
Anafi Island

Anafi Island
Antiparos Island - Despotiko Island
The last stop of our wanderings in Cyclades was Antiparos and the nearby island called Despotiko. It is 50 nautical miles away, in direct course from Anafi. The strong wind, however, caused many troubles to the starboard bow of the rib.
I had great difficulty trying to keep my eyes open, and at the same time to steer the bow with precision between the cracks of the waves. Nevertheless, there were times that this was not possible, and the hits it suffered were quite strong.
Having covered about half of the distance, while the sun had already risen on the horizon, I deviated a little off my course and set sail for the eastern shores of Shoinousa. I was determined not to sail in the south of Paros, where surely the winds would be over 6 Beaufort.
While in Shoinousa I marked the southern cape of Naxos, sailing in a sea that seemed to be sleeping. Once we passed by, though, the winds began to howl again and the sea was already white.
The thought of sailing directly to the southern coast of Paros was immediately rejected, because it was certain that we would experience an unnecessary inconvenience while crossing that passage. Staying close to the southwestern coast of Naxos, we luffed through the rough waves which despite that were rather low. While in the narrow passage between Paros - Antiparos the sea looked once more like a lake and setting a high speed now, we crossed quickly its shallow waters.
Μένοντας κολλητά στις νοτιοδυτικές ακτές της Νάξου, ορτσάραμε στα ορμητικά κύματα που όμως είχαν πολύ χαμηλό ύψος. Ψηλώσαμε μέχρι τη μέση περίπου της Νάξου και έπειτα στρέψαμε την πλώρη μας προς το νότιο κάβο της Πάρου. Βάζοντας τον καιρό δευτερόπρυμνα, καταφέραμε να φτάσουμε κάτω από την Πάρο έχοντας μια απίθανη πλεύση, χωρίς μάλιστα να δεχτούμε ούτε μια σταγόνα νερού. Μέσα στο στενό Πάρου – Αντιπάρου η θάλασσα έμοιαζε ξανά με λίμνη και με υψηλή ταχύτητα πια, ταξιδεύαμε γρήγορα στα αβαθή νερά του περάσματος.
Στο λιμάνι του νησιού
Στο στενό της Αντιπάρου, όσο ανεβαίνουμε τα νερά γίνονται όλο και ρηχότερα, και ενώ στα μισά του στενού το βάθος είναι δέκα περίπου μέτρα, φτάνει τελικά να γίνει μόλις δυο μέτρα έξω από το λιμάνι, χωρίς όμως να υπάρχουν ξέρες ή άλλα επικίνδυνα σημεία.
Μπαίναμε σιγά σιγά στον μεγάλο όρμο που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, ο οποίος προστατεύεται απόλυτα από τα μελτέμια.
Στη δυτική του πλευρά φιλοξενείται το λιμάνι, δύσκολα όμως θα βρούμε κάποια θέση για να δέσουμε. Η προκυμαία είναι γεμάτη με ψαρόβαρκες, ενώ στην προβλήτα πιάνουν τα εκδρομικά καραβάκια που μεταφέρουν συνεχώς κόσμο από την γειτονική Πάρο.
Το καλύτερο και πιο ήσυχο σημείο για να δέσουμε είναι το βορινό τμήμα του λιμανιού, μπροστά από τα ξενοδοχεία, όπου υπάρχει ένα μικρό μολάκι. Αν κι αυτό είναι γεμάτο, υπάρχει πολύς χώρος παραδίπλα όπου μπορούμε να αγκυροβολήσουμε, με τη διαφορά όμως πως θα χρειαστεί να βραχούμε λίγο για να βγούμε την απογευματινή μας βόλτα στη Χώρα. Προσοχή χρειάζεται όταν κινούμαστε μέσα στον όρμο, ο οποίος είναι γεμάτος με ρεμέντζα και σκάφη που είναι αγκυροβολημένα αρόδου, ενώ τα νερά είναι πολύ ρηχά.
