Κάσος – Κάρπαθος - Καστελόριζο
Κάσος – Κάρπαθος - Καστελόριζο
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Το βράδυ όλοι πήγαν να κοιμηθούν νωρίς στα δωμάτιά τους. Ο πρώτος κύκλος του ταξιδιού τελείωσε. Αύριο το πρωί ξεκινούσε πλέον το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Δεν μ’ έπιανε ύπνος εκείνο το βράδυ. Στο μυαλό μου γυρνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Κατέβηκα στο φουσκωτό, χώθηκα κάτω από την πλωριά τέντα και άπλωσα τον ναυτικό χάρτη του Αιγαίου.

Είχαμε να διανύσουμε 450 νμ στις επόμενες τρεις μέρες. Ο προγραμματισμένος χρόνος που θα διαρκούσε η επιστροφή μας ήταν έξι μέρες, ώστε να έχουμε την ευχέρεια «αργοπορείας» σε περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών. Ήταν όμως τόσο όμορφα τα περισσότερα μέρη που επισκεφθήκαμε, που μας παρέσυραν και καταχραστήκαμε όσες μέρες μπορούσαμε από το πλάνο της επιστροφής. Έτσι μας έμεναν τώρα μόνο τρεις μέρες, για 450 ολόκληρα μίλια. Έπρεπε σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα να διασχίσουμε το Αιγαίο απ’ άκρο σ’ άκρο και μάλιστα στο ανέβασμά του. Η πορεία μας περνούσε μέσα από την πορεία των μελτεμιών, με αντίθετη κατεύθυνση όμως.
Έσπασα λοιπόν την πορεία της επιστροφής σε τρία ξεχωριστά κομμάτια, 150 περίπου ναυτικών μιλίων το καθένα. Κάθε κομμάτι και ένα μεγάλο ταξίδι. Χάραξα τις ευνοικότερες πορείες, σημείωσα τόπους ξεκούρασης και ανεφοδιασμών και επέλεξα σημεία διανυκτέρευσης. Όλα αυτά βέβαια, θα εξαρτιόταν από τις διαθέσεις του καιρού, αλλά και από τις δικές μας αντοχές.
Χάραξε η επόμενη μέρα. Στόχος του σημερινού ταξιδιού μας ήταν να φτάσουμε στην Αγ. Μαρίνα, που βρίσκεται στα μέσα περίπου της ανατολικής πλευράς της Λέρου. 158 ναυτικά μίλια δρόμος.
Τεντώθηκα για λίγο και πήρα μια βαθιά ανάσα, λαμβάνοντας μια τελευταία μυρωδιά από το γλυκύτατο λιμάνι του Καστελόριζου. Έριξα ένα φιλικό χτύπημα στον πρυμνιό πλωτήρα του φουσκωτού, σαν να έδινα ένα «ζεστό» χτύπημα στην πλάτη. Το χέρι μου γύρισε μηχανικά το κλειδί της μίζας, ακούγοντας τον κινητήρα να γουργουρίζει στο ρελαντί, σαν να μου ψιθύριζε πως όλα είναι εντάξει. Ήξερα πως θα ζοριστούμε και οι δυο στο μακρινό μας ανέβασμα. Θα δοκιμάσω ξανά τη δική του καρδιά να χτυπά με σιγουριά ενώ θα με προγκάρει για άλλη μια φορά, για να δει μέχρι που θα φτάσουν τα όρια της δικής μου καρδιάς. Το πιστό μας φουσκωτό, θα ακολουθήσει υπομονετικά το κοινό πάθος μας, ανοίγοντας τον δρόμο μέσα από τα κύματα ανάλογα με τις προσταγές μας.

