Filled with the unexpected wonderful pictures Tropea has offered to us, we were preparing to sail for another mythic sea, the "sea of sirens". We filled our tank with fuels in Tropea’s marina and our bow was targeting at the end of the southern peninsula of the Bay of Naples.
Η πυξίδα μας έδειχνε 325° και η απόσταση που είχαμε να διανύσουμε ήταν 134 ναυτικά μίλια. Ένα 3αράκι μάς έβρισκε στην αριστερή μας μάσκα και αισθανόμασταν πολύ τυχεροί, μιας και αυτό το κομμάτι που είχαμε να διανύσουμε δεν ήταν από τα ευκολότερα. Ακόμα και με ανέμους 5 μποφόρ θα είχαμε αρκετή δυσκολία, αφού σε αυτή την περιοχή οι αέρηδες έρχονται από βορειοδυτικά και έτσι θα βγάζαμε όλη τη διαδρομή έχοντας τον καιρό στην αριστερή μας μάσκα ή κατάπλωρα.
Ταξιδεύαμε λοιπόν ξεκούραστα με 26 κόμβους, με τον κινητήρα να δουλεύει στις 4250 στροφές, ενώ η κατανάλωσή μας δεν ξεπερνούσε τα 42 λίτρα την ώρα. Το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να απολαμβάνουμε την όμορφη πλεύση μας.
Αν και ποτέ δεν οδηγώ καθιστός, το Shearwater με προδιέθετε για κάτι τέτοιο. Κάθισα λοιπόν στη θέση του οδηγού και άρχισα να ελέγχω τα πάντα γύρω μου. Η πρώτη αίσθηση που αποκόμισα ήταν πως είχα μια άριστη οπτική τόσο προς τη θάλασσα όσο και προς το ταμπλό των οργάνων, η κλίση του οποίου είναι τέτοια ώστε όλες οι ενδείξεις είναι αναγνώσιμες χωρίς να χρειάζεται να ανασηκώνεσαι κάθε τόσο. Η ορατότητα στην ένδειξη της πυξίδας, στο στροφόμετρο και στο ταχύμετρο ήταν άμεση. Από την άλλη, η πρόσοψη της χαμηλής καμπίνας και το έξυπνα σχεδιασμένο παρμπρίζ έφραζαν απόλυτα τη ροή του αέρα, με αποτέλεσμα να συζητάμε μεταξύ μας χαμηλόφωνα χωρίς να είναι ανάγκη να φωνάζουμε για να ακουστούμε. Έτσι, οι ώρες μας κυλούσαν όμορφα, καταστρώνοντας τα επόμενα σχέδιά μας.
Πλησιάζαμε σε δύο από τους διασημότερους ταξιδιωτικούς προορισμούς της Μεσογείου αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Στην ξακουστή Costiera Amalfitana, που βρίσκεται στη νότια πλευρά της χερσονήσου του Sorrento και στο κοσμοπολίτικο νησί Capri, που βρίσκεται λίγα μίλια δυτικότερα.
Η ανυπομονησία μας δεν περιγραφόταν, όταν λίγο πριν τη δύση του ήλιου, αριστερά από την πλώρη μας, φαινόταν καθαρά πια το διάσημο Capri, ενώ μπροστά και δεξιά μας απλωνόταν η πολλά υποσχόμενη χερσόνησος του Sorrento. Φτάσαμε γρήγορα κάτω από το φάρο της Punta Campanella, το ακρωτήρι της χερσονήσου.
Είχαμε σκοπό να κάνουμε μια γρήγορη, ανιχνευτική περισσότερο, πλεύση, ώστε να καταλήξουμε σε ένα σημείο το οποίο και θα χρησιμοποιούσαμε ως ορμητήριο για τις μέρες παραμονής μας εδώ. Θέλαμε να εντοπίσουμε έναν ήσυχο τόπο διανυκτέρευσης, ο οποίος θα βρισκόταν ανάμεσα περίπου στο Capri και το Amalfi (γνωστό και ως Costiera Amalfitana), έχοντας σχεδόν βέβαιο πως στις μαρίνες και των δύο, που είναι και οι μοναδικές στην περιοχή, δεν θα υπήρχε ελεύθερη θέση για να δέσουμε, πέρα βέβαια από το γεγονός πως οι μαρίνες αυτές είναι και πανάκριβες. Σε μία ώρα θα νύχτωνε και ο χρόνος μας ήταν πολύ περιορισμένος.
Καταλήξαμε τελικά στη marina del Cantone. Βέβαια, δεν υπάρχει καμιά μαρίνα εδώ, αφού οι Ιταλοί με τον όρο «marina» εννοούν απλά και μόνο την παραλία. H marina del Cantone λοιπόν είναι η σκάλα του χωριού Nerano, ενός μικρύ χωριού που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την παραλία, χωμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ένα ψαροχώρι που απολαμβάνει την ησυχία του ανάμεσα στα πολυσύχναστα Capri και Amalfi. Το όνομά του προέρχεται από τον αυτοκράτορα Tiberio Nerano ο οποίος ζούσε για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα στο γειτονικό Capri. Κάποια φορά λοιπόν επισκέφθηκε τη «μαρίνα» Cantone και μαγεμένος από την ομορφιά του αποφάσισε να χτίσει ακόμα μία βίλα σε αυτήν την περιοχή.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ακτή Cantone ήταν διάσημο καρνάγιο για τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους αλλά και για πολλούς πειρατές.
Η marina del Cantone βρίσκεται 1.5 ναυτικό μίλι ανατολικά από την Punta Campanella. Δυτικά της βρίσκεται ο βαθύς όρμος Jeranto και ανατολικά της ο ορμίσκος Recommone. Είναι μια όμορφη βοτσαλωτή ακτή, η οποία απέχει 4,5 μίλια από το Capri που βρίσκεται δυτικότερα, και 6 ναυτικά μίλια από το Positano και το Amalfi που βρίσκονται ανατολικότερα.
Από το ανατολικό άκρο της marina del Cantone ξεκινά ένα μονοπάτι που προχωρά ανατολικά και μετά από 10 λεπτών πανοραμικής διαδρομής μάς βγάζει στον ορμίσκο Recommone, όπου υπάρχει ένα πολύ όμορφο πέτρινο εστιατόριο πάνω στα βράχια της ακτής. Είναι από τα διασημότερα της περιοχής και το επισκέπτεται πολύς κόσμος κυρίως από τη θάλασσα.