Παράλληλα με την προκυμαία, τρέχει ο φαρδύς ασφαλτοστρωμένος δρόμος, πάνω στον οποίο βρίσκονται στη σειρά πολλές ταβέρνες και καφετέριες. Πολύς κόσμος και πολλά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται συνεχώς στον παραλιακό δρόμο, δίνοντας την εικόνα μιας μικρής πολυσύχναστης πόλης. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, η Αντίπαρος ήταν στη σκιά της μεγάλης αδερφής της, και γέμιζε με κόσμο μόνο περιστασιακά από τους εκδρομείς της Πάρου. Τελευταία όμως, έχει αποκτήσει τους δικούς της πιστούς επισκέπτες και έχει φτάσει στο σημείο μάλιστα, να θεωρείται ένας από τους πιο κοσμοπολίτικους προορισμούς των Κυκλάδων. Κάθε καλοκαίρι, το νησί βουλιάζει από κόσμο και δύσκολα θα βρει κάποιος δωμάτιο, ακόμα και στα τέλη του Αυγούστου.
Πέρα από τις πολλές όμορφες παραλίες, τα σημαντικότερα θέλγητρα της Αντιπάρου είναι το κεντρικό και πολύ γραφικό λιθόστρωτο δρομάκι που διασχίζει όλη σχεδόν τη Χώρα, το περίφημο Κάστρο και το διεθνούς φήμης σπήλαιό της.
Στα σοκάκια και το Κάστρο
Στο ύψος της προβλήτας που πιάνουν τα τουριστικά καραβάκια, ξεκινά το πλακόστρωτο δρομάκι με τους ασβεστωμένους αρμούς, που προχωρά για πολλές εκατοντάδες μέτρα για να καταλήξει τελικά στο Κάστρο. Όλη η ζωή του νησιού βρίσκεται εδώ. Μαγαζάκια στη σειρά, ταβερνάκια, καφετέριες και μπαράκια, υποδέχονται τους επισκέπτες που συγκεντρώνονται από νωρίς σ΄ αυτόν εδώ τον δρόμο. Πολύ όμορφες και παραδοσιακές κυκλαδίτικες εικόνες ξεπροβάλλουν σε κάθε μας βήμα, με τις μποκαμβίλιες να έχουν τον πρώτο λόγο.
Τεράστιες και εντυπωσιακές, απλώνουν το φύλλωμά τους στους ασβεστωμένους τοίχους και στολίζουν με το μαγευτικό τους χρώμα κάθε γωνιά. Αφού περπατήσαμε για αρκετή ώρα, μπαίνοντας και χαζεύοντας κάθε μαγαζάκι, φτάσαμε στην πρώτη μικρή πλατεία, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Κάστρου. Κανένας βέβαια δεν το υποψιάζεται γιατί όπως και στην Κίμωλο και στη Φολέγανδρο, δεν υπάρχουν τείχη ή πολεμίστρες.
Το Κάστρο δεν είναι τίποτε άλλο, από μια αμυντική διάταξη διώροφων σπιτιών, που κολλητά το ένα στο άλλο ορίζουν ένα τετράγωνο συγκρότημα, μέσα στο οποίο έβρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι του νησιού.
Στρίβοντας αριστερά από την μικρή πλατεία, ο κεντρικός λιθόστρωτος δρόμος συνεχίζεται και μας βγάζει τελικά στην κεντρική πλατεία της Χώρας. Πλημμυρισμένη από τα τραπεζάκια των γύρω μαγαζιών, συγκεντρώνει πολύ κόσμο τις απογευματινές ώρες, ενώ στη βορινή πλευρά της δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Λίγα βήματα από την εκκλησία, βρίσκεται και η κεντρική είσοδος του Κάστρου.
Μια μεγάλη πέτρινη καμάρα, που μοιάζει στριμωγμέμη ανάμεσα στα ασπρισμένα σπίτια, και είναι η μόνη που προδίδει την παρουσία του Κάστρου. Μπαίνοντας μέσα στο Κάστρο, ακριβώς απέναντι από την είσοδο, βρίσκεται ο κυκλικός πέτρινος πύργος που αποτελούσε την κατοικία του τοπικού άρχοντα ή το ύστατο σημείο οχύρωσης.