Βγήκαμε από το λιμάνι και μπήκαμε σε πορεία 282 μοιρών, με προορισμό τη Σύμη, στα 88 νμ. Το βοριαδάκι που φυσούσε εκείνο το πρωινό, δεν ήταν ικανό να επηρεάσει την πλεύση μας. Ταξιδεύαμε με σταθερή ταχύτητα 25 κόμβων. Ήμασταν αρκετά ανήσυχοι όμως, γιατί παρ’ ότι ο ήλιος ήταν ακόμη χαμηλά, η θάλασσα έδειχνε μια ασυνήθιστη όψη ενώ ο άνεμος ανέβαζε σιγά σιγά την έντασή του. Τελικά, κάπου στα μέσα της διαδρομής μάς βρήκε ένας φρέσκος 5άρης, που άρχισε πλέον να σηκώνει μεγάλα κύματα. Τα πράγματα χειροτέρεψαν αρκετά, όταν οι κορφές των κυμάτων άρχισαν να σπάνε. Αναγκαστήκαμε τότε, τα πιο μεγάλα κύματα να τα παίρνουμε στο πλάι, με αποτέλεσμα να αποκλίνουμε περισσότερο από την πορεία μας, προσπαθώντας να διατηρούμε σταθερή την ταχύτητά μας. Τα μίλια που είχαμε τώρα να διανύσουμε γίνονταν περισσότερα, εφόσον τιμονεύαμε τη μια πιότερο δυτικά και την άλλη πιότερο ανατολικά. Κι όταν κουραζόμασταν από τις συνεχείς αποκλίσεις, κόβαμε για λίγο και ταξιδεύαμε κατάορτσα στην κανονική μας πορεία. Μπαίνοντας στο στενό της Ρόδου, η δύναμη του κύματος αυξήθηκε αισθητά, το μήκος του περιορίστηκε, χωρίς ευτυχώς να συνοδευτεί με ανάλογη αύξηση του ύψους του. Έχοντας λίγα μίλια ακόμα ως το λιμάνι της Σύμης, αυξήσαμε τις στροφές του κινητήρα, γονατίσαμε την πλώρη κατεβάζοντας το ποδαρικό και ταξιδεύαμε κατάπλωρα στον καιρό. Τα φουσκωτά ανταποκρίνονταν περίφημα στη γρήγορη πορεία μας, σε κάποια άναρχα όμως κύματα που συναντούσαμε κάθε τόσο, τα κοπανήματα ήταν πολύ έντονα.
Με αισθητή την κόπωση, κατευθυνθήκαμε απευθείας για ένα τονωτικό καφεδάκι στην πανέμορφη Σύμη και αφήσαμε τον ανεφοδιασμό για αργότερα. Η θαλπωρή του λιμανιού και τα γραφικά σπιτάκια, σκαρφαλωμένα αμφιθεατρικά στους γύρω λόφους, μας έκαναν να ξεχάσουμε γρήγορα την κούρασή μας.
Ανεφοδιασμός απευθείας στον ντόκο!!! Όση ώρα γεμίζαμε με καύσιμα, ονειροπολούσαμε πως κάποια στιγμή, στα λιμάνια όλων των νησιών θα υπάρχει και ένα πρατήριο καυσίμων πάνω στην προβλήτα. Κάτι, που εδώ και πολλά χρόνια, είναι ευνόητο και σύνηθες για όλα τα μέρη της Μεσογείου, δεν εφαρμόζεται όμως στη χώρα μας.