Αν έχουμε διάθεση για περπάτημα, μπορούμε να πάρουμε το ανηφορικό μονοπάτι που ξεκινά από το δυτικό άκρο της marina del Cantone και να φτάσουμε ψηλά στο λόφο όπου τα απότομα κάθετα βράχια που περιβάλλουν τον όρμο Jeranto, κόβουν την ανάσα. Από εδώ, η θέα προς το Capri είναι μαγευτική. Το όνομα του Jeranto προέρχεται από την ελληνική λέξη Ιέραξ (Γεράκι), επειδή οι απολήξεις της χερσονήσου που αγκαλιάζουν τον όρμο, μοιάζουν με τα νύχια γερακιού.
Η marina del Cantone είναι ένας ανοιχτός και μεγάλος όρμος που βλέπει στο νοτιά. Τα νερά εδώ είναι πολύ βαθιά, γι’ αυτό και έχουν τοποθετηθεί πάρα πολλά ρεμέντζα σε παράλληλες σειρές, τα οποία είναι γεμάτα με σκάφη. Στα ρεμέτζα δένουν και τα σκάφη των επισκεπτών, οι οποίοι μεταφέρονται στην ακτή με τα μικρά βαρκάκια των ντόπιων που εκμεταλλεύονται αυτά τα ρεμέτζα. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος που μπορεί κανείς να βγει στη στεριά, κάτι που συνηθίζεται σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή.
Προς την ανατολική πλευρά της marina del Cantone υπάρχει μια σιδερένια προβλήτα, η οποία είναι μόνιμα ελεύθερη και έχει το ρόλο «γέφυρας» αποβίβασης και επιβίβασης αυτών που προσεγγίζουν με τα δικά τους σκάφη.
Από την «γέφυρα» αυτή ξεκινούν και τα τουριστικά καραβάκια που πραγματοποιούν ημερήσιες εκδρομές στα γειτονικά Capri και Costiera Amalfitana. Η προβλήτα αυτή αποτελεί και το ζωντανότερο σημείο της παραλίας, αφού υπάρχει κίνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Στην παραλία υπάρχουν δύο πολύ διάσημα πλωτά εστιατόρια, γνωστά για την τοπική κουζίνα και τα υπέροχα θαλασσινά τους πιάτα: Το εστιατόριο «Maria Grazia», που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της ακτής, και το εστιατόριο «Da Tomaso al lo Scoglio», που βρίσκεται στο μέσο περίπου της παραλίας. Και τα δύο πολύ όμορφα, έχουν επεκταθεί με ξύλινα πατάρια μέσα στη θάλασσα, διαθέτοντας μάλιστα και δικό τους χώρο για να δέσεις. Δεν επιτρέπεται όμως σε όλους να δέσουν εκεί. Οι θέσεις είναι περιορισμένες και ρεζερβέ για τα tenders των θαλαμηγών που καταφθάνουν από το Capri. Τα υπόλοιπα σκάφη, όπως συνέβη και με εμάς, δένουν στα ρεμέτζα που βρίσκονται λίγες δεκάδες μέτρα από τα εστιατόρια, και από εκεί αναλαμβάνουν οι άνθρωποι των εστιατορίων, με δικά τους βαρκάκια, να μεταφέρουν τον κόσμο στα πλωτά πατάρια.
Η γκρίζα βοτσαλωτή παραλία, ανάμεσα στα δύο πλωτά εστιατόρια, είναι γεμάτη με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Υπάρχουν αρκετά μαγαζάκια που σερβίρουν πίτσα, καφέ και φαγητό, ενώ αρκετός κόσμος απολαμβάνει το μπάνιο του μέχρι αργά το βράδυ.
Σίγουρα, η marina del Cantone δεν είναι το μέρος που θα σε ενθουσιάσει με την πρώτη ματιά. Όμως πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί στρατηγικό σημείο διανυκτέρευσης, είναι ένας πολύ συμπαθητικός τόπος, αγκαλιασμένος από τους καταπράσινους λόφους που κατεβαίνουν ομαλά στη θάλασσα. Ανόθευτος και γνήσιος, μας υπόσχεται πολύ γλυκά και ήσυχα βράδια, μακριά από το συνωστισμό και τη φασαρία των γειτονικών πολυσύχναστων περιοχών.
Θα έλεγα πως είναι ένας τόπος που μας δείχνει μια πιο πραγματική και αυθεντική εικόνα της επαρχίας της Ιταλίας, δίνοντάς μας παράλληλα την ευκαιρία και το χρόνο να έρθουμε σε επαφή με τους πολύ καλούς και μόνιμα χαμογελαστούς ντόπιους.
Ένας τέτοιος υπέροχος άνθρωπος, που στο πρόσωπο και το χαμόγελό του διακρινόταν μια απίστευτη ευγένεια, ήταν και ο Nino, τον οποίο γνωρίσαμε το βράδυ που κάναμε τη βόλτα μας στη σιδερένια προβλήτα. Ο Nino λοιπόν, με περίσσεια διάθεση και μεγάλη χαρά μάς έδωσε κάθε πληροφορία που χρειαστήκαμε και γενικά μας έκανε να νιώσουμε πως βρήκαμε έναν δικό μας άνθρωπο σε τούτα τα μακρινά μέρη.
Ιδιοκτήτης και καπετάνιος ο ίδιος, ενός από τα εκδρομικά καραβάκια που ξεκινούν κάθε πρωί στις εννέα η ώρα από την ακτή, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να μας ενημερώσει για τα αξιοθέατα της γύρω περιοχής. Πρώτα πρώτα του ζητήσαμε να μας ενημερώσει για τους καιρούς που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή τον μήνα Αύγουστο, ώστε ανάλογα να προγραμματίσουμε και τις επισκέψεις μας. Και να τι μας είπε:
«Ο καιρός γενικά το καλοκαίρι είναι πολύ καλός και πολύ σπάνια ξεπερνά τα 4 μποφόρ. Μετά το μεσημέρι βγάζει έναν ελαφρύ μαΐστρο, που πέφτει αργά το απόγευμα. Το βράδυ βγάζει πάντα ένα ελαφρύ αεράκι από ανατολικά, το οποίο γυρίζει σιγά σιγά σε νότιο για να καταλήξει τελικά σε νοτιοδυτικό. Αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται κάθε 24ωρο. Στην περίπτωση που το βράδυ δεν φυσήξει αυτό το αεράκι και επικρατεί άπνοια, τότε περιμένουμε άσχημο καιρό την επόμενη μέρα. Πολύ σπάνια όμως, η θάλασσα ξεπερνά τα 5 μποφόρ».