Ο πέτρινος πύργος βρίσκεται στο κέντρο του τετράγωνου συγκροτήματος του Κάστρου, αφήνοντας ένα κυκλικό ελεύθερο χώρο γύρω του, για τις μετακινήσεις των κατοίκων. Πόρτες, παράθυρα και σκαλοπάτια υπήρχαν μόνο στην εσωτερική πλευρά των σπιτιών του Κάστρου. Στην εξωτερική πλευρά των σπιτιών, οι πόρτες και τα παράθυρα ανοίχτηκαν μετά, όταν και εξέλειψε ο κίνδυνος των πειρατών. Τα περισσότερα σπίτια του Κάστρου, το οποίο οικοδομήθηκε στα χρόνια των Ενετών, κατοικούνται ακόμα και σήμερα, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του νησιού αλλά και ένα ζωντανό μνημείο της πολύχρονης ιστορίας του.
Στο διάσημο Σπήλαιο
Το Σπήλαιο της Αντιπάρου βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού και απέχει εννέα χιλιόμετρα από τη Χώρα.
Δεν επιλέξαμε όμως τη λύση του λεωφορείου που ξεκινά από το λιμάνι, αλλά την επίσκεψή μας σ΄ αυτό, την εντάξαμε στον περίπλου του νησιού. Πρωί πρωί λοιπόν, βγαίναμε από το λιμάνι με κατεύθυνση νότια.
Στην ανατολική πλευρά της Αντιπάρου, βρίσκονται οι περισσότερες παραλίες του νησιού. Συνεχόμενες και μεγάλες αμμουδιές, οι οποίες συγκεντρώνουν και τον περισσότερο κόσμο. Στο ύψος της νησίδας Γλαρόπουντας βρίσκεται το Απάντημα. Πίσω από τον χαμηλό λόφο με τους μύλους, στο μέσο της πολύ όμορφης βοτσαλωτής ακτής, υπάρχει ένα μικρό μολάκι. Δέσαμε εκεί, γιατί όπως υπολογίσαμε στον χάρτη, το Απάντημα είναι το πιο κοντινό σημείο προς το Σπήλαιο. Πήραμε τον κεντρικό δρόμο που βρίσκεται πάνω ακριβώς από την ακτή, και σε 30 λεπτά βγήκαμε στην κορυφή του λόφου του Αη Γιάννη. Είναι αρκετά ανηφορικός, αξίζει όμως τον κόπο. Δεξιά από την μεγάλη είσοδο του Σπηλαίου βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αη Γιάννη του Σπηλιώτη. Στο κέντρο σχεδόν της εισόδου, δεσπόζει ο πελώριος σταλαγμίτης που μοιάζει να στηρίζει την οροφή και θεωρείται ο αρχαιότερος της Ευρώπης. Το Σπήλαιο της Αντιπάρου είναι γνωστό από την αρχαιότητα, και αποτελεί τον κυριότερο πόλο έλξης του νησιού. 411 περίπου σκαλοπάτια, σχεδόν κατακόρυφα, μας οδηγούν ανάμεσα από εντυπωσιακούς σχηματισμούς σταλακτιτών και σταλαγμιτών στα έγκατα της γης. Η κάθοδος είναι συγκλονιστική και σύντομα φτάνουμε στην μεγαλύτερη αίθουσα, όπου βρίσκεται η «Αγία Τράπεζα». Ένας τεράστιος κωνικός σταλαγμίτης, όπου τελέστηκε το 1673 η λειτουργία των Χριστουγέννων από τον τότε Γάλλο πρεσβευτή της Κωνσταντινούπολης, παρουσία όλων σχεδόν των κατοίκων του νησιού. Στην αίθουσα αυτή, η οποία προσφέρει ένα μοναδικό θέαμα, υπάρχουν χαραγμένες πολλές και σημαντικές επιγραφές.
Μετά το Απάντημα, συναντούμε μικρές διαδοχικές αμμουδιές και τις πολύ όμορφες παραλίες Σώρος και Περαματάκι, που αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών.
Καβατζάροντας το νότιο ακρωτήρι Πεταλίδα, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, που είναι και η εντυπωσιακότερη. Τις ομαλές πεδινές ακτές της ανατολικής πλευράς, διαδέχονται απότομοι βράχοι που πέφτουν κατακόρυφα στη θάλασσα δημιουργώντας όμορφες σπηλιές και μικρές βοτσαλωτές ακτές.