Ο καιρός συνέχιζε να είναι φορτωμένος και μας ανάγκασε να προσεγγίσουμε πολύ κοντά στην τουρκική χερσόνησο, που μας προστάτευε από τον δυνατό κυματισμό. Είχε πάει τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι, όταν καβαντζάραμε πολύ κοντά από το ακρωτήρι Devebounu. Ψηλά στον απόκρημνο βράχο, πάνω στο σπιτάκι του φάρου, είναι επιβλητικά ζωγραφισμένη μια μεγάλη τούρκικη σημαία.
Η θάλασσα σ’ αυτό το σημείο, κυριολεκτικά ήταν αταξίδευτη. Κι όμως ο καιρός δεν ξεπερνούσε τα 5 μπωφόρ. Τα κύματα είχαν μεγάλη δύναμη και οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν τόσο μικρές, που δεν μας άφηναν κανένα περιθώριο στρωτής πλεύσης. Ακόμα και το ορτσάρισμα με ελάχιστη ταχύτητα ήταν ό,τι χειρότερο. Μας πήγαινε όπου ήθελε η θάλασσα, ενώ το βρέξιμο και τα χτυπήματα ήταν ανελέητα. Η μόνη λύση ήταν όσο το δυνατόν πιο ανοιχτές πλαγιοδρομίες.
Τελικά, με την πλώρη μας να βλέπει πότε την Κω και πότε την Τουρκία, καταφέραμε να καλύψουμε τα 10 νμ έως τον Αγ. Φωκά, το ανατολικότερο άκρο του νησιού. 10 νμ όμως, που φάνταζαν ατελείωτα.
Ευτυχώς, μόλις ξεμυτίσαμε από τον χαμηλό λόφο του Αγ. Φωκά, με την γαλανόλευκη να μας υποδέχεται πλάι στο στρατιωτικό φυλάκιο που βρίσκεται εκεί, η θάλασσα κόπασε ως δια μαγείας. Εξουθενωμένοι όπως ήμασταν, πλέαμε κοντά στις ακτές της Κω, περνώντας πλάι από το λιμάνι που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Ανοιχτήκαμε για λίγα μίλια, όταν βουβά κύματα άρχισαν να έρχονται προς τα πάνω μας, χωρίς όμως να μας δημιουργούν προβλήματα. Περάσαμε νότια από τη νησίδα Καλόλιμνο, και σε λίγη ώρα είμασταν δεμένοι στο λιμανάκι της Αγ. Μαρίνας στη Λέρο, όπου είχαμε σκοπό να ανεφοδιαστούμε και να διανυκτερεύσουμε.

Από το Φαρμακονήσι στο Αγαθονήσι

Όσο περιμέναμε το φορτηγάκι με τα καύσιμα, ενημερωθήκαμε για τον καιρό της επόμενης μέρας. Τα δελτία έδιναν 7άρια και 8άρια. Η απογοήτευση ήταν φανερά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας. Η απόφαση πάρθηκε ακαριαία, καθώς πλησίαζε η νύχτα. Έπρεπε να ανέβουμε όσο μπορούσαμε προς τα πάνω, ώστε να κερδίσουμε μερικά μίλια ακόμα. Λύσαμε γρήγορα γρήγορα και αψηφώντας την απίστευτη κούρασή μας, βάλαμε πλώρη για το Φαρμακονήσι που βρίσκεται 15νμ βορειοανατολικά από την Αγ. Μαρίνα. Είχαμε σκοπό να διανυκτερεύσουμε εκεί και νωρίς το πρωί, πριν προλάβει να φρεσκάρει ο καιρός να φτάναμε στη Σάμο. Ταξιδεύοντας με 32 κόμβους καλύψαμε γρήγορα την απόσταση και μπαίναμε στον όρμο που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της νησίδας.