Ο Nino ήταν αυτός που μας προέτρεψε να δέσουμε λίγο πιο πέρα, κάτω από τις καλαμιές όπου βρίσκεται και το κάμπινγκ του χωριού. Εκεί λοιπόν, καταλήγαμε κάθε βράδυ ύστερα από τις καθημερινές περιπλανήσεις μας. Ένα όμορφο και κυρίως ήσυχο σημείο, ιδανικό για διανυκτέρευση.
Την επόμενη μέρα κινήσαμε ανατολικά, πλέοντας κόστα κόστα, έχοντας σκοπό να εξερευνήσουμε πιθαμή προς πιθαμή τη διάσημη ακτή Amalfi, γνωστή και ως Costiera Amalfitana, η οποία εκτείνεται από το Positano δυτικά, έως το Vietri ανατολικά. Το κυριότερο θέρετρο της ακτής είναι το Amalfi που μαζί με το Positano και το ορεινό Ravello αποτελούν τους σημαντικότερους πόλους έλξης της Costiera Amalfitana.
Μέχρι τον 19ο αιώνα ολόκληρη η ακτογραμμή συνιστούσε την άγονη γραμμή της νότιας Ιταλίας και η πρόσβαση ήταν δυνατή μόνο με μουλάρια που ανέβαιναν στα δύσβατα ορεινά μονοπάτια. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η απομόνωση αυτή άρχισε να προσελκύει αρκετούς ταξιδιώτες που αναζητούσαν κάτι διαφορετικό. Έτσι, άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος, καθώς και διάσημες προσωπικότητες. Η ομορφιά της ακτογραμμής είναι τόσο συναρπαστική, με αποτέλεσμα να αποτελεί για πολλά χρόνια πηγή έμπνευσης μιας μακροσκελούς λίστας ξεχωριστών ανθρώπων όπως ο Νίτσε, ο Ίψεν, ο Γκαίτε και ο Βάγκνερ.
Σήμερα, η Costiera Amalfitana αποτελεί έναν επίγειο παράδεισο που προσελκύει κάθε χρόνο εκατομμύρια επισκέπτες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι κατακλύζουν τη μοναδική αυτή ακτογραμμή για να χαρούν την ανεπανάληπτη θέα στην άκρη των βράχων, να απολαύσουν το εσπρέσο τους στις υπέροχες μικρές πλατείες και να θαυμάσουν τη μοναδική αρχιτεκτονική των κομψών παραθαλάσσιων χωριών. Χωρίς καμιά αμφιβολία, η ακτή Amalfi αποτελεί έναν ξεχωριστό ταξιδιωτικό προορισμό, που δίκαια χαρακτηρίζεται ως το «Σαν Τροπέ του ιταλικού νότου».
Θα μπορούσα να τη συγκρίνω με τη δική μας αιγαιοπελαγίτικη, πηλιορείτικη ακτογραμμή. Οι δυο ακτογραμμές έχουν πάρα πολλές ομοιότητες και βέβαια είναι εξίσου θεαματικές. Η Costiera Amalfitana υπερτερεί σε χλιδή και ομορφιά όσον αφορά τα παραθαλάσσια κυρίως θέρετρα, ενώ το δικό μας Πήλιο υπερτερεί σαφώς ως προς τις εξωτικές παραλίες του, την οργιώδη βλάστηση και βέβαια το πιο λαμπρό φως του ήλιου, κάτι που χαρακτηρίζει άλλωστε ολόκληρο το Αιγαίο. Η Costiera Amalfitana όμως, δέχεται κάθε χρόνο πολλαπλάσιους επισκέπτες, αφού έχει καταφέρει να γίνει ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς ολόκληρου του κόσμου.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πρωί πρωί από τη marina del Cantone. Μετά από τον ορμίσκο Recommone περάσαμε κοντά από τη νησίδα Isca και φτάσαμε μπροστά σε ένα εντυπωσιακό βαθύ φαράγγι, στην κατάληξη του οποίου σχηματίζεται μια πολύ μικρή παραλία, η marina di Crapola. Μέσα στο στενό φαράγγι βρίσκονται κάποια ερειπωμένα σπιτάκια. Εδώ είχε χτιστεί από τους αρχαίους έλληνες και ένας μικρός ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα, από τον οποίο προέρχεται και το όνομα της μικρής ακτής.
Συνεχίσαμε για λίγο την παράκτια πορεία μας και το θέαμα γινόταν όλο και συναρπαστικότερο, με τους ψηλούς ορεινούς όγκους να πέφτουν κατακόρυφα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή, ακριβώς απέναντι από την ακτή και σε απόσταση λιγότερη από δύο ναυτικά μίλια, διακρίνονταν καθαρά οι νησίδες Li Galli. Γνωστές από την αρχαιότητα ως η «γη των Σειρηνών», δεν υπήρχε περίπτωση να μην τις επισκεφθούμε. Η πλώρη μας στράφηκε προς τα εκεί και σύντομα βρισκόμασταν στη μυθική αυτή γη.
Τα νησάκια Li Galli
Είναι ένα μικρό σύμπλεγμα από τρεις νησίδες, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους λίγες δεκάδες μέτρα. Βρίσκονται 3.5 μίλια νοτιοανατολικά από τη marina del Cantone και 3.5 μίλια νοτιοδυτικά από το Positano. Το μεγαλύτερο νησάκι λέγεται Gallo Lungo, ενώ παραδίπλα βρίσκονται τα μικρότερα Castelluccia και Rotonda.
Στο Gallo Lungo υπάρχουν κάποια απομεινάρια της ρωμαϊκής εποχής αλλά και δύο μεγάλα κτίσματα που οικοδομήθηκαν το 1930 από το Ρώσο χορογράφο και μουσικό L. Massine. Το νησί αγοράστηκε αργότερα από έναν άλλο Ρώσο, τον διάσημο Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Τα τρία αυτά νησάκια είναι σήμερα προστατευόμενο μέρος και ανήκουν στο ευρύτερο θαλάσσιο πάρκο της Punta Campanella.
Σύμφωνα λοιπόν με πολλούς μελετητές αυτά τα νησάκια είναι οι Σειρηνούσσες νήσοι, όπου κατοικούσαν οι γνωστές μας από τη μυθολογία Σειρήνες. Περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα ανάμεσα στα νησάκια, προσπαθώντας να γευτούμε λίγη από την μυθική αύρα του Οδυσσέα και των Σειρηνών, αφήνοντας το νου μας να τρέχει στις περιγραφές του Ομήρου. Νιώσαμε για ακόμα μια φορά περήφανοι για την καταγωγή μας, την οποία και «εκμεταλλεύονται» με τον καλύτερο τρόπο οι γείτονές μας, προσελκύοντας χιλιάδες τουρίστες από όλο τον κόσμο.
Με τις σκέψεις μας στην αρχαία Ελλάδα, και προσπαθώντας να μαντέψουμε το σαγηνευτικό τραγούδι των Σειρηνών, επιστρέψαμε λίγο αργότερα στην ακτή, πλέοντας στη μυθική αυτή θάλασσα.
Με χαμηλή ταχύτητα πλέαμε στα βαθιά νερά, σε απόσταση λίγων μέτρων από τους σκληροτράχηλους ορεινούς όγκους που έπεφταν σχεδόν κατακόρυφα στη σκουρόχρωμη θάλασσα. Με το βλέμμα μας στραμμένο ψηλά, θαυμάζαμε το συναρπαστικό θέαμα που μας χάριζε η φύση, παρατηρώντας τα εξαιρετικά σπίτια που ήταν διάσπαρτα σε επιλεγμένα σημεία των απότομων βράχων. Πολύ γρήγορα πλησιάσαμε στο ξακουστό Positano.
Πραγματικά, οι λέξεις φαντάζουν πολύ φτωχές για να περιγράψουν το θέαμα που αντικρίζει κανείς. Αν και είχαμε δει πολλές φωτογραφίες του Positano, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να θεωρούμε πως το έχουμε επισκεφθεί στο παρελθόν, τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τα συναισθήματα που νιώθεις όταν το αντικρίζεις στην πραγματικότητα. Μια μαγευτική θαλασσοπολιτεία που μοιάζει να αιωρείται μεταξύ ουρανού και θάλασσας, φωλιασμένη μέσα στα καταπράσινα βράχια. Ένα σπάνιο και επιβλητικό τοπίο που δεν έχει συνηθίσει να βλέπει το μάτι. Χωρίς καμιά αμφιβολία, είναι το πιο εντυπωσιακό σημείο ολόκληρης της Costiera Amalfitana, ζωσμένο με λεμονιές, πορτοκαλιές και ελαιόδεντρα. Το Positano, προστατευμένο απόλυτα από τους βοριάδες από τα βουνά Lattari αποτελεί σίγουρα έναν μαγευτικό προορισμό που προσελκύει πολλά σκάφη αναψυχής. To κυρίως τμήμα της μικρής πόλης του Positano είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, γύρω από τον μικρό κάβο που χωρίζει τα δύο βαθιά κοιλώματα του πανύψηλου ορεινού όγκου, τα οποία καταλήγουν στην ακτή σχηματίζοντας δυο όμορφες παραλίες.
Το συγκλονιστικό όμως τμήμα της μικρής πόλης είναι αυτό που βλέπει νοτιοανατολικά και, βέβαια, αυτήν ακριβώς τη θέση επιλέξαμε και εμείς για να το θαυμάζουμε και να το φωτογραφίζουμε χωρίς σταματημό.
Με ελάχιστο χώρο ανάμεσά τους, ο οποίος καταλαμβάνεται από δέντρα και λουλούδια, βαμμένα σε υπέροχους παστέλ χρωματισμούς, συνθέτουν μια μαγευτική εικόνα. Μια εικόνα που γίνεται ακόμα συναρπαστικότερη από τη μοναδική φύση που αγκαλιάζει γενναιόδωρα τούτο τον τόπο. Το βαθύ μπλε της θάλασσας και οι καταπράσινοι ορεινοί όγκοι που γκρεμίζονται μέσα της, οι κορυφές των οποίων πολλές φορές χάνονται μέσα στα λευκά σύννεφα, μαζί με την εικόνα της πολύχρωμης και κατακόρυφα χτισμένης μικρής πολιτείας, συνθέτουν ένα κάδρο απίστευτης ομορφιάς. Ένα κάδρο που συμπληρώνεται θαυμάσια από τις δεκάδες τοπικές βάρκες που βρίσκονται ρεμετζαρισμένες σε παράλληλες σειρές, και καταλαμβάνουν ολόκληρο σχεδόν τον ανοιχτό όρμο.
Στην ανατολική πλευρά του Positano βρίσκεται η κυρίως παραλία Spiaggia Grande, η οποία είναι γεμάτη με ξαπλώστρες και ομπρέλες. Δεν υπάρχει μαρίνα ούτε κάποια υποτυπώδης υποδομή για να δέσεις έστω και προσωρινά. Μια μικρή μόνο προκυμαία όπου καταφθάνουν συνεχώς τουριστικά καραβάκια που αποβιβάζουν πλήθος κόσμου, και μια μικρή προβλήτα για την επιβίβαση και αποβίβαση των επισκεπτών που καταφθάνουν με τα σκάφη τους, στο μέσο περίπου της Spiaggia Grande. Και εδώ όμως δεν μπορείς να παραμείνεις ούτε λεπτό γιατί η κίνηση είναι μόνιμη. Η μικρή προβλήτα μοιάζει με πιάτσα ταξί στο κέντρο μιας πολυσύχναστης πόλης. Τα βαρκάκια πηγαινοέρχονται αδιάκοπα και μεταφέρουν τον κόσμο από τα σκάφη τους που είναι δεμένα σε κάποιο από τα αμέτρητα ρεμέτζα που βρίσκονται αρόδου. Έτσι λοιπόν κι εμείς, δέσαμε σε ένα από τα ρεμέτζα που μας υπέδειξαν και ένα μικρό βαρκάκι μάς μετέφερε στην ακτή.
Ο παραλιακός πεζόδρομος είναι γεμάτος με τραπεζάκια, όπου πλήθος κόσμου συνωστίζεται για να δοκιμάσει την καταπληκτική τοπική κουζίνα και τα θαλασσινά εδέσματα. Για όσους δεν προτιμούν τα πιο τουριστικά εστιατόρια της ακτής, μπορούν να κατευθυνθούν στη Via le Pasitea όπου υπάρχουν μερικά πολύ όμορφα εστιατόρια με εξέχον το υπέροχο Da Vincenzo. Για περισσότερη ησυχία ακολουθήστε το μονοπάτι που οδηγεί στο Fornillo. Λίγο πριν τον πέτρινο πύργο θα βρείτε το Guarracino, ένα εστιατόριο σε πολύ όμορφη θέση με εξαιρετική πίτσα και υπέροχα θαλασσινά πιάτα.
Πίσω από τον παραλιακό πεζόδρομο δεσπόζει ο επιβλητικός ναός της Santa Maria Assunta με τον πανύψηλο χρυσαφένιο τρούλο της να ξεχωρίζει ανάμεσα από τα σπίτια, αποτελώντας το σήμα κατατεθέν και την καρδιά του Positano. Εδώ φιλοξενείται και ο πίνακας της περίφημης «Black Madonna».
Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, η εικόνα της Madonna είχε κλαπεί από το Βυζάντιο και ενώ μεταφερόταν στη Μεσόγειο από πειρατές, ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα στα νερά της περιοχής. Οι κάτοικοι τρομαγμένοι άκουσαν μια φωνή που ερχόταν από τη θάλασσα και έλεγε «Posa, Posa». Έτσι, ανοίχτηκαν στη θάλασσα και βρήκαν την πολύτιμη εικόνα η οποία μεταφέρθηκε στο χωριό και η καταιγίδα κόπασε.
Μπροστά στην εκκλησία βρίσκεται και η κεντρική πλατεία Flavio Gioia, όπου καταλήγει ο κεντρικός δρόμος Via dei Mulini που είναι γεμάτος με μαγαζάκια και μικροπωλητές. Πλήθος κόσμου συνωστίζεται για να περάσει και πολλοί είναι αυτοί που παραγγέλνουν τα περίφημα σανδάλια του Positano, τα οποία φτιάχνονται επιτόπου.
Για πολλές ώρες περιπλανηθήκαμε στα στενά λιθόστρωτα δρομάκια θαυμάζοντας τα πάντα γύρω μας. Το ροζ χρώμα των σπιτιών ή το ξεθωριασμένο κόκκινο, τις θολωτές οροφές, τις πεζούλες και τους μικρούς κήπους. Με αμέτρητα σκαλιά και στενά πεζοδρομημένα σοκάκια, ολόκληρο το Positano μοιάζει με πόλη φτιαγμένη για πεζούς. Λόγω του τρόπου με τον οποίον έχει οικοδομηθεί πάνω στον απότομο βράχο, δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο, πέρα από τα στενά σοκάκια που κατηφορίζουν προς την ακτή. Αν και προσελκύει πάρα πολλούς επισκέπτες, καταφέρνει να κρατά το δικό του χρώμα χωρίς να έχει αλλοιωθεί καθόλου με το πέρασμα των χρόνων.
Τελικά, καταλήξαμε στην ανατολική πλευρά της παραλίας Grande, στο δρόμο Via C. Colombo από όπου η θέα προς τη μικρή θαλασσοπολιτεία είναι εκπληκτική. Οπουδήποτε κι αν σταθείς, είναι ένα μπαλκόνι με απεριόριστη θέα. Από όποια γωνιά κι αν κοιτάξεις, οι εικόνες είναι τόσο όμορφες και ζωντανές, τόσο άγριες και επιβλητικές, εκπέμποντας παράλληλα κάτι το δραματικό. Είναι μια περίεργη αίσθηση, η οποία οφείλεται κυρίως στα σύννεφα που γλιστρούν μέσα από τα γύρω φαράγγια σκεπάζοντας τον ουρανό, αλλά και στο παράξενα σκοτεινό χρώμα της βαθιάς θάλασσας.
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Φοίνικες χρησιμοποιούσαν το Positano ως σημαντικό σταθμό στα ταξίδια τους προς τη δυτική Μεσόγειο. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές, το όνομά του προέρχεται από το θεό Ποσειδώνα.
Ίσως ο John Steinbeck να ήταν μια από τις αιτίες που η φήμη του Positano εξαπλώθηκε στα πέρατα της γης, όταν το 1953 έγραψε πως «είναι ένα ονειρικό μέρος το οποίο δεν μοιάζει πραγματικό όταν είσαι εκεί αλλά γίνεται απόλυτα αληθινό όταν έχεις φύγει».
Έτσι το Positano άρχισε να προσελκύει πολύ κόσμο από τη δεκαετία του 50, για να εξελιχθεί τελικά, από ένα φτωχό ψαροχώρι, σε έναν διάσημο ταξιδιωτικό προορισμό για την παγκόσμια elite και για τους εραστές της Dolce Vita.
Από την πρώτη κιόλας ματιά καταλαβαίνει κανείς γιατί αποτελεί έναν διάσημο ταξιδιωτικό προορισμό που προσελκύει πλούσιους και διάσημους, και ανταγωνίζεται σε φήμη τόσο το Capri όσο και το γειτονικό Amalfi. Γνωστοί συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες και συνθέτες έχουν μαγευτεί από την ομορφιά του, με αποτέλεσμα να αποτελεί πηγή έμπνευσης αρκετών ταινιών και γνωστών τραγουδιών.
Λίγο ανατολικότερα από το Positano, ακριβώς μετά την Spiaggia Grande, βρίσκεται η μικρή παραλία La Porta, η οποία αγκαλιάζεται από κάθετους βράχους και αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα σημεία της περιοχής. Σε όλη τη διάρκεια της ανατολικής πορείας μας, στεκόμασταν συνεχώς για να θαυμάσουμε τις εκπληκτικές κατοικίες που δεσπόζουν στα κατακόρυφα βράχια. Εκπληκτικές, τόσο για το μέγεθός τους όσο και για την απίστευτη αρχιτεκτονική τους, η οποία είναι σε άριστη αρμονία με το άγριο και επίσης επιβλητικό τοπίο. Φωλιασμένες μέσα σε απίθανους κήπους από ψηλόκορμα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια, πραγματικά έργα τέχνης, άλλες πετρόχτιστες και άλλες βαμμένες με υπέροχα απαλά χρώματα, μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό, πολλές δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Φτάνοντας στον κάβο Sottile, παρατηρούσαμε το μικρό χωριό Praiano που είναι χτισμένο γύρω από τον κάβο, στην ανατολική πλευρά του οποίου ένα μικρό άνοιγμα των βράχων, όπου καταλήγει το εντυπωσιακό φαράγγι, φιλοξενεί μια μικρή παραλία που είναι και το λιμανάκι του Praiano. Εδώ βρίσκεται και το club «Αφρικάνα», στο οποίο σύχναζαν πολλοί διάσημοι όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ο Τζων Κένεντυ και ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Ένα περίπου ναυτικό μίλι ανατολικότερα από τον κάβο Sottile συναντούμε το πολύ μικρό χωριό Furore, με τα σπίτια του να είναι σκορπισμένα στην καταπράσινη πλαγιά. Αυτό που έχει κάνει διάσημο το Furore είναι ένα πολύ στενό άνοιγμα των βράχων που θυμίζει νορβηγικό φιόρδ. Από όποιο σημείο κι αν το αντικρίσεις, είτε ψηλά από το δρόμο είτε από τη θάλασσα, είναι βέβαιο πως θα μαγνητίσει το βλέμμα σου. Ο δρόμος περνά πάνω από μια υπέροχη πέτρινη αψίδα, η οποία γεφυρώνει το στενό φιόρδ και συνεχίζει μέσα από ένα μικρό τούνελ μέσα στο βράχο. Κοιτώντας από τη θάλασσα, η πανύψηλη αυτή αψίδα είναι πολύ εντυπωσιακή και μοιάζει με πύλη εισόδου προς το φιόρδ. Μπήκαμε σιγά σιγά μέσα με το φουσκωτό, πλάι στα κάθετα βράχια που σκίαζαν ολόκληρο τον τόπο. Μετά από λίγα μέτρα, στο μυχό του φιόρδ σχηματίζεται μια πολύ μικρή αμμουδιά όπου και καταλήγει το καταπράσινο και πολύ εντυπωσιακό στενό φαράγγι. Στο αριστερό άκρο της λιλιπούτειας αμμουδιάς υπάρχουν τέσσερα ή πέντε σπιτάκια, με ξεθωριασμένα ροζ και κίτρινα χρώματα, που μοιάζουν να είναι φωλιασμένα μέσα στον κάθετο βράχο. Η συνολική εικόνα του φιόρδ είναι μαγευτική και χωρίς καμιά αμφιβολία μια από τις ομορφότερες ολόκληρης της ακτογραμμής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως αποτελούσε το αγαπημένο σημείο της θρυλικής ηθοποιού Greta Garbo.
Λίγο πιο πέρα από το φιόρδ του Furore βρίσκεται ο μικρός κάβος Conca, από τον οποίο ξεκινά ο κόλπος που φιλοξενεί το Amalfi. Η μικρή αυτή πολιτεία αποτελεί τον πυρήνα ολόκληρης της ακτογραμμής, στην οποία άλλωστε έχει δώσει και το όνομά της. Ένας ακόμα κορυφαίος ταξιδιωτικός προορισμός της Costiera Amalfitana, το μεγαλύτερο και πιο δημοφιλές θέρετρο της ακτής, διάσημο σε όλο τον κόσμο. Το Amalfi είναι ένα πραγματικό στολίδι για την περιοχή, φωλιασμένο σε μια μικρή εύφορη κοιλάδα στην κατάληξη του φαραγγιού στη θάλασσα.
Για πολλούς αιώνες υπήρξε μια από τις πιο ανεπτυγμένες θαλασσοπολιτείες της Μεσογείου. Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα κυριαρχούσε μαζί με τους βυζαντινούς στο εμπόριο, αποτελώντας μια πολύ ισχυρή ναυτική δύναμη, όταν η Βενετία έκανε ακόμα τα πρώτα της βήματα. Το 1343, μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε από τσουνάμι με αποτέλεσμα να περιέλθει σε παρακμή.
Ο μοναδικός χώρος για να δέσει κανείς βρίσκεται από τη μέσα μεριά του κυματοθραύστη, όπου και υπάρχει μια μικρή μαρίνα από πλωτές εξέδρες, η μαρίνα Pontile Coppola. Η μαρίνα αυτή λειτουργεί εδώ και 35 χρόνια και διοικείται από τα αδέρφια Coppola, τα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πολλή αγάπη και μεράκι.
Ο μοναδικός χώρος για να δέσει κανείς βρίσκεται από τη μέσα μεριά του κυματοθραύστη, όπου και υπάρχει μια μικρή μαρίνα από πλωτές εξέδρες, η μαρίνα Pontile Coppola. Η μαρίνα αυτή λειτουργεί εδώ και 35 χρόνια και διοικείται από τα αδέρφια Coppola, τα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πολλή αγάπη και μεράκι.
Είναι μάλιστα τέτοια η αφοσίωσή τους στην εξυπηρέτηση των σκαφών αναψυχής, που εδώ και πολλά χρόνια η μαρίνα αποτελεί το αγαπημένο στέκι για όλους τους λάτρεις της θάλασσας που καταφθάνουν από όλο τον κόσμο. Οι θέσεις όμως της μαρίνας είναι πραγματικά ελάχιστες για τα σκάφη που καταφθάνουν στο Amalfi και η πιθανότητα να βρούμε έστω και λίγο ελεύθερο χώρο είναι πολύ μικρή. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε, γιατί βρίσκεται λίγες δεκάδες μέτρα από το κέντρο του Amalfi. Αυτό κάναμε κι εμείς, παρακαλώντας τους ανθρώπους της μαρίνας για μια πολυπόθητη θέση, που τελικά βρέθηκε έστω και για μερικές ώρες παραμονής...
Κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς τις δύο προβλήτες του λιμανιού, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η κεντρική πλατεία του Amalfi, όπου δεσπόζει το άγαλμα του θαλασσοπόρου Flavio Gioia, ο οποίος γεννήθηκε εδώ και από πολλούς θεωρείται ο εφευρέτης της μαγνητικής πυξίδας. Η καρδιά του Amalfi χτυπά εδώ και σίγουρα αποτελεί το πιο πολύβουο σημείο της πόλης. Από εδώ ξεκινούν τα καραβάκια που μεταφέρουν τον κόσμο στα κοντινά αξιοθέατα, από εδώ ξεκινούν τα ταξί και τα λεοφωρεία που κατευθύνονται στα γύρω χωριά, εδώ υπάρχει και το μοναδικό μαγαζί ενοικίασης μηχανών ή αυτοκινήτων.
Πήραμε για λίγο τον ανηφορικό δρόμο που πηγαίνει ανατολικά και καθίσαμε για λίγη ώρα στις πεζούλες κάτω από τη σκιά των ψηλόκορμων πεύκων. Πριν αρχίσουμε την περιπλάνησή μας, θέλαμε να απολαύσουμε τη θέα προς το λιμάνι και βέβαια να συνειδητοποιήσουμε καλά το πού ακριβώς βρισκόμασταν.
Απέναντι από το άγαλμα του Flavio Gioia ξεκινά και ο κεντρικός δρόμος του Amalfi, στον οποίο βέβαια απαγορεύονται τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα. Μόνο τα μικρά φορτηγάκια για τις ανάγκες των καταστημάτων και τα μικρά ηλεκτροκίνητα αυτοκινητάκια που μεταφέρουν τις αποσκευές των επισκεπτών στα ξενοδοχεία, είναι αυτά που έχουν άδεια διέλευσης.
Δεν προχωρήσαμε λίγα μέτρα στο λιθόστρωτο δρόμο και βρεθήκαμε σε ένα μαγευτικό σημείο. Στη μικρή Piazza Duomo, η οποία είναι μια ονειρεμένη γειτονιά και σίγουρα αποτελεί την καρδιά ολόκληρης της Costiera Amalfitana.
Όταν πριν από μερικούς μήνες είχε πέσει στα χέρια μου μια καρτ ποστάλ που απεικόνιζε την Piazza Duomo, δεν σας κρύβω πως είχα μαγευτεί τόσο πολύ που σχεδόν κάθε μέρα σκεφτόμουν τούτη εδώ τη στιγμή. Τη στιγμή που θα καθόμουν στο κεντρικό καφέ της πλατείας και θα είχα απέναντί μου τον επιβλητικό ναό του Αγίου Ανδρέα με τη μεγαλοπρεπή είσοδο, το ψηλό καμπαναριό και τα φαρδιά σκαλοπάτια του να κατεβαίνουν μέχρι την πλατεία. Ήμουν αποφασισμένος να κάθομαι με τις ώρες και να χαζεύω χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα. Και αυτό έκανα. Καθόμουν και θαύμαζα! Χάζευα ανέμελα τα πάντα γύρω μου. Τις μαρμάρινες κρήνες που ήταν πλάι μου, τις μικρές παρέες που κάθονταν στα σκαλιά της εκκλησίας, τους ανθρώπους κάθε εθνικότητας που περνούσαν από μπροστά μου, τα υπέροχα πολυόροφα κτίρια που, βαμμένα με απαλούς χρωματισμούς, περιβάλλουν την πλατεία. Δεν ξέρω αν ήταν η διάθεσή μου τόσο καλή και με έκανε να τα βλέπω όλα παραμυθένια, αλλά δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει άνθρωπος στον κόσμο που να μην μαγευτεί από αυτή την υπέροχη γειτονιά που μοιάζει με σκηνικό ανοιχτού θεάτρου. Κάποια στιγμή, ανασηκώθηκα και άρχισα να ανεβαίνω τα 57 σκαλιά της εκκλησίας που χτίστηκαν το 1718 και οδηγούν στη μεγάλη μπρούτζινη πόρτα του Aγίου Ανδρέα. Η πόρτα αυτή, που φτιάχτηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1060 και πλαισιώνεται από μια μαρμάρινη κάσα του 8ου αιώνα, αποτελεί από μόνη της ένα σημαντικό αξιοθέατο.
Η Piazza Duomo είναι μια πολυσύχναστη και πολύβουη πλατεία, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο όχι μόνο δεν με ενοχλούσε αυτό, αλλά μου άρεσε και πάρα πολύ μάλιστα. Βίωνα μια μοναδική και πολύχρωμη ατμόσφαιρα, ολοζώντανη και χαρούμενη.
Είχε περάσει η ώρα και αποφασίσαμε τελικά να αποχωριστούμε τη μικρή αυτή μαγευτική γωνιά της Piazza Duomo. Προχωρήσαμε στο κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο που αποτελεί και την κεντρική αγορά του Amalfi. Εδώ υπάρχουν πολλά μαγαζάκια στη σειρά που διαθέτουν τα πάντα, ενώ πολύς κόσμος περιφέρεται, ψάχνοντας κάποιο αναμνηστικό τοπικό προϊόν. Εμείς αγοράσαμε μερικά μπουκαλάκια από το φημισμένο «λιμοντσέλο», το οποίο είναι ιδιαίτερα δυνατό. Φτιάχνεται από τα μεγάλα και εξαιρετικά ζουμερά λεμόνια του Amalfi που θεωρούνται τα καλύτερα στον κόσμο.
Σύντομα η φαρδύς λιθόστρωτος δρόμος στενεύει και οι όμορφοι παστέλ χρωματισμοί των σπιτιών δίνουν τη θέση τους σε ένα ξεφτισμένο γκριζόλευκο χρώμα που έχει όμως τη δική του ξεχωριστή γοητεία και εκπέμπει τη μακραίωνη ιστορία αυτού του τόπου. Μπαίναμε στην παλιά πόλη του Amalfi, που βρίσκεται στη σκιά των ψηλών κάθετων βράχων του εντυπωσιακού φαραγγιού. Η αγορά συνεχίζεται για αρκετό δρόμο ακόμα μέχρι που σταματά το λιθόστρωτο και συνεχίζει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στα γειτονικά χωριά.