Στον κόλπο του Δεσποτικού
Εδώ βρίσκεται και ο κλειστός κόλπος του Δεσποτικού, που θεωρείται ο «βασιλιάς» των καταφυγίων. Είναι ουσιαστικά ένας στενός δίαυλος που βρίσκεται ανάμεσα στις ανατολικές ακτές της νησίδας του Δεσποτικού και στις νότιες ακτές της Αντιπάρου. Η βορειοδυτική είσοδος του διαύλου κλείνει με τη μικρή νησίδα Τσιμιντήρι, σχηματίζοντας έτσι έναν μεγάλο κόλπο που είναι απόλυτα προφυλαγμένος από τους βοριάδες.
Στη νότια πλευρά της νησίδας Τσιμιντήρι βρίσκεται μια πολύ όμορφη μικρή αμμουδιά, ενώ δεξιά και αριστερά από τη νησίδα υπάρχουν δυο μικρά περάσματα. Από το δυτικό πέρασμα μπορούμε να περάσουμε άφοβα, στο ανατολικό όμως τα νερά είναι πολύ ρηχά και χρειάζεται προσοχή. Μπορούμε όμως να περάσουμε αν κρατιόμαστε κοντά στη νησίδα, όπου το βάθος είναι δυο μέτρα περίπου. Σε ολόκληρο τον κόλπο του Δεσποτικού, ο βυθός είναι αμμώδης και τα νερά πολύ ρηχά. Προστατευμένος απόλυτα από τα μελτέμια, αποτελεί έναν θαυμάσιο σταθμό ξεκούρασης στην πορεία μας για τις νοτιοανατολικές Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα. Πάντοτε άλλωστε αποτελούσε πέρασμα σκαφών, από την εποχή των πανάδικων εμπορικών που έβρισκαν απάγκιο εδώ όταν φόρτωνε ο καιρός. Έτσι και σήμερα, πολλά σκάφη αναψυχής μένουν αγκυροβολημένα αρόδου, περιμένοντας να πέσει ο καιρός για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Στην ανατολική πλευρά του κόλπου, στις ακτές δηλαδή της Αντιπάρου, βρίσκεται ο μικρός οικισμός του Αη Γιώργη, που αποτελείται κυρίως από εξοχικές κατοικίες. Επτά με οκτώ οικογένειες μένουν τον χειμώνα εδώ, ενώ στην ακτή υπάρχουν δυο ταβερνάκια και μια καφετέρια που γεμίζουν με κόσμο τη θερινή περίοδο. Δυο μικρά ντοκάκια βρίσκονται κοντά στα ταβερνάκια, μόνο όμως σκάφη χαμηλού βυθίσματος μπορούν να προσεγγίσουν.
Βγαίνοντας από το δυτικό πέρασμα της νησίδας Τσιμιντήρι, αφήναμε στην πρύμνη μας τον γαλήνιο κόλπο του Δεσποτικού, είχαμε όμως σκοπό να επιστρέψουμε το βράδυ για διανυκτέρευση. Συνεχίσαμε τον περίπλου μας στις δυτικές ακτές της Αντιπάρου αν και ο καιρός έξω από το Τσιμιντήρι ξεπερνούσε τα πέντε μποφόρ. Σε λιγότερο από δυο μίλια από τον κόλπο του Δεσποτικού, στη μέση περίπου της Αντιπάρου, βρίσκεται ο βαθύς κόλπος των Μοναστηριών. Με την είσοδό του να βλέπει στον γαρμπή, αποτελεί ένα πολύ ασφαλές απάγκιο στα μελτέμια. Στο μυχό του όρμου απλώνεται μια μεγάλη και συνήθως ερημική αμμουδιά, που είναι στολισμένη με πολλές καλαμιές. Τα νερά είναι ρηχά, ο βυθός όμως είναι γεμάτος με πέτρες και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που η παραλία είναι άδεια από κόσμο. Πάνω ακριβώς από τα Μοναστήρια, βρίσκεται ακόμα ένας όρμος, στον οποίο καταλήγει ένα βαθύ ρέμα. Στο μυχό του υπάρχει μια πολύ όμορφη ερημική αμμουδιά με καταπράσινα νερά. Από εδώ και πάνω, οι ακτές είναι βραχώδεις χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, με εξαίρεση τις παραλίες του Λιβαδιού και του Σιφνέικου οι οποίες όμως είναι εκτεθειμένες στα μελτέμια.