Εκεί βέβαια μας περίμενε μια άλλη έκπληξη. Ενώ φουντάραμε κανονικά, πέντε φαντάροι οπλισμένοι σαν αστακοί, πετάχτηκαν ξαφνικά μέσα από τους θάμνους και άρχιζαν να φωνάζουν δυνατά. Αφού κατάλαβαν πως ήμασταν Έλληνες, ηρέμησαν λίγο, αλλά μας προέτρεψαν να εγκαταλείψουμε το νησί. Τους εξηγήσαμε πως θα μέναμε μόνο για διανυκτέρευση και πως καθώς νύχτωνε δεν μπορούσαμε να πάμε κάπου αλλού. Μίλησαν, μέσω των ασυρμάτων τους, με τον προϊστάμενό τους που βρισκόταν στο φυλάκιο ψηλά στο λόφο, και του εξήγησαν τι συμβαίνει. Η απάντηση όμως ήταν και πάλι αρνητική. Μάταια προσπαθήσαμε να τους μεταπείσουμε. Έτσι, αναγκαστήκαμε να σηκώσουμε άγκυρες και να κινηθούμε προς το Αγαθονήσι, 12νμ βορειότερα. Μας έπιασε η νύχτα για τα καλά, όταν μπαίναμε στο ασφαλές λιμανάκι, στη νότια πλευρά του νησιού. Πλαγιοδετήσαμε στη φαρδιά προβλήτα και χωρίς να χάσουμε ούτε στιγμή, με τα βλέφαρα να είναι αδύνατο πια να κρατηθούν άλλο ανοιχτά, πέσαμε όπως όπως για ύπνο.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία, ξυπνήσαμε 7 η ώρα το πρωί. Κοιμηθήκαμε για εννέα ολόκληρες ώρες, δίχως να κουνηθούμε από τη θέση μας, κι όμως για κανέναν μας δεν ήταν αρκετές. Παρά την ανείπωτη κούραση, η διάθεσή μας ήταν στα ύψη. Μοιάζαμε σαν να χρειαζόμασταν αυτήν την εκτόνωση. Μας άρεσε αυτή η συνεχής επαφή με τη θάλασσα που σου προσφέρει το μεγάλο ταξίδι, με όλες τις δυσκολίες του. Η απόλυτη ελευθερία κρύβεται κάπου εκεί, στο απέραντο γαλάζιο. Κι είναι ευτυχής όποιος την ανακαλύψει. Η μυρωδιά της θάλασσας, η μυρωδιά της αλμύρας στο πετσί μας, ακόμα κι αυτά τα μουσκεμένα μας τα ρούχα, μάς αναζωογονούσαν βαθιά.

Ήταν πολύ νωρίς και το μοναδικό μαγαζάκι που υπήρχε τότε στο λιμάνι δεν είχε ανοίξει ακόμα. Τα απλωμένα δίχτυα στόλιζαν την έρημη προβλήτα. Βγήκαμε για λίγο έξω με τους καφέδες στο χέρι και περπατήσαμε ως την άλλη άκρη του μικρού όρμου. Κάποια σπιτάκια εδώ κι εκεί, τρία ιστιοφόρα αγκυροβολημένα αρόδου και μια μικρή παραλία στο μυχό του λιμανιού που φιλοξενεί τους λιγοστούς επισκέπτες του ξεχασμένου αυτού τόπου. Ακόμα και το όνομά του στους ναυτικούς χάρτες έχουν ξεχάσει να αλλάξουν. Νήσος Γάιδαρος αναφέρεται, όπως ήταν πολύ παλιότερα το όνομά του.

Αντιμέτωποι με ένα 7άρι Ικαριώτικο

Δεν αργήσαμε να λύσουμε, βάζοντας πλώρη για το Πυθαγόρειο στα νοτιοανατολικά της Σάμου. Με τον καιρό αρκετά φορτωμένο, καλύψαμε τα 16νμ που μας χώριζαν και δέσαμε στο μεγάλο λιμάνι, πλάι σ’ ένα ιστιοφόρο. Βγήκαμε για να ψωνίσουμε κάποια απαραίτητα πράγματα και αφού ανεφοδιαστήκαμε σε καύσιμα, ξεκινήσαμε για το Βαθύ, που είναι το κυρίως λιμάνι του νησιού και βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Σάμου. Περάσαμε μέσα απ’ τον επταστάδιο πορθμό, όπως λέγεται ο στενός δίαυλος που χωρίζει τη Σάμο από τα τουρκικά παράλια, και μετά από 10νμ καβαντζάραμε το ακρωτήριο Πράσο, το βορειοανατολικότερο άκρο του νησιού. Βρισκόμασταν τώρα στην βορινή πλευρά του νησιού. Τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου καλά, καθώς επιβεβαιωνόταν οι προβλέψεις των μετεωρολογικών δελτίων. Στα επόμενα 9 νμ έως το Βαθύ, τα μεγάλα κύματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Με αρκετή δυσκολία μπήκαμε στον μεγάλο όρμο, που η είσοδός του βλέπει στον μαίστρο και δέσαμε στο λιμάνι που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του. Κατευθυνθήκαμε αμέσως στο λιμεναρχείο για να πάρουμε από πρώτο χέρι την πρόγνωση του καιρού. Για τις επόμενες τέσσερις μέρες τα δελτία συνέχιζαν να δίνουν 7άρια και 8άρια για το Ικάριο. Απογοητευμένοι και έντονα προβληματισμένοι, κουβεντιάζαμε σε κάποια καφετέρια του λιμανιού. Κανένας μας δεν είχε το περιθώριο να παραμείνει για τόσες μέρες στη Σάμο, περιμένοντας τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών, η οποία μάλιστα δεν γνωρίζαμε πότε θα αρχίσει.