Στον κεντρικό πεζόδρομο καταλήγουν πολλά στενά σοκάκια, στοές και ανηφορικά σκαλοπάτια. Περιπλανηθήκαμε για λίγο στα παράπλευρα δαιδαλώδη σοκάκια, ανακαλύψαμε όμορφες και περισσότερο ήσυχες και απομονωμένες γωνιές που μας μετέφεραν πίσω σε μεσαιωνικές εποχές. Κάποια στιγμή θελήσαμε να κατευθυνθούμε στην πλευρά της πόλης που είναι σκαρφαλωμένη στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού. Μπήκαμε σε μια στενή στοά που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την Piazza Duomo, η οποία μας έβγαλε πλάι στο ναό του Αγίου Ανδρέα και βρεθήκαμε μέσα σε ένα χαμηλό θεοσκότεινο τούνελ που έμοιαζε περισσότερο με κρύπτη που οδηγούσε σε κάποια έξοδο διαφυγής.
Μετά από αρκετές δεκάδες μέτρα διαδρομής στη μεσαιωνική αυτή στοά βγήκαμε στο ξέφωτο και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα εκατοντάδες σκαλοπάτια που ξεκινούν πίσω από την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα και οδηγούν ψηλά στα παλιά κοιμητήρια. Θέλαμε να φτάσουμε έως εκεί γιατί βρισκόταν αρκετά ψηλά και φάνταζε σαν ένα όμορφο μπαλκόνι από όπου θα είχαμε μια πανοραμική άποψη του Amalfi και του λιμανιού του. Δεν θυμάμαι πόση ακριβώς ώρα μάς πήρε η κοπιαστική μας ανάβαση, καθώς περνούσαμε συνέχεια μέσα από στοές με σχεδόν κατακόρυφα σκαλοπάτια και αναγκαζόμασταν να σταματάμε συχνά για να παίρνουμε λίγες ανάσες. Αναρωτιόμασταν μάλιστα αν οι άνθρωποι που μένουν εδώ ψηλά τολμούν να κατέβουν έως κάτω στο κέντρο για βόλτα ή ψώνια, όταν ξέρουν πως στην επιστροφή τους περιμένουν αμέτρητα απότομα σκαλιά.
Φτάνοντας όμως ψηλά, η μαγευτική θέα μάς έκανε να ξεχάσουμε μονομιάς το αδιάκοπο λαχάνιασμά μας. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, ανάμεσα από τις κεραμοσκεπές των σπιτιών, δέσποζε το καμπαναριό του Αγίου Ανδρέα, ενώ ολόκληρη η πόλη απλωνόταν φωλιασμένη κατά μήκος της μικρής κοιλάδας του φαραγγιού. Μπροστά μας βρισκόταν η παραλία του Amalfi, όπου πολύ δύσκολα ξεχωρίζει η αμμουδιά από τις πολύχρωμες ομπρέλες που καταλαμβάνουν όλο το χώρο. Αμέσως πίσω από το λιμάνι δεσπόζουν οι καταπράσινες ακτές που κατεβαίνουν να συναντήσουν τη σκουρόχρωμη θάλασσα. Η συνολική εικόνα είναι χωρίς καμιά αμφιβολία συναρπαστική και σίγουρα θα μας μείνει αξέχαστη.
Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε δύο μηχανάκια και πήραμε τον δρόμο 163 ή Amalfitana, όπως αλλιώς λέγεται. Διασχίζει κατά μήκος την Costiera Amalfitana και θεωρείται από τους θεαματικότερους δρόμους του κόσμου. Και βέβαια, μια τέτοια εμπειρία δεν γινόταν να τη χάσουμε, αφού από τη θάλασσα φαινόταν πως ο δρόμος αυτός θα μας προσέφερε καταπληκτικές εικόνες.
Ο Amalfitana είναι ένας πολύ στενός δρόμος, που ίσα ίσα χωρούν δύο αυτοκίνητα για να περάσουν, και κυριολεκτικά μοιάζει να κρέμεται πάνω από τη θάλασσα.
Τρέχει παράλληλα με τη θάλασσα, φτάνοντας συχνά σε πολύ μεγάλο ύψος ακολουθώντας το ανάγλυφο των καταπράσινων βουνών Lattari. Στριφογυρίζοντας φιδωτά, πότε μπαίνοντας μέσα στα διαδοχικά φαράγγια και πότε ακολουθώντας τους απότομους κάβους που γκρεμίζονται κατακόρυφα στο Tυρρηνικό πέλαγος, προσφέρει ένα συγκλονιστικό θέαμα που χωρίς κανένα δισταγμό θα έλεγα πως από μόνος του αυτός ο δρόμος αποτελεί ένα συναρπαστικό αξιοθέατο. Σε κάποια σημεία του μάλιστα, έχεις την αίσθηση πως αιωρείσαι στο πέλαγος, σε εκατοντάδες μέτρα υψόμετρο, και χωρίς να αντέχεις στον πειρασμό σταματάς συνέχεια είτε για φωτογράφηση είτε απλά και μόνο για να θαυμάσεις τις απίστευτες εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια σου.
And when we visited the neighboring Rufolo and Cimbrone villas, we were astonished by the amazing gardens with the colorful flowers and the really tall trees. Reaching at the edge of the gardens, the spectacle they offered combined with the coast and the deep blue sea in the background, was really unique.
Ravello is a beautiful medieval village which, along with Positano and Amalfi, is with no doubt one of the most beautiful travel destinations. Neat and tidy, a real "balcony" of Costiera Amalfitana, built in a panoramic position at 350 meters altitude, it offers untold views and emits a charming atmosphere of peace and tranquility that will surely follow us for a long time. The great composer Ricard Wagner was inspired here and composed the opera Parsifal. At the gardens of Villa Rufolo the internationally renowned festival of classical music is held every summer in a really exciting environment.
...keep Ribbing!