Φτάνοντας στη βόρεια πλευρά της Αντιπάρου, περάσαμε μέσα από τον στενό δίαυλο που σχηματίζεται νότια της νησίδας Διπλού, και εκτείνεται σε μήκος μισού μιλίου περίπου. Τα νερά εδώ είναι πολύ ρηχά και πολλοί κολυμβητές διασχίζουν τον δίαυλο περπατώντας. Το μεγαλύτερο βάθος δεν ξεπερνά το ένα μέτρο και βρίσκεται προς την πλευρά της Αντιπάρου, που αποτελεί
και το μοναδικό σημείο από όπου μπορούμε να περάσουμε.
Δέσαμε τελικά ξανά στο λιμανάκι και περιπλανηθήκαμε για αρκετές ώρες στα όμορφα στενά της Χώρας. Το απόγευμα, κατευθυνθήκαμε στον κόλπο του Δεσποτικού, που απέχει δέκα ναυτικά μίλια από το λιμάνι. Προσεγγίζοντας στο βορινό από τα δύο ντοκάκια του Αη Γιώργη, διακρίναμε κάποιον που μας έκανε νόημα να πλησιάσουμε, προσπαθώντας μάλιστα να ανοίξει χώρο ανάμεσα σε δυο βάρκες. Ήταν ο καπετάν Γιώργος, που εκείνη τη στιγμή άπλωνε τα δίχτυα του στο μόλο και τα παράτησε για να μας βοηθήσει να δέσουμε. Ευγενικός και πάντα χαμογελαστός, μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Καθήσαμε παρέα αρκετή ώρα κουβεντιάζοντας, και μάλιστα μας προσκάλεσε να σηκώσουμε μαζί τα δίχτυα που θα έριχνε το βράδυ. Δεν αρνηθήκαμε την πρόσκληση και το ραντεβού μας ανανεώθηκε για το χάραμα της επόμενης μέρας, εδώ στο ίδιο ντοκάκι όπου ήταν πλαγιοδετημένο το καίκι του.
Σηκωθήκαμε λοιπόν στις πέντε η ώρα το πρωί, και παρέα με τον καπετάνιο και τον Αχμέτ, τον 29χρονο Αιγύπτιο που εργαζόταν στο καΐκι, πίναμε το καικίσιο καφεδάκι μας, καθισμένοι ανάμεσα στις ντάνες από τα δίχτυα. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για μας, και δείχναμε φανερά ενθουσιασμένοι. Στις πέντε και τριάντα άρχισε να γουργουρίζει ο ισχυρός πετρελαιοκινητήρας, διαταράσσοντας την γαλήνη του Δεσποτικού. Πριν ο ήλιος σηκωθεί στον ορίζοντα, η ανέμη πήρε μπροστά και ανέβαζε τα δίχτυα στο καΐκι. Ο Αχμέτ τα τακτοποιούσε στη σειρά, σπάζοντας ταυτόχρονα με τις μπότες του, την τραγάνα και τους αχινούς που είχαν μπλεχτεί στο δίχτυ. Με σκυμμένο το κεφάλι, ντροπαλός και αμίλητος, έδειχνε αφοσιωμένος στη δουλειά του. Ο καπετάνιος ήταν στο τιμόνι και κρατούσε το καΐκι στην πορεία των διχτυών, χαμογελώντας ικανοποιημένος κάθε φορά που σκάλωνε και κάποιο καλό ψάρι. Αστακοί, ροφοί, σκορπίνες και όμορφα φαγκρόπουλα έρχονταν σιγά σιγά στο κατάστρωμα. Το μελτέμι άρχισε να φρεσκάρει και δυσκόλευε αρκετά το έργο του καπετάνιου. Μας έμεναν ακόμα τέσσερα δίχτυα και ο καιρός πεντάριζε κανονικά, ήμασταν όμως αρκετά προφυλαγμένοι από τη νησίδα Στρογγυλό. Σηκώνοντας και το τελευταίο δίχτυ, ικανοποιημένοι απόλυτα από την ψαριά μας, επιστρέψαμε στο καταφύγιό μας. Σε λίγη ώρα, τα ψάρια στόλιζαν τη βιτρίνα του «Πιπίνου», της μιας από τις δυό ταβέρνες του Αη Γιώργη. Αφού ευχαριστήσαμε τον καπετάν Γιώργο και τον Αχμέτ, τους χαιρετήσαμε και πηδήξαμε στο φουσκωτό βάζοντας πλώρη για τις νότιες ακτές του Δεσποτικού.
Στο Δεσποτικό
Το ακατοίκητο νησάκι είχαμε επιλέξει για να περάσουμε το τελευταίο βράδυ μας, πριν κλείσουμε την όμορφη αυτή περιπλάνησή μας στις Κυκλάδες. Στη νότια πλευρά του Δεσποτικού βρίσκονται δύο πολύ όμορφοι όρμοι οι οποίοι προστατεύονται πολύ καλά από τα μελτέμια. Ολόκληρη την ημέρα, την περάσαμε στην υπέροχη παραλία του Λιβαδιού, που βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου όρμου. Τα μαγευτικά νερά της καλοσχηματισμένης ακτής και η υγρή, γκρίζα ψιλή άμμος που απλώνεται για εκατό μέτρα περίπου προς τη στεριά, δημιουργούν ένα πολύ όμορφο σκηνικό.
Ετοιμάζαμε το φουσκωτό για την επιστροφή μας, και κάθε λίγο βουτούσαμε στα πεντακάθαρα νερά. Θέλαμε πολύ να διανυκτερεύσουμε εδώ, αλλά το σουέλ που έφερνε μέχρι την ακτή ο βοριάς, μας έκανε να αλλάξουμε τα σχέδιά μας. Μετακινηθήκαμε λίγο ανατολικότερα, όπου βρίσκεται ο δεύτερος πολύ όμορφος όρμος της νότιας πλευράς του Δεσποτικού. Δίχαλο τον αποκαλούν, λόγω του σχήματός του. Στο βάθος του μεγάλου όρμου, σχηματίζονται δυο πολύ μικρές και στενές βάλες, που απαγκιάζουν πλήρως ακόμα και όταν τα μελτέμια ξεπερνούν τα 7 μποφόρ. Στην ανατολική βάλα δεν υπάρχει παραλία, γι αυτό προτιμήσαμε τη δυτική, στο μυχό της οποίας σχηματίζεται μια όμορφη μικρή αμμουδιά. Ιδανικός τόπος για διανυκτέρευση, καλύτερος και από τον κόλπο του Δεσποτικού, αφού κοντά στην ακτή η θάλασσα παραμένει αρυτίδωτη ακόμα και όταν πνέουν οι σπιλιάδες, που αρχίζουν να «ξυρίζουν» μετά τα πρώτα πενήντα μέτρα από την αμμουδιά.
Για όσους ταξιδεύουν
- Η Αντίπαρος χωρίζεται με μια στενή λωρίδα θάλασσας από την Πάρο, το πιο στενό σημείο της οποίας βρίσκεται στο ύψος του λιμανιού και είναι λιγότερο από 600 μέτρα. Η περίμετρός της φτάνει τα 19 ναυτικά μίλια, με εντυπωσιακότερη τη νοτιοδυτική πλευρά της.
- Καλύτεροι όρμοι για διανυκτέρευση αποτελούν ο κόλπος του Δεσποτικού και ο όρμος Δίχαλο, που βρίσκεται στη νότια πλευρά της νησίδας του Δεσποτικού
- Ο ανεφοδιασμός γίνεται εύκολα αφού το φορτηγάκι του πρατηρίου μεταφέρει καύσιμα και στο λιμάνι αλλά και στον Αη Γιώργη, στην μεγάλη προβλήτα που βρίσκεται λίγο νοτιότερα από τον παραθαλάσσιο οικισμό.