Από τη μια λοιπόν, έπρεπε να επιστρέψουμε αλλά από την άλλη δεν έπρεπε να αποπλεύσουμε. Γνωρίζαμε πολύ καλά τι σημαίνει Ικαριώτικο 7άρι! Για 8άρι δεν θέλαμε καν να το σκεφτόμαστε. Όσο κι αν κουβεντιάζαμε δεν βρήσκαμε κάποια λύση. Ήμασταν αναγκασμένοι να το επιχειρήσουμε.
Ήταν η πρώτη φορά που θα ξεκινούσαμε με τέτοιον καιρό και μάλιστα κατάορτσα. Το μόνο θετικό ήταν πως ήμασταν δυο φουσκωτά κι αυτό μας έδινε περισσότερο κουράγιο. Τα κύματα άρχισαν να μπαίνουν ορμητικά στο λιμάνι. Έσκαγαν με δύναμη στο κρηπίδωμα και πλημμύριζαν την προβλήτα. Ένα μεγάλο τούρκικο καράβι που ήταν δεμένο εκεί, ξεκίνησε για απέναντι. Ήταν ακόμα μέσα στον όρμο και τα σκαμπανεβάσματα της πλώρης του ήταν πολύ έντονα.
Λες και μας είχαν υπνωτίσει οι σκέψεις μας και σχεδόν μηχανικά ετοιμαζόμασταν να βγούμε στον καιρό. Σιγουράραμε τις βοηθητικές μηχανές και τακτοποιήσαμε όλα τα πράγματα μέσα στα ταμπούκια, ώστε να μην υπάρχει τίποτα πάνω στην κουβέρτα. Βάλαμε ότι πιο ζεστά ρούχα είχαμε και φορέσαμε τις νιτσεράδες μας. Είχαμε σκοπό να φτάσουμε στο λιμανάκι του Εμπορειού, στη νότια Χίο.

