το Cap Corse, που όλα έδειχναν πως θα μας πότιζε αρμύρα για τα καλά.
Κάναμε δύο ολόκληρες ώρες για να φτάσουμε στον κάβο di Curza, από όπου ουσιαστικά αρχίζει ο κόλπος του S. Florent. Παρά τον απίστευτο άνεμο, που πλέον λυσσομανούσε και μας ταλαιπωρούσε αφάνταστα μέσα στην ολόλευκη θάλασσα, και πριν ακριβώς από τον κάβο di Curza διακρίναμε τα φανταστικά τιρκουάζ νερά μιας απίθανης, όπως έδειχνε, παραλίας.
Μην αντέχοντας στον πειρασμό, αρχίσαμε να πλησιάζουμε αργά, ενώ ταυτόχρονα ψάχναμε στον χάρτη για να δούμε ποια είναι αυτή η μαγευτική ακτή.
Με έκπληξη διαπιστώσαμε πως βρισκόμασταν στην περίφημη ακτή Saleccia. Και λέω με έκπληξη, γιατί είχαμε ακούσει φοβερές περιγραφές από ντόπιους και επισκέπτες, και βέβαια θέλαμε οπωσδήποτε να την επισκεφθούμε.
Δυστυχώς για εμάς, όμως, οι συνθήκες ήταν εντελώς ακατάλληλες και το μόνο που κάναμε ήταν να τη θαυμάζουμε από μακριά, καθώς τα μεγάλα κύματα μάς έσπρωχναν απειλητικά προς την ακτή.
Τα νερά ήταν εκπληκτικά, παρά το ανακάτεμα του βυθού από τα κύματα, ενώ η ολόλευκη αμμουδιά που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και οι θαμνώδεις αμμόλοφοι πιο πίσω σού έδιναν την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε κάποιον μακρινό τροπικό παράδεισο.
Κυνηγημένοι από τον καιρό, μπαίναμε σιγά σιγά στον μεγάλο κόλπο του Saint Florent, όπου ο κυματισμός ήταν αισθητά χαμηλότερος. Η πλώρη μας σημάδευε το ανατολικό άκρο της τεράστιας παραλίας la Roya, που εκτείνεται σε μήκος δύο χιλιομέτρων και καταλαμβάνει ολόκληρο τον μυχό του κόλπου. Εκεί βρίσκεται χτισμένη η μικρή πόλη Saint Florent, κατά μήκος της πολύ μεγάλης μαρίνας της, η οποία φιλοξενεί εκατοντάδες σκάφη αναψυχής. Μπαίνοντας στην μπούκα, τραβήξαμε προς τα παλιά και επιβλητικά κτήρια, όπου φαινόταν πως βρίσκεται το κέντρο αυτής της θαλασσοπολιτείας. Είχαμε την τύχη να αντικρίζουμε ακόμα μία υπέροχη παλιά πόλη, η οποία μάλιστα έμοιαζε ιδιαίτερη και σίγουρα εντελώς διαφορετική από ό,τι μέχρι τώρα είχαμε συναντήσαμε. Το γκρίζο χρώμα πολλών σπιτιών από τη μία και τα ξεθωριασμένα γήινα χρώματα των υπολοίπων που βρίσκονται στη σειρά, καθώς και το εντυπωσιακό καμπαναριό της Santa Maria Assunta που ορθώνεται επιβλητικά ανάμεσα από τις στέγες τους, μας δίνουν μια πρώτη θαυμάσια εικόνα αυτού του τόπου που σε γοητεύει από την πρώτη κιόλας ματιά. Ανάμεσα από τις πλώρες των σκαφών και τους μεγάλους διαδρόμους της μαρίνας, η μικρή πόλη του Saint Florent που είναι χτισμένη στο επίπεδο της θάλασσας, μοιάζει με πλωτή πολιτεία που αντανακλά αμέσως τη μακρόχρονη αίγλη της. Είναι μια πολύ ευχάριστη πόλη, που αποτελεί έναν ιδιαίτερα δημοφιλή προορισμό και προσελκύει πολύ κόσμο κάθε καλοκαίρι. Αποτελεί άλλωστε ένα ιδανικό μέρος, το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως ορμητήριο για τις περιηγήσεις μας σε υπέροχες γειτονικές περιοχές, καθώς και σε μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της Κορσικής που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση.
Στριμώξαμε το φουσκωτό ανάμεσα στα χαρακτηριστικά κορσικανικά καΐκια και βγήκαμε στην προκυμαία. Περιπλανώμενοι στα σοκάκια της, περάσαμε πίσω από τον καθεδρικό ναό της Santa Maria assunta, ο οποίος χτίστηκε τον 12ο αιώνα υπό την κυριαρχία των Πιζανών.
Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη πλατεία που περιβάλλεται από πολλά μαγαζάκια και μπαράκια. Με πορεία βορινή, σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο κάστρο που χτίστηκε από τους Γενοβέζους τον 15ο αιώνα.
Από εδώ πάνω η θέα είναι εξαιρετική, και βέβαια τα παλιά σπίτια που βρέχονται από τη θάλασσα και είναι φανερά διαβρωμένα από την αρμύρα, συνθέτουν μία από τις γραφικότερες εικόνες ολόκληρης της Κορσικής. Συνεχίζοντας τη σύντομη περιπλάνησή μας, κατευθυνθήκαμε στα ανατολικά της μαρίνας, εκεί που εκβάλει ο ποταμός Aliso, και φτάσαμε μέχρι τη σιδερένια γέφυρα που οδηγεί στην παραλία la Roya. Δεν συνεχίσαμε, όμως, γιατί η ώρα ήταν ήδη 14.00 και οι σκέψεις μας ταξίδευαν εκεί έξω, στην ανοιχτή θάλασσα... Έπρεπε να περάσουμε οπωσδήποτε το Cape Corse, γιατί οι μέρες παραμονής μας στην Κορσική ήταν πια περιορισμένες και είχαμε ακόμα αρκετά πράγματα να κάνουμε.
Σε λίγη ώρα βγαίναμε από τη μαρίνα και ο αέρας «ούρλιαζε», όμως δεν είχαμε την πολυτέλεια να αναβάλουμε τον απόπλου μας. χωθήκαμε μέσα στις ήδη κάτασπρες από το αλάτι, νιτσεράδες μας, και ετοιμαστήκαμε να περιπλεύσουμε τη χερσόνησο του Cape Corse. Πρόκειται για μια στενή λωρίδα στεριάς, που εκτείνεται σε μήκος 20 ναυτικών μιλίων και έχει μέσο πλάτος 6 ναυτικά μίλια, και μοιάζει με ένα μακρύ δάχτυλο που εκφύεται από το βορειοανατολικό άκρο της Κορσικής, εισέρχεται στη θάλασσα της Λιγουρίας και δείχνει προς τον κόλπο της Γένοβας.
Σε ολόκληρη τη χερσόνησο συναντούμε πολλούς από τους πέτρινους πύργους που έχτισαν οι Γενοβέζοι για να την προστατεύσουν από τις επιδρομές των Σαρακηνών, ενώ πολύ χαρακτηριστικά και απομονωμένα είναι τα μικρά ψαροχώρια και οι μικρές ορεινές κοινότητες, που είναι χτισμένες στις πλαγιές των απότομων λόφων. Περιπλέαμε από απόσταση τη δυτική πλευρά της χερσονήσου του Cape Corse, η οποία είναι πολύ εντυπωσιακή και χαρακτηρίζεται από απόκρημνες ακτές που κατεβαίνουν θεαματικά στη θάλασσα.
Κρατούσαμε βορινή πορεία και όσο απομακρυνόμασταν από τον κόλπο Saint Florent, τόσο η θάλασσα θέριευε. Ο καιρός μάς έβρισκε αρχικά στην μπάντα και μετά από τα πρώτα μίλια τον είχαμε αριστερόπρυμα.
Τα κύματα ολοένα και μεγάλωναν, κι εμείς, συντονισμένοι απόλυτα στον δικό τους ρυθμό, κοιτούσαμε απορημένοι πίσω από τις τεράστιες ράχες τους, που εξαφάνιζαν από το οπτικό μας πεδίο ακόμα και ολόκληρα χωριά, χτισμένα πολύ ψηλά στις πλαγιές των επιβλητικών και απόκρημνων ακτών.
Τα κύματα ολοένα και μεγάλωναν, κι εμείς, συντονισμένοι απόλυτα στον δικό τους ρυθμό, κοιτούσαμε απορημένοι πίσω από τις τεράστιες ράχες τους, που εξαφάνιζαν από το οπτικό μας πεδίο ακόμα και ολόκληρα χωριά, χτισμένα πολύ ψηλά στις πλαγιές των επιβλητικών και απόκρημνων ακτών. Ήταν ολοφάνερο πως τα κύματα αυτά ταξίδευαν για πάρα πολλά μίλια, χωρίς καμιά στεριά να ανακόπτει την πορεία τους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ανεμπόδιστα και να φτάνουν σε απίθανα ύψη που ξαφνιάζουν και μπορούν να σαστίσουν ακόμα και τους πιο έμπειρους κυβερνήτες. Και πραγματικά, οτιδήποτε είχαμε αντιμετωπίσει μέχρι τώρα δεν ήταν παρά μικρές ρυτίδες μπροστά σ' αυτόν τον γιγάντιο κυματισμό που σάρωνε τα πάντα στο διάβα του.
Ο άνεμος μπορεί να έσπαζε τα ανεμόμετρα και τα πελώρια κύματα να μας έκαναν να νιώθουμε εντελώς «ασήμαντοι», ο λαμπερός ήλιος όμως και τα υπέροχα χρώματα τριγύρω μάς γέμιζαν με μια ανείπωτη ευφορία. Η προσήλωσή μας βέβαια ήταν καθολική και υπολογίζαμε κάθε κύμα που, ευτυχώς, αναπτυσσόταν με απόλυτη περιοδικότητα. Μια στιγμή μόνο προσπαθήσαμε να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες και το πληρώσαμε με ένα δυνατό τράνταγμα, που μάς πέταξε αρκετά μέτρα πιο πέρα, γεμίζοντας την κουβέρτα με «ζωντανή» θάλασσα. Πρυμνήσαμε για λίγο και απλανάριστοι πια περιμέναμε υπομονετικά να αδειάσουν οι αντλίες τα νερά.
Επιμέναμε να κρατάμε το φουσκωτό μακριά από την ακτή, αποφεύγοντας τα γιγαντιαία αντιμάμαλα που σίγουρα θα σχηματιζόντουσαν κοντά στην ακτή και σε καμιά περίπτωση δεν θέλαμε να εγκλωβιστούμε ανάμεσά τους. Ταξιδεύοντας μέσα στον χαλασμό για περισσότερο από μια ώρα, πλησιάζαμε αργά αργά στο περίφημο Cape Corse. Αλησμόνητη θα μας μείνει η εικόνα του φάρου που βρίσκεται στην κορυφή του απόκρημνου κάβου, αρκετές δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όταν βρισκόμασταν μέσα στα χαοτικά λούκια χάναμε τον φάρο από τα μάτια μας, αλλά και όταν καταφέρναμε να κρατηθούμε στις κορφές των πελώριων κυμάτων μέναμε άναυδοι παρατηρώντας πώς το προπορευόμενο κύμα τον σκέπαζε και τον εξαφάνιζε από τον οπτικό μας ορίζοντα.
Καβατζάροντας το Cape Corse, διασχίζαμε τη βορινή πλευρά του, η οποία εκτείνεται σε μια απόσταση 6 ναυτικών μιλίων. Τα γιγάντια κύματα μάς έβρισκαν τώρα κατάπρυμα. Γυρνώντας το βλέμμα μας προς τα πίσω και βλέποντας ολόκληρα βουνά θάλασσας να μας καταδιώκουν, προς στιγμή σαστίζαμε...
Ο ισχυρός κινητήρας, ωστόσο, που κρεμόταν στον καθρέφτη του φουσκωτού μάς επέτρεπε να έχουμε τον έλεγχο και να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές. Η μεγάλης διαμέτρου προπέλα μάς έδινε με άνεση την απαιτούμενη ώση που χρειαζόμασταν για να ανηφορίζουμε στις πλάτες των κυμάτων με χαμηλές στροφές, ενώ το κοντό της βήμα μάς έδινε την εκρηκτικότητα που σε πολλές περιπτώσεις ήταν σωτήρια, ιδιαίτερα όταν συναντιόμασταν με κάποια άναρχα κύματα και αρκούσε ένα μικρό μόνο σπρώξιμο της μανέτας για να τα αποφεύγουμε. Νιώθαμε απόλυτα δικαιωμένοι με την επιλογή της συγκεκριμένης προπέλας, ενώ το Shearwater πραγματικά «κάλπαζε», αδιαφορώντας για το ύψος των κυμάτων.
Το ταξίδεμά του στα πρύμα άλλωστε είναι ονειρεμένο, και αποτελεί σίγουρα ένα από τα πολύ δυνατά του σημεία. Προτιμήσαμε να περάσουμε μέσα από τον δίαυλο, πλάτους ενός ναυτικού μιλίου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο ακρωτήρι και τη νησίδα Giraglia.
Τα νερά εκεί μέσα είναι αρκετά ρηχά, δεν κρύβουν όμως κινδύνους για τα διερχόμενα σκάφη.
Απέναντι από τη νησίδα Giraglia, στη μέση περίπου της βορινής πλευράς της χερσονήσου, βρίσκεται το αλιευτικό καταφύγιο του μικρού οικισμού Barcaggio. Περάσαμε αρκετά κοντά του -όσο βέβαια μας επέτρεπαν τα θεόρατα κύματα- και παρατηρούσαμε τον μικρό αυτόν τόπο που πραγματικά έμοιαζε να βρίσκεται στην άκρη του κόσμου. Μια πολύ μοναχική και απομονωμένη γωνιά της Μεσογείου, που μόνο και μόνο η εικόνα της μάς γαλήνεψε την ψυχή. Έμοιαζε με μια μικρή κόγχη θαλπωρής και ασφάλειας, μέσα στο πλήρες αφήνιασμα της θάλασσας. Θέλαμε πολύ να πλησιάσουμε και να μπούμε στο μικρό λιμανάκι της, αλλά τα ογκώδη κύματα δεν μας άφηναν κανένα τέτοιο περιθώριο.
Συνεχίσαμε έτσι την πορεία μας και μόνο όταν αρχίσαμε να καβατζάρουμε το βορειοανατολικό άκρο της χερσονήσου, τα κύματα άρχισαν να χάνουν βαθμιαία τον απίστευτα τεράστιο όγκο τους, μιας και η μακρόστενη χερσόνησος του Cape Corse μας προστάτευε τώρα από τον δυτικό καιρό. Πριν όμως καλά καλά προλάβουμε να το χαρούμε, μας υποδέχθηκαν οι τρομακτικές σπιλιάδες! Περάσαμε πολύ ανοιχτά από τις νησίδες Finocchiarola και έπειτα στραφήκαμε προς τη στεριά, ορτσάροντας με μεγάλη ταχύτητα στον κοντό αλλά δαιμονισμένο κυματισμό. Το παρατεταμένο μαστίγωμά μας από τις σπιλιάδες έμελε να τελειώσει ενάμισι μίλι πιο κάτω, εκεί όπου βρίσκεται το Macinaggio.
Η μεγάλη μαρίνα του Macinaggio προσφέρει το καλύτερο αγκυροβόλιο σε ολόκληρο το Cape Corse και αποτελεί ένα εξαίρετο καταφύγιο. Με πολλά μαγαζιά κατά μήκος της μαρίνας, WC, καφετέριες, εστιατόρια και δυνατότητα ανεφοδιασμού σε καύσιμα, έμοιαζε με όαση που έδινε τέλος στο άγριο και αφιλόξενο τοπίο που αντικρίζαμε μέχρι τώρα. Από τη βορινή πλευρά της μαρίνας, όπου βρίσκεται και η είσοδός της, ξεκινά η απλωτή αμμουδιά Tamarone, με υπέροχα καταπράσινα νερά προστατευμένα από τους δυτικούς καιρούς, που αποτελεί σίγουρα μία από τις ομορφότερες παραλίες της ευρύτερης περιοχής.
Τα σκάφη όμως που ήταν αγκυροβολημένα αρόδου ήταν πάρα πολλά και έτσι αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε λίγο πιο κάτω, στον όρμο de Meria. Φουντάραμε αρόδου και οριζοντιωθήκαμε αμέσως στις ξαπλώστρες του φουσκωτού, με έντονη την ανάγκη μας για λίγες στιγμές ξεκούρασης. Σε ολόκληρο το νησί, η ανατολική πλευρά είναι πιο ήπια και φιλόξενη, και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απόκρημνες και θεαματικές ακτές της δυτικής πλευράς. Το ίδιο φιλόξενη είναι και η θάλασσα στις ανατολικές ακτές, αφού ο ορεινός όγκος της Κορσικής την προστατεύει από τους δυτικούς-βορειοδυτικούς ανέμους που πνέουν συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι, η ναυσιπλοΐα σε ολόκληρη την ανατολική ακτογραμμή της Κορσικής είναι μια απίθανη κρουαζιέρα σε γαλήνια νερά, χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις.
Θέλαμε ακόμα 14 ναυτικά μίλια για να προσεγγίσουμε την Bastia, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του αυχένα της χερσονήσου του Cape Corse. Η ιστορική αυτή πόλη αποτελούσε έναν από τους βασικότερους προορισμούς του ταξιδιού μας που δεν γινόταν να παραβλέψουμε, αφού ήταν η παλιά πρωτεύουσα του νησιού και παραμένει μια πολύ αυθεντική και ζωντανή πόλη. Ακόμα και σήμερα αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι και οικονομικό κέντρο της Κορσικής.
Τέσσερα μίλια πριν την Bastia, το τοπίο άρχισε να ομορφαίνει, με βαθιά φαράγγια να χωρίζουν τους ψηλούς καταπράσινους λόφους, στις πλαγιές των οποίων φιλοξενούνται πολύ μικροί και όμορφοι οικισμοί. Αφήσαμε δεξιά μας την τεράστια μαρίνα Toga και συνεχίσαμε προς το εμπορικό λιμάνι. Ακριβώς απέναντι από την είσοδό του βρίσκονται δύο υπέροχοι πέτρινοι φάροι που οριοθετούν τη μικρή μπούκα του. Μπαίναμε αργά αργά στο παλιό λιμάνι, φανερά γοητευμένοι από τις μοναδικές εικόνες που αντίκριζαν τα μάτια μας.
Μετά από λίγα μέτρα, η πλώρη του φουσκωτού στάθηκε μπροστά από την επιβλητική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή που δεσπόζει στο κέντρο του παλιού λιμανιού, με τα δύο χαρακτηριστικά καμπαναριά του να ορθώνονται ψηλά και να ξεχωρίζουν από τις οροφές των γειτονικών κτηρίων. Κι ενώ το παλιό λιμάνι έχει σχήμα πετάλου, όταν βρίσκεσαι στον μυχό του έχεις την εντύπωση πως είσαι στο κέντρο ενός τέλειου κύκλου, με μοναδικό άνοιγμα το σημείο της μπούκας του. Μέσα στον κύκλο αυτόν συνωστίζονται τα πολυώροφα κτήρια με τις πέτρινες σκεπές, συνθέτοντας μία από τις γραφικότερες γειτονιές ολόκληρης της Μεσογείου.
Ήμασταν τόσο μαγεμένοι, που κάναμε τα πάντα για να βρούμε μια θέση ώστε να διανυκτερεύσουμε σία σωθικά αυτού του υπέροχου λιμανιού. Ο συνωστισμός από τοπικές βάρκες και ιστιοφόρα είναι μεγάλος, αφού σχεδόν όλες οι θέσεις είναι ιδιωτικές. Αφού βάλαμε καύσιμα, καταφέραμε -μετά από συνεχείς επαφές με το λιμεναρχείο- να βρούμε μια θέση για δύο βράδια, η οποία ανήκε σε κάποιον κορσικάνο που είχε βγάλει το σκάφος του για συντήρηση.
Πανευτυχείς δέσαμε στη θέση του και, με τον ήλιο να βρίσκεται στη δύση του, ετοιμαστήκαμε για την έξοδό μας. Προτιμήσαμε να μην περιπλανηθούμε στην πόλη, μιας και μας είχε πάρει το σούρουπο, και έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε βόλτες στην προκυμαία του παλιού λιμανιού ώστε να το χαρούμε όσο περισσότερο μπορούσαμε.
Τα φώτα άρχισαν σιγά σιγά να ανάβουν και τα παραλιακά εστιατόρια να γεμίζουν με κόσμο.
Όλα έμοιαζαν μαγικά και μια παραμυθένια ατμόσφαιρα σκέπαζε τα πάντα γύρω, ενώ οι ήχοι από τις διάφορες μικρές μουσικές μπάντες συμπλήρωναν πολύ όμορφα μία από τις ωραιότερες βραδιές του ταξιδιού μας.
Την επόμενη μέρα βγήκαμε στη νότια προκυμαία του παλιού λιμανιού, στο άκρο της οποίας καταλήγει ο χαμηλός λόφος όπου βρίσκονται οι κήποι Romieu. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και περπατήσαμε μέχρι την άκρη του όπου βρίσκεται ο όμορφος φάρος που, με τον κόκκινο φανό του, σηματοδοτεί το αριστερό άκρο της μπούκας του παλιού λιμανιού. Για αρκετή ώρα μείναμε να θαυμάζουμε την υπέροχη θέα κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, που μαζί με το παλιό λιμάνι αποτελούν τους σημαντικότερους πόλους έλξης της Bastia, όπως και η μεγάλη, υπέροχη πλατεία του Αγίου Νικολάου. Ένα πραγματικό στολίδι για τη Bastia, με τα πενταώροφα κολλητά κτήρια του 19ου αιώνα, σε απαλούς γήινους χρωματισμούς, χτισμένα κατά μήκος της μεγάλης πλευράς της.
...keep Ribbing!