Στην Αντίπαρο το μελτέμι μεταφράζεται σε γρέγο το πρωί, ενώ το μεσημέρι γυρίζει σε καθαρό βοριά. Αν πάει το απόγευμα στον μαΐστρο τότε καραντιάζει, αν όμως παραμείνει τραμουντάνα τότε πέφτει λίγο αλλά τον κρατάει φρέσκο. Πρέπει να γνωρίζουμε πως στο μπουγάζι Σίφνου – Στρογγυλού, τα ισχυρά ρεύματα επηρεάζουν πολύ τον κυματισμό. Από τα μισά του μπουγαζιού και προς τη Σίφνο, τα ρεύματα κινούνται με την ίδια κατεύθυνση με τα μελτέμια και ο κυματισμός είναι στρωτός. Αντίθετα, από τα μισά του μπουγαζιού και προς το Στρογγυλό, τα ρεύματα έχουν αντίθετη φορά με αυτή των μελτεμιών και δημιουργούν μεγαλύτερο κυματισμό και ανάκατη θάλασσα. Μην παραξενευτούμε λοιπόν, αν ξεκινήσουμε από τη Σίφνο για Δεσποτικό με έναν 5άρη και μετά τα μισά του μπουγαζιού συναντήσουμε 6άρη ή και 7άρη, με πολύ άναρχο μάλιστα κυματισμό που θα μας δυσκολέψει αφάνταστα.
Αν ανεβαίνουμε πάντως από την Αντίπαρο για Σούνιο ή Λαύριο, είναι σαφώς καλύτερα να μην βγάλουμε πορεία για Σέριφο ή Κύθνο, αλλά να προτιμήσουμε να περάσουμε στις νότιες ακτές της Σίφνου. Έτσι, θα έχουμε τον καιρό στην μπάντα και δευτερόπρυμα, ενώ τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα ταξιδεύοντας στις δυτικές ακτές της Σίφνου, της Σερίφου και της Κύθνου.
Η επιστροφή
Μας έμενε το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού μας, που ήταν και το δυσκολότερο. 200 ναυτικά μίλια ως τη Χαλκιδική, κατάορτσα με τα μελτέμια και ένα κάβο Ντόρο που καραδοκεί. Το ανέβασμα της επιστροφής, δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Μπορεί να μας πάρει μερικές ώρες, μπορεί όμως να χρειαστούν και κάποιες μέρες για να επιστρέψουμε στη βάση μας. Όσο καλά και να γνωρίζει κανείς τα δύσκολα σημεία και τους τοπικούς καιρούς, υπάρχουν περάσματα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Οι προγνώσεις λοιπόν για τις επόμενες δυο μέρες ήταν διφορούμενες. Άλλες μιλούσαν για 6άρια και τοπικά στο κάβο Ντόρο 7άρια και 8άρια, ενώ άλλες για βελτίωση του καιρού από την επομένη το απόγευμα. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για Σύρο και έπειτα ανάλογα με τον καιρό που θα συναντούσαμε θα καταστρώναμε και τα σχέδιά μας. Ήταν πέντε και τριάντα το πρωί, και ήδη είχαμε αφήσει στην πρύμνη μας το Δεσποτικό. 25 ναυτικά μίλια μας χώριζαν από τη Σύρο, ο καιρός όμως ήταν από το χάραμα φρεσκαρισμένος και εξάριζε κανονικά. Μας πήρε κοντά τρεις ώρες για να προσεγγίσουμε τη Σύρο και βέβαια είχαμε εισπράξει μια ισχυρή δόση μελτεμιών, που δεν μας επέτρεπε να συνεχίσουμε. Σε ολόκληρη τη δυτική πλευρά του νησιού έβαζε χοντρό καιρό και έτσι ανεβήκαμε μέχρι τα Γράμματα, που βρίσκονται στο βορειοδυτικό άκρο του. Εδώ έβρισκαν καταφύγιο και οι παλιοί ναυτικοί, οι οποίοι σκάλιζαν τα ονόματά τους και έγραφαν ευχές πάνω στα βράχια, πολλές από τις οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Μέσα στον όρμο των Γραμμάτων σχηματίζονται δυο παραλίες.
Προτιμήσαμε την ανατολική, όπου τα νερά είναι πολύ καλύτερα και η αμμουδιά είναι γεμάτη με μεγάλες αρμύρες. Περάσαμε αρκετές ώρες χαλαρώνοντας, περιμένοντας να πέσει ο καιρός. Κάτι που έγινε στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα. Βιράραμε και ξεμυτίσαμε από το βορειοδυτικό άκρο της Σύρου. Ο καιρός είχε πέσει αισθητά, η θάλασσα όμως εξακολουθούσε να είναι ανάκατη και δεν μας επέτρεπε να έχουμε μια στρωτή πλεύση.
Κατευθυνθήκαμε προς το Μπατσί της Άνδρου, από όπου μας χώριζαν 20 ναυτικά μίλια. Πλησιάζοντας όμως, μας υποδέχθηκαν οι τρομακτικές σπιλιάδες που έπνεαν δαιμονισμένα. Αντιδραστικά, η μανέτα καρφώθηκε μπροστά και άρχισε μια τρελή κούρσα κόντρα στις απίστευτες ριπές των σπιλιάδων. Κάθε φορά που βάζαμε τον καιρό στο πλάι, προκειμένου να ψηλώσουμε στο κάβο Ντόρο, το σπραίυ ήταν βασανιστικό και το μαστίγωμα ανελέητο.
Με τα κεφάλια χαμηλά, που τα σηκώναμε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα για να ρίχνουμε κοφτές ματιές στην πορεία μας, περιμέναμε υπομονετικά να πλησιάσουμε κοντά στις ακτές. Τελικά, μούσκεμα μέχρι το κόκαλο, φτάσαμε μέχρι το Γαύριο και από εκεί και πάνω κρατιόμασταν κολλημένοι στις ακτές, ώστε να προστατευόμαστε από τις σπιλιάδες.
Αποφασίσαμε να κάνουμε μια δοκιμαστική απόπειρα, μήπως και καταφέρουμε να διασχίσουμε το κάβο Ντόρο. Το στενό όμως, συνέχιζε να κρατά έναν 6άρη φρεσκαρισμένο, παρά το προχωρημένο της ώρας.
Χαράματα, οι ευχές μας μάλλον έπιασαν τόπο, και περνούσαμε με έναν 4άρη το κάβο Ντόρο, με τη σκέψη μας να τρέχει στους καιρούς που έχουμε αντιμετωπίσει στις Κυκλάδες τον Αύγουστο.
Είναι τέτοια η ένταση και η διάρκεια των μελτεμιών, που έχουμε φτάσει στο σημείο ακόμα και τα 6 μποφόρ να τα θεωρούμε «καλό» καιρό.
Πολύ λίγες είναι οι φορές που τα μελτέμια πέφτουν κάτω από τα 6 μποφόρ. Τα 7άρια και τα 8άρια είναι πολύ συχνά και το μόνο παρήγορο είναι οι κοντινές αποστάσεις μεταξύ των νησιών. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως τα πράγματα γίνονται πολύ εύκολα.
Όσο πιο μικρά είναι τα μπουγάζια ανάμεσα στα νησιά, τόσο πιο ορμητικά και χειμαρώδη γίνονται τα κύματα. Τα μελτέμια πνέουν τοπικά με δαιμονισμένη ένταση και έχουν μεταβλητές διευθύνσεις, ενώ ο συνδυασμός τους με τα αντιμάμαλα των κοντινών στεριών δημιουργεί αλλόκοτες και συχνά απροσπέλαστες θάλασσες.
Όποιος δεν έχει ταξιδέψει στις Κυκλάδες,
δεν μπορεί να νοιώσει τι σημαίνει «μελτέμι»,
δεν μπορεί να νοιώσει τη μανία των τρομακτικών σπιλιάδων.
Την αγωνία μην ξεσύρει η άγκυρα το βράδυ, καθώς οι ριπές του αέρα φτάνουν τους 50 κόμβους
και μας κρατούν ξάγρυπνους στα λιμάνια.
Το βουητό του αέρα γίνεται μόνιμος σύντροφός μας,
η αφρισμένη θάλασσα είναι καθημερινή εικόνα και εμείς περιμένουμε καρτερικά να πέσει ο καιρός.
Να γίνει δηλαδή 6άρης, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας με το πρώτο χάραμα, πριν προλάβει να φρεσκάρει.
Γιατί ο 6άρης είναι «μπουνάτσα» για τις Κυκλάδες...
...keep Ribbing!