Η πορεία μας ήταν βορειοδυτική και έπρεπε να διανύσουμε 51νμ. Βγαίνοντας από τον όρμο, τα κύματα θέριεψαν μπροστά μας. Είμασταν αποφασισμένοι όμως και ο φόβος δεν χωρούσε πια μέσα μας. Δοκιμάζαμε διάφορες πορείες, προσπαθώντας να κρατάμε τα σκάφη πλαναρισμένα. Ήταν μια από τις χειρότερες θάλασσες που είχαμε ποτέ συναντήσει. Πέσαμε αρκετές φορές σε κακοκαιρία και κατά κάποιο τρόπο τη συνηθίζαμε. Αυτό όμως που ζούσαμε τώρα ήταν πραγματικά χαλασμός. Το νοιώθαμε από την ένταση των κυμάτων, το τεράστιο ύψος τους, τα μπουγέλα, τα τραντάγματα, το εκκωφαντικό ουρλιαχτό του ανέμου. Ήταν τέτοιος ο χαλασμός, που φωνάζαμε πολύ δυνατά για να ακουγόμαστε μεταξύ μας. Προσηλωμένοι στο τιμόνεμα του σκάφους, δεν μπορούσαμε να πάρουμε στιγμή τα μάτια μας από την πλώρη. Ούτε τα όργανα του κινητήρα δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε. Μόνο από τον ήχο του, υπολογίζαμε τις στροφές του και την ταχύτητά μας. Οι απότομες κινήσεις της μανέτας και του τιμονιού, ήταν απόλυτα συντονισμένες μεταξύ τους, ενώ με την προσοχή μας στραμμένη μπροστά, προσπαθούσαμε να ζυγίσουμε το κάθε κύμα. Κατεβάζοντας απότομα την μανέτα μόλις νοιώθαμε πως η κορφή του κύματος ήταν στο τελευταίο τμήμα της γάστρας, εμποδίζαμε το ξενέρισμα της προπέλας και την απογείωση του σκάφους. Όταν ολόκληρη η γάστρα ξαναέβρισκε την επαφή της με το νερό, η μανέτα σπρωχνόταν και πάλι μπροστά, ώστε εκμεταλλευόμενοι την ώση της προπέλας αποκτούσαμε ,πρόσκαιρα βέβαια, σταθερή πλεύση μέχρι την επόμενη κορφή, για να ξανακόψουμε απότομα και να επαναλάβουμε την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά. Άλλοτε πάλι με κοφτές δεξιοτιμονιές, προσπαθούσαμε να κρατάμε την ίσαλο κάθετη στο επερχόμενο κύμα, , μόλις το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν στον αέρα, υπερνικώντας έτσι την τάση της να πέφτει με τα αριστερά πλευρικά της. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρναμε τις περισσότερες φορές να πέφτει η ακμή της ισάλου κάθετα στο επόμενο κύμα, πετυχαίνοντας μαλακές και ανώδυνες αποσβέσεις. Σε τέτοιες πλεύσεις, πρέπει να γίνεσαι ‘’ένα’’ με τη γάστρα και να νοιώθεις κάθε στιγμή την ακριβή θέση της στο νερό. Οι κινήσεις του τιμονιού και της μανέτας πρέπει να είναι απόλυτα συνδυασμένες και συντονισμένες με την εξέλιξη των επερχόμενων κυμάτων.
Όλα αυτά όμως γίνονται τόσο γρήγορα, ιδιαίτερα όταν επιδιώκουμε γρήγορες ταχύτητες που σύντομα μας κουράζουν.
Κάποια στιγμή, οι ριπές του ανέμου έγιναν πολύ δυνατές και τα κύματα ορθώνονταν μπροστά μας σαν απροσπέλαστα τείχη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε πάρα πολύ και οι τέντες, βαριές από το πολύ νερό, άρχισαν να χαλαρώνουν και να φεύγουν από τη θέση τους. Η θάλασσα έμπαινε ζωντανή μέσα στο φουσκωτό, ενώ γονατιστοί προσπαθούσαμε να τις ξαναφερμάρουμε. Το τιμόνεμα του σκάφους έγινε αδύνατο και αναγκαστήκαμε να παίρνουμε τα κύματα στο πλάι, φεύγοντας πολύ από την πορεία μας. Κάποιες φορές μάλιστα, στρέφαμε την πλώρη νότια για να ξεκουραστούμε λιγάκι και έπειτα προσπαθούσαμε ξανά να κρατιόμαστε κοντά στην πορεία μας. Είχαμε φτάσει μόλις στα μισά της διαδρομής και πονούσε ήδη όλο μας το σώμα. Τα τραντάγματα ήταν επώδυνα καθώς τα κύματα είχαν τρομακτική ορμή. Έμοιαζαν με αφηνιασμένα θεριά που παρέσερναν τα πάντα στο διάβα τους. Κάθε μίλι που κερδίζαμε, φάνταζε ατέλειωτο. Είναι από τις φορές που εύχεσαι όσο τίποτε άλλο να πατήσεις στη στεριά.

Στη Χίο και την Αιγνούσα

Μας πήρε πέντε ολόκληρες ώρες για να διανύσουμε τα 51 μίλια. Τελικά καταφέραμε και μπήκαμε στο ασφαλές λιμανάκι του Εμπορειού, που έμοιαζε σαν το ομορφότερο μέρος του κόσμου. Δέσαμε στο μικρό ντοκάκι και πέσαμε εξαντλημένοι πάνω στα αμπαλαρισμένα δίχτυα που βρίσκονταν εκεί. Δεν θυμάμαι για πόση ώρα ήμασταν ασάλευτοι κάτω από τον δυνατό ήλιο που προσπαθούσε να μας ζεστάνει. Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε και πήγαμε στο διπλανό ταβερνάκι. Η πείνα μας ήταν ανείπωτη.
Είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να κερδίσουμε κάποια μίλια ακόμα πριν σκοτεινιάσει. Σφίξαμε τα δόντια και κατευθυνόμασταν προς τα πάνω, πλέοντας κοντά στις ανατολικές ακτές της Χίου. Δεν προλάβαμε όμως να διανύσουμε 10νμ και άρχισε να νυχτώνει. Τρυπώσαμε στο αλιευτικό καταφύγιο του Αη Γιάννη, και απελπισμένοι διαπιστώσαμε πως δεν υπήρχε θέση για να δέσουμε. Για καλή μας τύχη όμως, κάποιος ντόπιος ψαράς κατανοώντας τη δύσκολη θέση μας, βλέποντάς μας άσπρους από το αλάτι, προσφέρθηκε να τραβήξει τη βάρκα του για να χωρέσουμε. Μας βοήθησε να δέσουμε και μας προσκάλεσε στο γεύμα που ετοίμαζε λίγο πιο πέρα με φρέσκα καλαμαράκια. Πρώτα όμως, φρόντισε να πάει με το αυτοκίνητό του στο πλησιέστερο βενζινάδικο για να μας φέρει καύσιμα. Σε λίγη ώρα μαζεύτηκαν γύρω μας αρκετοί ψαράδες και όλοι μαζί, σαν να γνωριζόμασταν από παλιά, γίναμε μια πολύ όμορφη παρέα. Η απλόχερη αυτή φιλοξενία που δεχτήκαμε ήταν κάτι που δεν συναντάς εύκολα. Το ομορφότερο δώρο για μας ήταν η ζεστασιά που νοιώσαμε από αυτούς τους καταπληκτικούς ανθρώπους.

Την επόμενη μέρα, αποχαιρετήσαμε τους νέους μας φίλους και βάλαμε πλώρη για τις Οινούσσες, στα 16νμ. Είναι σύμπλεγμα νησιών που βρίσκεται βορειοανατολικά της Χίου, από την οποία χωρίζεται με στενό δίαυλο πλάτους ενός ναυτικού μιλίου. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά είναι η Οινούσσα ή αλλιώς Αιγνούσα για τους Χιώτες, νησί με σπουδαία ναυτική παράδοση. Το λιμάνι βρίσκεται στη νότια πλευρά και προστατεύεται από τους νοτιάδες από τρία μικρά νησάκια, που χωρίζονται μεταξύ τους από στενούς αβαθείς διαύλους. Η μόνη ασφαλής είσοδος στο λιμάνι βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της νησίδας Μανδράκι, στο άκρο της οποίας μας υποδέχεται η γοργόνα, καθισμένη πάνω στον μικρό βράχο. Οι λιγοστοί κάτοικοι, ζουν στον μικρό οικισμό του λιμανιού, με τα επιβλητικά αλλά λιτά καπετανόσπιτα και τα ασπρισμένα σπιτάκια που ανηφορίζουν μέχρι την κορυφή του λόφου. Τούτος εδώ ο τόπος έχει μιαν αλλιώτικη, ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Η πρώτη επαφή και η απόλυτη ησυχία που κυριαρχεί, σου δίνει την εντύπωση ενός έρημου χωριού ή καλύτερα,μιας κλειστής κοινωνίας. Χωρίς τα «συνηθισμένα» ταβερνάκια ή τις καφετέριες στη σειρά, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα νησάκια, η Αιγνούσα επιμένει να διατηρεί το δικό της χρώμα και τους δικούς της καθημερινούς ρυθμούς, ακόμα και την εποχή της αυξημένης τουριστικής περιόδου. Η αδιαφορία των ντόπιων για την τουριστική εξέλιξη του νησιού είναι έκδηλη και οφείλεται στη διάθεσή τους να διατηρήσουν τον τόπο τους γνήσιο και ανόθευτο, προφυλάσσοντάς τον από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, που στον βωμό της τουριστικής κίνησης εξομοιώνει τα πάντα και αλλοιώνει την ταυτότητα ενός τόπου, επισκιάζοντας πολλές φορές και την ίδια του την ιστορία.

Στην ανατολική πλευρά της Αιγνούσας συναντούμε πολλές νησίδες με έντονα δαντελωτές ακτές, που σχηματίζουν όμορφες παραλίες και ασφαλή αγκυροβόλια.
Περάσαμε μέσα από το στενό πέρασμα, που χωρίζει την Αιγνούσα από τη νησίδα Πασάς, και βγαίναμε δειλά δειλά για να διαπιστώσουμε τις διαθέσεις του καιρού. Προς μεγάλης μας έκπληξης, η θάλασσα δεν ξεπερνούσε σε ένταση τα 4 μποφόρ, γεγονός που μας γέμισε αισιοδοξία για την υπόλοιπη διαδρομή μας. Σε λιγότερο από δυο ώρες, περνούσαμε κοντά από την αγαπημένη μας Ερεσσό, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Λέσβου. Κάναμε μια μικρή στάση στο Σίγρι και βάλαμε πλώρη για την Πέτρα, όπου ανεφοδιαστήκαμε στο μικρό λιμανάκι που βρίσκεται βόρεια του οικισμού. Το μεσημεράκι μας βρήκε στο γραφικό Μόλυβο, λίγα μίλια βορειότερα, με το φουσκωτό στριμωγμένο ανάμεσα στις πολύχρωμες βάρκες του μικρού λιμανιού. Θέλαμε πολύ να διανυκτερεύσουμε στην μαγευτική αυτή γειτονιά του Αιγαίου, αλλά δεν μας έπαιρνε ο χρόνος. Η απόσταση στον χάρτη, μέχρι τη βάση μας στη Χαλκιδική φαινόταν πια πολύ κοντά. Ωστόσο, ήταν ακόμη ένα μεγάλο ταξίδι 130 ναυτικών μιλίων, που φάνταζε ακόμα μεγαλύτερο για τις ήδη αξαντλημένες μας δυνάμεις.
Έχοντας όμως σύμμαχο τον καιρό, καταφέραμε να φτάσουμε νωρίς το απόγευμα στον όρμο, όπου πριν από ένα μήνα ξεκινούσαμε γεμάτοι με όνειρα για να ... αγκαλιάσουμε το Αιγαίο!
Ευτυχισμένοι πια, με τα όνειρα να γίνονται τώρα γλυκές αναμνήσεις που θα μας ζεσταίνουν την καρδιά και θα μας ταξιδεύουν για πάντα...

The return

The next morning, the long journey of our return was about to begin. There were a thousand thoughts on my mind. I went down in the inflatable, stuck under the tent of the bow and spread my nautical map of the Aegean Sea. We had to cover 450NM in the following three days. The next day arrived. The goal of our journey for that day was to reach St. Marina, which is in about the middle of the east side of Leros island,route of 158NM. I stretched for a while and I took a last breath getting a last smell from the sweetest port of Kasteloriso. I gave a friendly pat on the after float of the inflatable as if I was giving a ‘warm’ pat on the back. My hand turned on the ignition key mechanically, listening to the engine idling as if it was whispering that everything was alright. I knew that both of us would struggle in the long ascent. Our loyal inflatable would patiently follow our mutual passion by opening the way through the waves accordingly.
The norther that was blowing that morning was not capable of affecting our sailing. We were travelling with a steady speed of 25 knots.

We were in a high mood. We looked as if we needed this outlet. We liked this constant contact with the sea which the long voyage offers to you with all its difficulties. Absolute freedom is somewhere there, in the infinite blue. And, whoever discovers it, is happy. The smell of the sea, the smell of the salt on our skin, even our soaking wet clothes were deeply invigorating.
We are happy now with our dreams having become sweet memories which will warm our heart and travel us forever.

...keep Ribbing!

Η επιστροφή
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα