Limnos Island
Λήμνος, η πρώτη των μελτεμιών
North Aegean
Βόρειο Αιγαίο
Limnos Island
Λήμνος, η πρώτη των μελτεμιών
North Aegean
Βόρειο Αιγαίο
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Φωλιασμένη βαθιά στην αγκαλιά του Σιγγιτικού, μια ανάσα από τις ακτές του Αγίου Όρους, η Αμμουλιανή και τα γύρω νησάκια της έχουν να επιδείξουν πολλές μαγευτικές αμμουδιές, παρά το λιλιπούτειο μέγεθός τους.

Μεγάλοι όρμοι, με σμαραγδένια νερά που κυκλώνονται από κατάφυτους λόφους, που θα τους ζήλευαν ακόμα και τα πιο διάσημα νησιά μας, περιμένουν να τους ανακαλύψουμε. Προφυλαγμένοι μάλιστα από τους δυνατούς καιρούς, οι περισσότεροι από αυτούς αποτελούν ιδανικά αραξοβόλια, πληρώντας όλες τις προϋποθέσεις για γαλήνιες διανυκτερεύσεις στο σκάφος.
Ήταν αρχές του Μάη και το φουσκωτό γλιστρούσε στην αρυτίδωτη θάλασσα, με την πλώρη του να σημαδεύει το βορινό άκρο της Αμμουλιανής. Ακουμπισμένος στην κονσόλα, σχεδόν ξαπλωμένος πάνω της, κρατούσα με το ένα χέρι το τιμόνι, συγκρατώντας με το άλλο το γείσο του καπέλου μου, απολαμβάνοντας την πρώτη μου ανοιξιάτικη πλεύση. Το βλέμμα μου ήταν κολλημένο στην πλώρη και πολύ γρήγορα έχασα κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Χαμογελώντας σαν μικρό παιδί, ρουφούσα λαίμαργα την αρμύρα της θάλασσας και για ακόμα μια φορά ένιωθα πως πετούσα. Πετούσα λίγα μόλις εκατοστά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κι όμως αισθανόμουν πως βρίσκομαι πολύ ψηλότερα ακόμα κι από την κορυφή του Άθω που ορθωνόταν επιβλητικά στη δεξιά μου μπάντα. Ταξίδευα στα πελάγη της γαλανής μου ευτυχίας και τίποτα πια δεν ήταν ικανό να μ' αγγίξει. Οι σκέψεις μου βυθίστηκαν στη βαθυγάλαζη θάλασσα αφήνοντας στις αισθήσεις μου τον πρώτο λόγο. Σε όλη τη διάρκεια της πλεύσης δεν θυμάμαι να τράβηξα ούτε στιγμή το βλέμμα μου από την πλώρη. Αφέθηκα ολοκληρωτικά στο ταξίδι της και σαν μαγεμένος ακολουθούσα τη δική της πορεία. Ίσα που κρατούσα το φουσκωτό πλαναρισμένο, ώσπου πολύ γρήγορα η πλώρη μου βρέθηκε έξω από την μπούκα του μικρού λιμανιού της Αμμουλιανής, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού.

Μια «δεύτερη» Προποντίδα

Το λιμάνι της Αμμουλιανής βρίσκεται στη βορινή πλευρά ενός χαμηλού λόφου, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος και ο μοναδικός οικισμός του νησιού. Το σημείο αυτό επέλεξαν οι πρόσφυγες της Προποντίδας για να φτιάξουν την καινούρια τους πατρίδα και να ξαναρχίσουν τη ζωή τους.
Μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή η Αμμουλιανή ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου. Για πολλά χρόνια ζούσαν στο νησί 2-3 μοναχοί και αρκετοί εργάτες που ασχολούνταν με τα χωράφια, τις ελιές και τα ζώα. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή όμως, μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας των μοναστηριών περιήλθε στο κράτος για να αποδοθεί στους πρόσφυγες που κατέφθαναν συνεχώς, ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους.

Έτσι, στην Αμμουλιανή βρέθηκαν πρόσφυγες κυρίως από τα Προικόνησα της Προποντίδας, οι οποίοι αφού πρώτα πέρασαν από την Ελευσίνα, τις Σποράδες και τη Θεσσαλονίκη, αποφάσισαν τελικά να εγκατασταθούν στην Αμμουλιανή, μιας και το νησί αυτό είχε πολλά κοινά με τη χαμένη τους πατρίδα. Στην Προποντίδα ή αλλιώς θάλασσα του Μαρμαρά, υπάρχουν δύο μικρά συμπλέγματα νησιών: τα Πριγκηπόνησα που βρίσκονται ανατολικά, κοντά στα στενά του Βοσπόρου, και τα Προικόνησα που βρίσκονται δυτικά, κοντά στα στενά του Ελλησπόντου. Τα Προικόνησα λοιπόν, που βρίσκονται βορειοδυτικά από τη χερσόνησο της Κυζίκου, αποτελούνται από το νησί του Μαρμαρά που είναι και το μεγαλύτερο του συμπλέγματος, την Αφουσία, την Κούταλη, την Αυλωνία και από άλλες ακατοίκητες βραχονησίδες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αμμουλιανής προέρχονται από τα χωριά Πασσαλιμάνι και Σκουπιά της νήσου Αυλωνίας, και από το χωριό Γαλλιμή της νήσου Μαρμαρά.
Πραγματικά, αν ανατρέξουμε στο χάρτη της Προποντίδας θα διαπιστώσουμε πως η νήσος του Μαρμαρά μαζί με τα μικρότερα νησάκια που βρίσκονται νότια, μοιάζει πολύ με την Αμμουλιανή και τα νησάκια Δρένια, που επίσης βρίσκονται νότια. Μια άλλη ομοιότητά τους είναι ότι πρόκειται για δύο συμπλέγματα νησιών που βρίσκονται πολύ κοντά στις στεριανές ακτές.
Οι Αμμουλιανιώτες στηρίχτηκαν κυρίως στην αλιεία, μια τέχνη την οποία γνώριζαν πολύ καλά από τη χαμένη τους πατρίδα, τότε που με τις σαντάλες και τους γρίπους όργωναν τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά. Έτσι, έφτασαν σήμερα να έχουν έναν πολύ αξιόλογο αλιευτικό στόλο που ανοίγεται και ψαρεύει σ' ολόκληρο το βόρειο Αιγαίο. Τις τελευταίες δεκαετίες, πολλοί κάτοικοι ασχολούνται με τον τουρισμό που γνωρίζει πολύ μεγάλη άνθηση, γεγονός που αποδεικνύουν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, οι πανσιόν και τα ξενοδοχεία, οι ταβέρνες και οι καφετέριες, τα τουριστικά μαγαζάκια και τα παντοπωλεία, που είναι πάρα πολλά συγκριτικά με το μέγεθος του νησιού και τον αριθμό των κατοίκων του που δεν ξεπερνούν τις 600 ψυχές.

Η Αμμουλιανή στο χάρτη

Το νησί απέχει μόλις δύο ναυτικά μίλια από την Ουρανούπολη, έχει σχήμα σχεδόν τριγωνικό, με τη βάση του να κοιτά προς τον μαΐστρο, και με τις δυο μεγαλύτερες πλευρές του να βλέπουν η μια προς τον γρέγο και η άλλη προς τον γαρμπή.
Στη νοτιοανατολική απόληξη της Αμμουλιανής, και σε απόσταση μόλις λίγων δεκάδων μέτρων, βρίσκονται οι νησίδες Δρένια ή Γαϊδουρονήσια, όπως είναι περισσότερο γνωστά.

Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα πολύ μικρών νησίδων που σου δίνουν την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε μακρινούς μεσοπέλαγους παραδείσους κι ας διακρίνονται ολοκάθαρα τριγύρω οι ακτές της Χαλκιδικής. Αυτός είναι κι ένας από τους σημαντικότερους λόγους που εδώ και πολλά χρόνια επισκεπτόμαστε τα Γαϊδουρονήσια πολύ συχνά.

Το λιμάνι

Πλησίασα αργά αργά και πλαγιοδέτησα στην εσωτερική πλευρά της τσιμεντένιας προβλήτας. Με έκδηλη την ερημιά που ήταν ολοφάνερη αυτή την εποχή, βγήκαμε για μια μικρή βόλτα στο μικρό παραλιακό δρόμο. Μια ταβέρνα και μια καφετέρια ήταν μόνο ανοιχτά, ενώ τα υπόλοιπα μαγαζιά δεν είχαν ακόμα ανοίξει. Πίνοντας το καφεδάκι μας χαζεύαμε προς το λιμάνι που ήταν ακριβώς από κάτω μας και παρατηρούσαμε τις λιγοστές φρεσκοβαμμένες βάρκες των ντόπιων. Ακόμα και τα εκδρομικά καραβάκια απουσίαζαν, που σε λίγο καιρό θα συνωστίζονταν ξανά στο μικρό λιμάνι για να μεταφέρουν τους επισκέπτες στα γειτονικά Δρένια και τις ακτές του Αγίου Όρους. Δεν άργησε όμως να φανεί και ένα από τα φέρρυ της γραμμής που με πυκνά δρομολόγια συνδέουν το νησί με την Τρυπητή, που βρίσκεται λιγότερο από δύο ναυτικά μίλια βορειότερα. Έπιασε ακριβώς απέναντι από την προβλήτα και αποβιβάστηκαν ελάχιστοι άνθρωποι και δυο τρία αυτοκίνητα.
Απολαμβάναμε την απόλυτη ησυχία του τόπου και στο μυαλό μας έρχονταν οι καλοκαιρινές μέρες όπου στο λιμάνι γίνεται πολύ δύσκολη η ανεύρεση ελεύθερης θέσης. Πραγματικά, το λιμάνι είναι πολύ μικρό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του νησιού αλλά και τα σκάφη αναψυχής που καταφθάνουν σ' αυτό. Ασφυκτικά γεμάτο με τις τοπικές ψαρόβαρκες και τα τουριστικά καραβάκια, δεν μένει ελεύθερος χώρος σχεδόν για κανένα σκάφος αναψυχής. Ακόμα και ένα φουσκωτό είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει, και δύσκολα αποφασίζει να προσεγγίσει κανείς για μια μικρή έστω επίσκεψη.
Είναι φανερή η ανάγκη ακόμα μιας προβλήτας, η οποία όχι μόνο θα εξασφαλίζει περισσότερες θέσεις για τα σκάφη των επισκεπτών αλλά θα προστατεύει και το λιμάνι από τους βοριάδες, οι οποίοι όταν πιάνουν και φυσούν δημιουργούν ένα πολύ ενοχλητικό κυματάκι που δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία. Ευτυχώς που το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής βρίσκεται πολύ κοντά και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλου ύψους κυμάτων.

Η είσοδος του λιμανιού βλέπει στο μαΐστρο και η μακριά τσιμεντένια προβλήτα βρίσκεται στην ανατολική του πλευρά, προστατεύοντας το λιμάνι από τους ανατολικούς κυρίως ανέμους. Η εσωτερική πλευρά της προβλήτας είναι γεμάτη από τα εκδρομικά καραβάκια και τις τοπικές ψαρόβαρκες. Στη δυτική πλευρά του λιμανιού βρίσκεται η μεγάλη τσιμεντένια προκυμαία όπου πιάνουν τα φέρρυ της γραμμής. Εδώ έχει στηθεί και ένα μεγάλο μνημείο, προσφορά του πολιτιστικού συλλόγου Αμμουλιανιωτών Θεσσαλονίκης, που απεικονίζει ολόκληρη τη θάλασσα της Προποντίδας και τις αλησμόνητες πατρίδες των ντόπιων.

Στη νότια πλευρά του λιμανιού υπάρχει μια φαρδιά πλακόστρωτη προκυμαία και μια μικρή αμμουδιά. Στην προκυμαία αυτή, όπου βρίσκονται και οι περισσότερες ψαρόβαρκες, τα νερά είναι πολύ ρηχά, με βάθος λιγότερο του ενός μέτρου, γεγονός που επιτρέπει την αγκυροβολία μόνο σκαφών μικρού βυθίσματος, εφόσον βέβαια βρεθεί κάποια ελεύθερη θέση. Πάνω ακριβώς από την προκυμαία της νότιας πλευράς βρίσκονται στη σειρά τα ταβερνάκια και οι καφετέριες, που βγάζουν τα τραπεζάκια τους πάνω σε μεγάλα ξύλινα πατάρια που φτάνουν κοντά στη θάλασσα.
Μπροστά στο λιμάνι, στο σημείο που ξεκινά η τσιμεντένια προβλήτα, βρίσκεται ένα από τα λιγοστά ιστορικά κτίρια του χωριού: Ο πέτρινος αρσανάς που χτίστηκε γύρω στο 1860 και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αγιορείτικης αρχιτεκτονικής. Είναι ένα διώροφο κτίσμα, στο ισόγειο του οποίου υπάρχει μια μεγάλη τοξωτή είσοδος από όπου οι μοναχοί τραβούσαν τις βάρκες τους για να τις προστατεύσουν από τον καιρό ή να τις επισκευάσουν. Ο πρώτος όροφος, στον οποίο οδηγεί μια πέτρινη εξωτερική σκάλα, αποτελούσε την κατοικία του αρσανάρη. Σήμερα, στον αρσανά στεγάζεται μια καφετέρια που φέρει το όνομά του.
Ακριβώς απέναντι από τον αρσανά βρίσκεται ένα υπέροχο διώροφο παραδοσιακό σπίτι, το ισόγειο του οποίου λειτουργεί τώρα ως καφετέρια με το όνομα «Άλλη μπάντα». Τα τραπεζάκια της βρίσκονται ακριβώς πάνω από την προκυμαία εξασφαλίζοντας την αμεσότερη επαφή με το λιμάνι, υπό τους ήχους μάλιστα της υπέροχης μουσικής που παίζουν συνήθως τα παιδιά του μαγαζιού. Δυστυχώς, το όμορφο αυτό παραδοσιακό σπίτι με τις υπέροχες αρχιτεκτονικές γραμμές, αποτελεί είδος προς εξαφάνιση, αφού τα περισσότερα νεόκτιστα σπίτια στο λιμάνι θυμίζουν κατασκευές μικρής και άχαρης πόλης που αλλοιώνουν βάναυσα το χρώμα του τόπου και του παλιού οικισμού. Τίποτα πια δεν θυμίζει την παλιά γειτονιά με τα ολόλευκα ισόγεια σπιτάκια με τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές. Είναι πραγματικά λυπηρό να βλέπει κανείς να δεσπόζουν μπροστά στο λιμάνι άσχημες πολυώροφες κατασκευές που δεν είναι αντάξιες του πολιτισμού μας και υποβιβάζουν κάθε έννοια αισθητικής. Είναι μάλιστα τόσο αποκρουστικές για τον επισκέπτη, που επισκιάζουν και τα λιγοστά υπέροχα κτίρια που βρίσκονται ανάμεσά τους.

Στα μονοπάτια του χωριού

Πήραμε τον κεντρικό ανηφορικό δρόμο του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ξεκινά αμέσως μετά την προβλήτα και μετά από εκατό περίπου μέτρα μάς οδηγεί στην κορυφή του λόφου. Αυτή η σύντομη διαδρομή μέσα στο χωριό θα μας αποκαλύψει μερικά όμορφα παλιά σπίτια με ολάνθιστες αυλές, που στέκουν εκεί επίμονα, τονίζοντας την πολύχρονη ιστορία τους. Πνιγμένα στο πράσινο, με κληματαριές, τριανταφυλιές, λεμονιές, ελιές, ακακίες και υπέροχες μπουκαμβίλιες, μας θυμίζουν πώς ήταν κάποτε ο παλιός οικισμός.

Σε λίγα λεπτά φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται η κεντρική πλατεία, που είναι με διαφορά το καλύτερο σημείο του χωριού. Μεγάλη και πλακοστρωμένη, περιβάλλεται από ιστορικά κτίρια, παραδοσιακά σπίτια και όμορφους ξενώνες. Αποτελεί μια υπέροχη γειτονιά, όπου ανηφορίζουν οι περισσότεροι δρόμοι του χωριού. Εδώ λαμβάνουν χώρα και τα «Αμμουλιανιώτικα», όπως ονομάζονται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του καλοκαιριού που περιελαμβάνουν παραδοσιακή μουσική, χορό και θεατρικές παραστάσεις.

Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει η πετρόχτιστη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία χτίστηκε το 1865 από μοναχούς της Μονής Βατοπεδίου. Στο εσωτερικό της φιλοξενούνται πολλές βυζαντινές εικόνες, τις οποίες μετέφεραν οι πρόσφυγες από τα Προικόνησα. Εδώ συναντήσαμε και τον Πατήρ Αντώνιο, πατέρα τεσσάρων παιδιών, που ζει εδώ και δέκα χρόνια στο νησί. Αφού μας ενημέρωσε για την ιστορία της εκκλησίας, η κουβέντα μας στράφηκε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι από την απουσία, ως είθισται, της πολιτείας. «Γυμνάσιο και Λύκειο δεν υπάρχουν στο νησί, και έτσι πενήντα και πλέον παιδιά ξυπνούν καθημερινά στις έξι και μισή το πρωί για να πάρουν το φέρρυ που θα τους μεταφέρει στην Τρυπητή, και από εκεί, τα παραλαμβάνει λεωφορείο για την Ιερισσό», θα μας πει με παράπονο ο Πάτερ Αντώνιος.
Δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου βρίσκεται το πολύ όμορφο πέτρινο παρεκκλήσι των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, ενώ ανάμεσά τους δεσπόζει το ψηλό καμπαναριό που χτίστηκε το 1995.

Λίγα μέτρα πιο πέρα από την εκκλησία συναντούμε το Λαογραφικό μουσείο του νησιού, το οποίο στεγάζεται σε ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο που χρονολογείται από το 1907. Το έχτισαν και αυτό οι μοναχοί της Μονής Βατοπεδίου και αρχικά χρησίμευε ως κατοικία τους. Αργότερα, με την άφιξη των προσφύγων, διαμορφώθηκε σε σχολείο, όπου μάλιστα λειτουργούσε και μαγειρείο που προσέφερε φαγητό στους μαθητές. Σήμερα, στον ισόγειο χώρο του κτιρίου στεγάζεται ο Πολιτιστικός σύλλογος και το Λαογραφικό μουσείο, όπου φιλοξενούνται τοπικές φορεσιές, παλιά σκεύη, υφαντά, ένας μεγάλος αργαλειός, το μεγάλο τζάκι με το καζάνι όπου ετοιμαζόταν το φαγητό των μαθητών, πλήθος από παλιές φωτογραφίες του νησιού και πολλά άλλα κειμήλια ιστορικής αξίας. Καθίσαμε για αρκετή ώρα κάτω από την αιωνόβια ελιά της πλατείας και θαυμάζαμε την υπέροχη αυτή γειτονιά που μας ταξίδευε με την ομορφιά και την απλότητά της σε άλλες εποχές.
Συνεχίζοντας τη γνωριμία μας με το χωριό, πήραμε τον κεντρικό δρόμο που κατηφορίζει από τη νότια πλευρά της πλατείας και από ψηλά ακόμα, φαίνεται πως οδηγεί στη θάλασσα. Στη σύντομη διαδρομή του, συναντούμε πολλά ασβεστωμένα σπιτάκια, οι μικρές αυλές των οποίων είναι πνιγμένες στα δέντρα και τα λουλούδια. Βγήκαμε τελικά σε ένα πολύ όμορφο και ήσυχο λιμανάκι, στο μυχό του οποίου βρίσκεται μια σχεδόν κυκλική αμμουδιά. Πρόκειται για την παραλία του Τζανή, όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται, από την ομώνυμη ταβέρνα που λειτουργεί εδώ από το 1927.
Το πλακόστρωτο δρομάκι που αγκαλιάζει την αμμουδιά και συνεχίζει μέχρι τη μικρή προβλήτα που φιλοξενεί τις λιγοστές βάρκες, καθώς και οι μικρές ασβεστωμένες κατοικίες με τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές που περιβάλλουν το μυχό του μικρού όρμου, συνθέτουν την ομορφότερη γειτονιά του χωριού. Χωρίς τις κακόγουστες συνήθως, σύγχρονες παρεμβάσεις, ολόκληρη αυτή η πλευρά του χωριού διατηρεί στο ακέραιο την αυθεντικότητα και το χρώμα του παλιού οικισμού, που με την απλότητά του εντυπωσιάζει και ξεκουράζει τον επισκέπτη.

Κάνοντας τον περίπλου

Με περίμετρο που δεν ξεπερνά τα 8 ναυτικά μίλια, η Αμμουλιανή αποτελεί έναν ιδανικό προορισμό ακόμα και για πολυήμερες διακοπές. Ιδιαίτερα μάλιστα αν συνδυαστεί και ως ορμητήριο για τις καθημερινές εξορμήσεις μας προς τις απόκρημνες ακτές του Αγίου Όρους και τα θεαματικά καστρομοναστήρια του, αλλά και προς τις ανατολικές ακτές του δεύτερου ποδιού της Χαλκιδικής, από τον όρμο της Παναγιάς μέχρι το Πόρτο Κουφό, που αποτελούν χωρίς καμιά αμφιβολία έναν επίγειο παράδεισο, όπου θα συναντήσουμε ό,τι ομορφότερο έχει να επιδείξει συνολικά η Χαλκιδική.
Ξεκινώντας από το λιμάνι με κατεύθυνση νοτιοανατολική, περιπλεύσαμε την πλευρά του νησιού που βλέπει προς το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. Εκτείνεται σε μια απόσταση δύο περίπου ναυτικών μιλίων, είναι η πιο ομαλή του νησιού χωρίς απόκρημνες ακτές, και χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία ανοιχτών και μεγάλων όρμων. Μετά τον μικρό όρμο του Τζανή ή Μικρό Λιμάνι όπως αλλιώς ονομάζεται, το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά του λόφου όπου είναι χτισμένο το χωριό, ανοίγονται στη σειρά τρεις όρμοι με τους οποίους μάλιστα έχουμε άμεση οπτική επαφή.

Πρώτα πρώτα συναντούμε τον όρμο Λιμάνι, ή αλλιώς όρμο του Κολιού, που είναι ο μεγαλύτερος του νησιού και βρίσκεται περίπου στο μέσον του. Στο βορινό του άκρο βρίσκεται η τοποθεσία Γλαστρί όπου φιλοξενείται το αλιευτικό λιμάνι του νησιού. Εδώ ελλιμενίζονται τα μεγάλα ψαράδικα, πίσω από τον μακρύ λιμενοβραχίονα που προστατεύει το λιμάνι από τους βοριάδες αλλά και από τους νοτιάδες του χειμώνα. Στη βορειοδυτική πλευρά του αλιευτικού καταφυγίου βρίσκονται πολλές τοπικές ψαρόβαρκες, οι οποίες είναι δεμένες σε μικρές ξύλινες και τσιμεντένιες σκάλες. Στο μεγάλο μυχό του όρμου του Κολιού σχηματίζεται μια όμορφη παραλία με πράσινα νερά, πλάι και κατά μήκος της οποίας τρέχει και ο στενός κεντρικός δρόμος που οδηγεί στο νοτιοανατολικό άκρο της Αμμουλιανής. Στο νότιο άκρο του όρμου βρίσκεται και το πολύ όμορφο ξενοδοχειακό συγκρότημα «Αγιονήσι», το μοναδικό με κυκλαδίτικο χρώμα, όπου κυριαρχεί το λευκό με τα μπλε πορτοπαράθυρα και τις επίπεδες οροφές. Εδώ κανείς μπορεί να έρθει με το σκάφος του και να δέσει στη μικρή προκυμαία, η οποία προστατεύεται από έναν μικρό κυματοθραύστη. Ένα όμορφο πλακόστρωτο μονοπάτι συνδέει την προκυμαία με τα δωμάτια που βρίσκονται λίγα μέτρα πιο πάνω, στην πλαγιά του λόφου.
Μετά το Αγιονήσι, μέχρι το νότιο κάβο του όρμου του Κολιού, σχηματίζονται ακόμα δύο μικρές αμμουδιές με υπέροχα νερά. Καβαντζάροντας έναν μικρό κάβο, μπροστά μας ανοίγεται η μεγάλη παραλία του Αη Γιώργη, η οποία οφείλει το όνομά της στο ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται στην ακτή. Η ψιλή άμμος και τα καταπράσινα νερά συνιστούν μια υπέροχη παραλία, ιδιαίτερα προς τη δυτική της πλευρά. Στη μέση περίπου της ακτής, μια μικρή και στενή λωρίδα άμμου εισχωρεί για αρκετά μέτρα στη θάλασσα δημιουργώντας ένα πολύ όμορφο θέαμα. Εκεί βρίσκεται και η ταβέρνα του Σαράντη που στεγάζεται σε ένα παλιό και όμορφο σπίτι, τα τραπεζάκια της οποίας βρίσκονται κάτω από την σκιά των δέντρων, σε ένα αυθεντικό και παρθένο περιβάλλον.
Λίγο πιο κάτω συναντούμε τον πολύ όμορφο ξενώνα «Γρίπος», που αποτελείται από μικρά ανεξάρτητα συγκροτήματα δεκατεσσάρων δωματίων, φωλιασμένα στη βορινή πλευρά ενός καταπράσινου χαμηλού λόφου. Ο ανεμόμυλος-μπαράκι που βρίσκεται στην αμμουδιά, οι ξύλινες ομπρέλες καθώς και η ξύλινη σκάλα για την εξυπηρέτηση μικρών σκαφών, συνιστούν ένα πολύ όμορφο καταφύγιο, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που προτιμούν να διανυκτερεύουν σε δωμάτια και να έχουν δεμένο το σκάφος τους ακριβώς μπροστά τους.
Στην ξύλινη σκάλα του Γρίπου ήμασταν κι εμείς αγκυροβολημένοι για τρεις μέρες, από εκεί ξεκινούσαμε τις εξορμήσεις μας στο νησί και εκεί καταλήγαμε το απόγευμα, από όπου απολαμβάναμε το απίθανο ηλιοβασίλεμα, κυκλωμένοι από τους πολυάριθμους γλάρους που επίσης συχνάζουν εκεί. Τα βράδια μας τα περνούσαμε στον ανεμόμυλο ακούγοντας όμορφη μουσική, παρέα με τη Μαλαματένια, τον Γιάννη, τη Βούλα και τον Τάσο. Και πραγματικά, νιώθαμε πως βρισκόμασταν κάπου πολύ μακριά, απομονωμένοι και ξεχασμένοι στην αγκαλιά της θάλασσας.

Ένας χαμηλός κατάφυτος λόφος χωρίζει την ακτή του Αη Γιώργη από την ακτή της Μεγάλης Άμμου, η οποία βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα του νησιού που κοιτά προς το Άγιο Όρος. Χωρίς καμιά αμφιβολία είναι η ομορφότερη ακτή αυτής της πλευράς και μια από τις ωραιότερες της Χαλκιδικής. Με φαρδιά και ελαφρά ανηφορική αμμουδιά, με κρυστάλλινα καταπράσινα νερά και με πυκνή βλάστηση, αποτελεί στολίδι για την Αμμουλιανή και έναν από τους σημαντικότερους πόλους έλξης του νησιού. Στη δυτική της πλευρά, μέσα σε μια όαση από πεύκα, βρίσκεται το μεγάλο beach bar «Island», που βγάζει πλήθος από ομπρέλες στην αμμουδιά, ενώ στην ανατολική της πλευρά, κάτω από τα αρμυρίκια και τις μεγάλες λεύκες βρίσκεται το κάμπινγκ με τα τροχόσπιτα και τις όμορφες ξύλινες κατασκευές. Στο μέσο της Μεγάλης Άμμου και λίγο ψηλότερα από την αμμουδιά, φωλιασμένη μέσα στο πράσινο, βρίσκεται η ομώνυμη ταβέρνα-ουζερί. Με εξαιρετική κουζίνα και απίθανη θέα προς την Ουρανούπολη, τα νησάκια Δρένια αλλά και την επιβλητική κορυφή του Άθω, αποτελεί πλέον μια εξαιρετική γωνιά που δέχεται καθημερινά πολύ κόσμο.
Βρισκόμασταν για αρκετή ώρα στη Μεγάλη Άμμο και πάνω από το φουσκωτό παρατηρούσαμε το τελείωμά της, εκεί όπου το μικρό εκκλησάκι και ο ξεκομμένος βράχος συνθέτουν μια πολύ όμορφη εικόνα. Τα νησάκια Δρένια που βρίσκονται παραδίπλα, έδειχναν σε απόλυτη συνέχεια με το νοτιοανατολικό άκρο της Αμμουλιανής, αφού κανένα πέρασμα δεν διακρινόταν, ενώ πίσω από αυτά σηκωνόταν επιβλητικά η κορυφή του Άθω.

Συνεχίζοντας τον περίπλου μας, καβαντζάραμε το νοτιοανατολικό άκρο της Αμμουλιανής και περάσαμε πολύ προσεκτικά από το Διαπόρτι, όπως λέγεται το πέρασμα ανάμεσα από την Αμμουλιανή και το νησάκι Φύτη, που είναι το δυτικότερο από τα Δρένια. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τώρα την πλευρά του νησιού που βλέπει προς το δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής και εκτείνεται σε μια απόσταση τριών ναυτικών μιλίων. Είναι η πιο απόκρημνη και εντυπωσιακή πλευρά της Αμμουλιανής με τους κατάφυτους λόφους να πέφτουν απότομα στη θάλασσα και να σχηματίζουν υπέροχους όρμους. Μετά από διαδρομή χιλίων περίπου μέτρων βραχώδους και αλίμενης ακτής, ανοίγεται ένας πολύ όμορφος όρμος, το Τουρκολίμανο όπως χαρακτηριστικά λέγεται, στη νότια πλευρά του οποίου σχηματίζεται η πιο μοναχική παραλία του νησιού. Μπορεί ο βυθός να είναι σπαρμένος με πέτρες, η ολόλευκη όμως μικρή αμμουδιά, τα κρυστάλλινα νερά και η οργιώδης βλάστηση τριγύρω συνιστούν ένα μοναδικό και κυρίως παρθένο τοπίο, όπου μπορούμε να απολαύσουμε υπέροχες στιγμές ξεγνοιασιάς και χαλάρωσης.
Στον επόμενο κάβο συναντούμε δύο επικίνδυνους βράχους που εξέχουν ένα μέτρο περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας, σε απόσταση 30 και 50 μέτρων αντίστοιχα από την ακτή. Θαυμάζοντας τα όμορφα σπίτια που βρίσκονται από πάνω μας, στο χείλος κυριολεκτικά της απότομα κομμένης ακτής, αρχίσαμε να μπαίνουμε σιγά σιγά στον μαγευτικό όρμο των Αλυκών.

Εδώ και πολλά χρόνια οι Αλυκές αποτελούν τη διασημότερη ακτή της Αμμουλιανής, που προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες τους θερινούς μήνες. Η τεράστια και απλωτή ολόλευκη αμμουδιά που εκτείνεται κυκλικά για πολλές εκατοντάδες μέτρα και τα ρηχά καταπράσινα νερά παραπέμπουν σε εξωτικούς παραδείσους.
Οι Αλυκές έχουν γίνει το σήμα κατατεθέν του νησιού και θεωρείται από τους περισσότερους η ομορφότερη παραλία. Εδώ είναι το χαμηλότερο αλλά και στενότερο σημείο του νησιού, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 400 μέτρα. Ακριβώς πίσω από την αμμουδιά βρίσκεται και μια μικρή λίμνη, η οποία όμως στερεύει τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι Αλυκές είναι η πιο πολυσύχναστη και οργανωμένη παραλία του νησιού, στο μέσο της οποίας βρίσκεται και το μοναδικό κάμπινγκ, που συγκεντρώνει πολύ κόσμο. Στη νότια πλευρά της αμμουδιάς βρίσκεται ένα μικρό beach bar, ενώ στο βορινό της άκρο, στη ρίζα του λόφου, συναντούμε το υπέροχο μπαράκι «Σαβάνα». Εδώ υπάρχει και ένα μικρό τσιμεντένιο ντοκάκι όπου μπορούμε να δέσουμε και να βγούμε στην αμμουδιά.

Δεν χάσαμε βέβαια την ευκαιρία και βγήκαμε για ένα παγωμένο καφεδάκι στη «Σαβάνα». Θέλοντας να ανεβούμε ψηλά στον κάβο για να θαυμάσουμε τη μοναδική παραλία των Αλυκών, ξεκινήσαμε να ψάχνουμε για κάποιο μονοπάτι. Δυστυχώς όμως, τα βράχια είναι πολύ απότομα και έτσι αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε τον κάβο γύρω γύρω και να βγούμε στην πίσω του πλευρά. Από εδώ η πλαγιά είναι πιο ομαλή, αλλά η πυκνή βλάστηση μας δυσκόλεψε αρκετά. Όταν μάλιστα φτάσαμε στην κορυφή, εντελώς ανυποψίαστοι, δεχτήκαμε μια λυσσαλέα επίθεση από δύο γλάρους, οι οποίοι κρώζοντας δυνατά, εκτελούσαν χαμηλές πτήσεις περνώντας μόλις λίγα εκατοστά πάνω από τα κεφάλια μας, γεγονός που μας έκανε να σκύβουμε διαρκώς. Σκεφτήκαμε πως κάπου εδώ θα είχαν τις φωλιές τους και προφανώς τους ανησυχήσαμε. Κοιτώντας όμως λίγο πιο προσεκτικά δίπλα μας, παρατηρήσαμε τρία μεγάλα γκριζοπράσινα αυγά και αμέσως καταλάβαμε την αγωνία των γλάρων και την επιθετική τους συμπεριφορά.
Πηγαίνοντας λίγα μέτρα πιο πέρα, οι γλάροι ηρέμησαν και εμείς με την ησυχία μας πια, απολαμβάναμε το μαγευτικό θέαμα που μας πρόσφεραν οι Αλυκές από ψηλά.

Μια πραγματικά εξωτική παραλία απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας και μοναδικά γαλαζοπράσινα χρώματα γέμιζαν υπέροχα τον ορίζοντά μας. Στο ύψος του βορινού κάβου των Αλυκών, και σε απόσταση 70 περίπου μέτρων από την ακτή υπάρχει ένας λείος βράχος που εξέχει αρκετά από τη θάλασσα, ενώ γύρω από αυτόν τα νερά είναι αβαθή και επικίνδυνα για τα διερχόμενα σκάφη. Αμέσως μετά ανοίγεται ο όρμος του Καλοπήγαδου με ρηχά νερά και γκρίζα αμμουδιά στο μυχό του. Εδώ βρισκόταν το μοναδικό πηγάδι με καλό νερό (Καλοπήγαδο), από όπου υδρευόταν ολόκληρο το χωριό, καθώς και ένας αλευρόμυλος για τα σιτάρια.

Συνεχίζοντας την πορεία μας συναντούμε έναν ανοιχτό όρμο, όπου σχηματίζονται δύο πολύ μικρές παραλίες χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Καθώς προχωράμε, τα βράχια της ακτής γίνονται πιο σκούρα και μετά από λίγα μέτρα ανοίγεται ακόμα ένας μαγευτικός όρμος, ο οποίος εισχωρεί αρκετά μέσα στη στεριά. Τα Καραγάτσια, όπως αποκαλείται αυτός ο όρμος, είναι ο τελευταίος αυτής της πλευράς του νησιού και ένας από τους εντυπωσιακότερους της Αμμουλιανής. Με τα κρυστάλλινα νερά του, τη χρυσαφένια απλωτή αμμουδιά που σκεπάζει το μυχό του, και τους καταπράσινους ψηλούς λόφους που τον περιβάλλουν, είναι σίγουρο πως θα τραβήξει την προσοχή μας. Υπάρχει ένα πολύ μικρό τσιμεντένιο ντοκάκι όπου μπορούμε να δέσουμε και να βγούμε στην υπέροχη αμμουδιά. Μια μικρή καντίνα που βγάζει τραπεζάκια και ομπρέλες στην αμμουδιά αναλαμβάνει να ξεδιψάσει τους επισκέπτες, που τα τελευταία χρόνια όλο και αυξάνονται. Πίσω από την αμμουδιά δεσπόζουν οι πανύψηλες λεύκες που με την παρουσία τους ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο τον υπέροχο αυτό όρμο. Ένας μεγάλος πάγκος που βρίσκεται στη βορινή πλευρά του, λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, εμποδίζει την προσέγγισή μας στην αμμουδιά, κάτι όμως που μπορεί να γίνει αν κατευθυνθούμε προς τη νότια πλευρά της ακτής. Στο ντοκάκι που βρίσκεται στην αμμουδιά έχουμε περάσει αλησμόνητες νύχτες, αφού τα Καραγάτσια αποτελούν ένα ασφαλέστατο αραξοβόλι, απόλυτα προστατευμένο από τα μελτέμια. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο συγκεντρώνεται βέβαια πολύς κόσμος, μπορούμε όμως να προσεγγίσουμε το απόγευμα και να περάσουμε ένα πολύ όμορφο βράδυ στο μικρό ντοκάκι.

Καβαντζάροντας το ακρωτήρι Κόκκινο περάσαμε στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, η οποία είναι και η μικρότερη, φτάνοντας το ενάμισι ναυτικό μίλι. Χαρακτηρίζεται από χαμηλούς λόφους, οι οποίοι σκεπάζονται από θαμνώδη βλάστηση και αρκετές ελιές, και κατεβαίνουν ομαλά στη θάλασσα χωρίς τη δημιουργία εντυπωσιακών όρμων. Πρώτα πρώτα συναντούμε την όμορφη αμμουδιά της Φάκας και ακριβώς απέναντι δύο μικρές νησίδες σε απόσταση τριακοσίων μέτρων από την ακτή. Τη νησίδα Ρυάκι και τη νησίδα Ρέμα, όπου μάλιστα μπορούμε να διανυκτερεύσουμε αφού απαγκιάζει πολύ καλά από τα μελτέμια. Τα νερά γύρω από αυτά τα νησάκια δεν κρύβουν κινδύνους, αρκεί βέβαια να κινούμαστε λίγες δεκάδες μέτρα ανοιχτά τους.
Αμέσως μετά τη Φάκα σχηματίζεται ακόμα μια όμορφη αμμουδιά, πλάι στην οποία βρίσκονται 2-3 χαμηλά σπιτάκια, χωρίς να αλλοιώνουν το γύρω φυσικό τοπίο. Στη μέση περίπου αυτής της πλευράς του νησιού υπάρχει ακόμα μία καλοσχηματισμένη παραλία με καταπράσινα νερά, η οποία είναι από τις ελάχιστες χωρίς οδική πρόσβαση. Σύντομα καβαντζάραμε το ακρωτήρι Τρυγόνα και η πλώρη μας σημάδευε ξανά το λιμάνι, κλείνοντας έτσι τον πολύ όμορφο περίπλου μας.

Αστείρευτο το πάθος!
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που τρεις-τέσσερις άνθρωποι στριμωγμένοι στο μικρό συμβατικό φουσκωτό βάζαμε πλώρη για τα Γαϊδουρονήσια και ανακαλύπταμε τους παραδείσους των ονείρων μας. Το ταξίδι από το δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής φάνταζε σαν ένα μικρό κατόρθωμα, γεμάτο με ένταση και περιπέτεια, ιδιαίτερα όταν η θάλασσα ξεπερνούσε τα 4 μποφόρ. Φορτωμένοι με σκηνές, ψυγεία, ψαροτούφεκα και υπνόσακους, προσπαθούσαμε να πλανάρουμε το μισοβουλιαγμένο από το βάρος φουσκωτάκι που πεισματικά έστρεφε μόνιμα την πλώρη του προς τον ουρανό. Τα 9 μίλια που μας χώριζαν από τα νησάκια φάνταζαν σαν ένα τεράστιο μεσοπέλαγο πέρασμα γεμάτο με αλησμόνητες εκπλήξεις. Κι όταν ερχόμασταν αντιμέτωποι με λίγο μεγάλα κύματα, που τότε φάνταζαν με απροσπέλαστα βουνά, γυρνούσαμε απότομα τη λαγουδέρα και τα βάζαμε πρύμα, για να ξαναορτσάρουμε στη συνέχεια, και μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο συνεχίζαμε στην πορεία μας με αστείρευτο πάθος και απίστευτη διάθεση για περιπέτεια.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα της ερημικής παραλίας που κάθε φορά επιλέγαμε, μετά την πολυπόθητη άφιξή μας. Ολόκληρη η αμμουδιά γέμιζε με τα υπάρχοντά μας, και απορούσαμε πώς ήταν δυνατόν όλα αυτά τα πράγματα να χωρούν στο μικρό φουσκωτάκι. Αφού στήναμε έναν μικρό καταυλισμό, φορούσαμε τις στολές μας και τις περισσότερες ώρες της ημέρας επιδιδόμασταν στο αγαπημένο μας σπορ. Το ψαροτούφεκο ήταν τότε το μεγάλο μας πάθος. Κι όταν κάποια στιγμή βγαίναμε από τη θάλασσα, γεμάτοι με σαργούς, λαυράκια και μεγάλες μπάφες, απλώναμε όλα τα ψάρια πάνω σ' ένα βράχο για την απαραίτητη φωτογράφηση. Το βράδυ, μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά και καθώς οι μυρωδιές από τα ψάρια που σιγοψήνονταν μάς «έσπαγαν» τη μύτη, ο καθένας μας εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια, πού και κυρίως πώς τουφέκισε κάθε ψάρι. Καθώς τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, ευχόμασταν πάντα καλές ψαριές και κλείναμε ήδη το ραντεβού μας για το επόμενο Σαββατοκύριακο. Ζούσαμε στο δικό μας κόσμο και το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να περάσει γρήγορα η εβδομάδα για να ξαναβρεθούμε στη θάλασσα, σε κάποια καινούρια ακτή που θα ικανοποιούσε τη μεγάλη μας δίψα για νέες περιπλανήσεις και ανακαλύψεις.
Μπορεί τα χρόνια να περνούν, το συμβατικό φουσκωτάκι να μεγάλωσε και να απέκτησε πολυεστερική γάστρα, μπορεί τα κύματα να τα περνάμε τώρα πιο ανώδυνα και οι αποστάσεις να έχουν λάβει το πραγματικό τους μέγεθος, η δίψα μας όμως και το αστείρευτο πάθος μας για τη θάλασσα παραμένουν και έχουν γίνει μια μαγευτική συνήθεια, η οποία εξακολουθεί να μας συναρπάζει, να μας θρέφει και να μας κρατά ζωντανούς και γεμάτους ενέργεια.

Νησίδες Δρένια (Γαϊδουρονήσια)

Τα μικροσκοπικά αυτά νησάκια, από μόνα τους αποτελούν έναν πολύ σημαντικό λόγο για να επισκεφθεί κανείς την Αμμουλιανή. Μια μικρή όαση από κουκίδες γης που είναι διάσπαρτες στο βαθύ μπλε της θάλασσας. Ένας ξεχωριστός ταξιδιωτικός προορισμός που σίγουρα αξίζει της προσοχής μας. Αποτελούν συνέχεια του νοτιοανατολικού άκρου της Αμμουλιανής από το οποίο χωρίζονται με ένα στενό δίαυλο διακοσίων περίπου μέτρων. Τα νησάκια Δρένια ή Γαϊδουρονήσια όπως είναι περισσότερο γνωστά, αποτελούν ένα σύμπλεγμα έξι νησίδων με πολύ χαμηλό υψόμετρο.

Tο νησάκι Φύτη, το νησάκι Άρτεμις ή Ελιά (επειδή είναι κατάφυτο από ελιές) και το νησάκι Πέννα ή Σπαρμένο (γιατί το όργωναν και έσπερναν σιτάρι) που είναι ανατολικότερα, είναι τα μεγαλύτερα και βρίσκονται νότια, ενώ η βραχονησίδα Παλαμάρι, η νησίδα της Νύχτας και το Ποντικονήσι (Φρύνη) ανατολικότερα, όπου βρίσκεται και ο μοναδικός φάρος του συμπλέγματος, είναι πολύ μικρά και βρίσκονται λίγο βορειότερα, με περίμετρο η οποία εξαντλείται σε μερικές δεκάδες μέτρα.
Τα τρία μεγαλύτερα νησάκια βρίσκονται στη σειρά, από δυτικά προς ανατολικά, με περάσματα μόλις λίγων μέτρων μεταξύ τους και εκτείνονται σε συνολική απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου, σχηματίζοντας έναν φυσικό κυματοθραύστη που προστατεύει την Αμμουλιανή από τους ισχυρούς νοτιάδες του χειμώνα. Οι νότιες πλευρές των νησίδων αυτών είναι βραχώδεις και απόκρημνες, σε αντίθεση με τις βορινές όπου σχηματίζονται υπέροχες αμμουδιές που φιλοξενούν πολύ κόσμο τους θερινούς μήνες. Με κορυφαίες την αμμουδιά που σχηματίζεται στη δυτική πλευρά της νησίδας Σπαρμένο και την μεγαλύτερη αμμουδιά του συμπλέγματος που σχηματίζεται στη βορινή πλευρά της νησίδας της Ελιάς, αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών που καταφθάνουν εδώ με εκδρομικά σκάφη, με ενοικιαζόμενες βάρκες ή με δικά τους σκάφη αναψυχής.

  • Νησίδα Φύτη
    Είναι το πρώτο νησάκι που συναντούμε μετά την νοτιοανατολική απόληξη της Αμμουλιανής. Η περίμετρός του δεν ξεπερνά τα 500 μέτρα και χωρίζεται από την Αμμουλιανή με στενό δίαυλο πλάτους διακοσίων περίπου μέτρων. Το πέρασμα αυτό ονομάζεται Διαπόρτι, γιατί από εδώ διέρχονται τα περισσότερα σκάφη. Οφείλουμε όμως να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διασχίζουμε το Διαπόρτι λόγω της ύπαρξης πολλών σκοπέλων και υφάλων που υπάρχουν προς την πλευρά της Αμμουλιανής. Για μεγαλύτερη ασφάλεια πρέπει να περνάμε πλησιάζοντας περισσότερο προς τη νησίδα Φύτη, και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα από τη μέση περίπου του διαύλου (όπου υπάρχει μια πολύ επικίνδυνη ξέρα που βρίσκεται μόλις λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας) και της νησίδας Φύτη.
    Η νησίδα Φύτη χωρίζεται από τη νησίδα της Ελιάς που βρίσκεται ανατολικότερα με ένα στενό δίαυλο. Ο δίαυλος αυτός έχει πλάτος 100 περίπου μέτρων στη βορινή του είσοδο, ενώ στη νότια πλευρά του το άνοιγμα είναι μόλις 40 μέτρα λόγω της ύπαρξης ενός μεγάλου και χαμηλού βράχου που βρίσκεται στη νότια είσοδο του διαύλου. Η διέλευση από αυτόν το δίαυλο είναι εφικτή αν κρατήσουμε πορεία στο μέσον του, όπου τα βάθη ξεκινούν από το ένα περίπου μέτρο στη βορινή του είσοδο και αυξάνονται βαθμιαία ξεπερνώντας τα τρία μέτρα στη νότια είσοδό του. Στην ανατολική πλευρά της νησίδας Φύτη, αυτή δηλαδή που βλέπει στο δίαυλο, σχηματίζεται μια πολύ μικρή αμμουδιά όπου μπορούμε να προσεγγίσουμε και να κατασκηνώσουμε, απολαμβάνοντας τη γαλήνη του τόπου ως οι μοναδικοί «κάτοικοι» της μικρής αυτής κουκίδας γης.
  • Νησίδα Ελιά
    Είναι το μεγαλύτερο και ψηλότερο από όλα τα νησάκια του συμπλέγματος, το οποίο μάλιστα βρίσκεται στο κέντρο του. Παλιότερα ονομαζόταν Άρτεμις, αργότερα όμως έγινε γνωστό ως το νησάκι της Ελιάς, επειδή είναι κατάφυτο από ελαιόδεντρα. Δυτικά χωρίζεται από έναν στενό δίαυλο από τη νησίδα Φύτη, ενώ ανατολικά χωρίζεται από έναν δίαυλο πλάτους μόλις 90 μέτρων από τη νησίδα Σπαρμένο. Τα βάθη ανάμεσα στην Ελιά και το Σπαρμένο είναι μικρά, όχι όμως απαγορευτικά για τη διέλευση σκαφών. Η περίμετρός του φτάνει το ενάμισι χιλιόμετρο και έχει μήκος 600 μέτρα και μέσο πλάτος 250 μέτρα.
    Η Ελιά είναι το μοναδικό «κατοικημένο» νησάκι του συμπλέγματος, μόνο όμως για τους καλοκαιρινούς μήνες. Πριν αρκετά χρόνια, όταν ξεμείναμε εδώ λόγω καιρού, νομίζαμε πως βρισκόμασταν σε μια απολύτως ακατοίκητη βραχονησίδα. Τίποτα δεν πρόδιδε τα τροχόσπιτα που είναι αθέατα μέσα στην πυκνή βλάστηση και τα ελαιόδεντρα. Μια σύντομη βόλτα όμως μας αποκάλυψε έναν ολόκληρο οικισμό τροχόσπιτων και ξυλοκατασκευών, με όμορφους περιποιημένους κήπους που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του δυτικού τμήματος της νησίδας. Ένας «οικισμός» που κατοικείται μόνο τους θερινούς μήνες και το νησάκι σφύζει από ζωή.
    Η Ελιά, όπως και η Αμμουλιανή, ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου, το οποίο μετά την Μικρασιατική καταστροφή μοιράστηκε σε οικογένειες προσφύγων. Αξίζει πραγματικά να περπατήσουμε στη μικρή αυτή νησίδα, της οποίας η εξερεύνηση δεν θα μας πάρει περισσότερο από μισή ώρα, να χαρούμε την πλούσια βλάστηση και φτάνοντας στις κορυφές των νότιων και απόκρημνων ακτών να θαυμάσουμε την απεριόριστη θέα προς το πέλαγος και την επιβλητική κορυφή του Άθω.
    Η βορινή πλευρά της Ελιάς, που είναι και η μοναδική από όπου μπορούμε να προσεγγίσουμε με το σκάφος μας, είναι πολύ ομαλή και σχεδόν ολόκληρη, αποτελεί μια απέραντη αμμουδιά που ξεπερνά τα 500 μέτρα μήκος. Περίπου στο μέσο της, έχει στηθεί ένα αναψυκτήριο-ταβέρνα που απλώνει πλήθος από ξαπλώστρες και ομπρέλες στην πλατιά αμμουδιά. Εδώ βρίσκεται και μια μικρή ξύλινη σκάλα που εξυπηρετεί τα εκδρομικά καραβάκια που καταφθάνουν γεμάτα με κόσμο από την Αμμουλιανή και την Ουρανούπολη. Η αμμουδιά αυτή, μαζί με τη νησίδα Παλαμάρι και τη νησίδα της Νύχτας, που βρίσκονται μερικές δεκάδες μέτρα βορειότερα, αλλά και τη νησίδα Σπαρμένο ανατολικότερα, οριοθετούν μια μικρή εσωτερική θαλάσσια περιοχή με πολύ ρηχά νερά. Μια μοναδική φυσική πισίνα, με καταπράσινα νερά και αμμώδη βυθό, που συνιστά ένα πολύ ξεχωριστό και υπέροχο θέαμα. Ο αριθμός των σκαφών αναψυχής που καταφθάνουν εδώ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο είναι πολύ μεγάλος, κατακλύζοντας την περιοχή αγκυροβολώντας αρόδου.
  • Νησίδα Σπαρμένο
    Έχει περίμετρο μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου και αποτελείται από δύο πολύ χαμηλούς λόφους, γυμνούς από δέντρα, έναν βορινό και έναν νότιο, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους στο κέντρο της νησίδας με μια μικρή πεδιάδα. Αυτό είναι και το στενότερο σημείο της, που το πλάτος του δεν ξεπερνά τα εξήντα μέτρα, και εδώ σχηματίζονται δύο παραλίες: Μία που βλέπει ανατολικά προς τις ακτές του Αγίου Όρους και μία που βλέπει δυτικά, η οποία είναι και από τις ομορφότερες παραλίες του συμπλέγματος, εξασφαλίζοντάς μας παράλληλα ένα εξαιρετικό αγκυροβόλιο και ένα υπέροχο θέαμα κατά τη δύση του ηλίου. Η πλατιά ολόλευκη αμμουδιά και τα καταπράσινα νερά είναι βέβαιο πως θα μαγέψουν και τους πιο απαιτητικούς επισκέπτες.

Η διανυκτέρευση εδώ είναι μια υπέροχη εμπειρία, δίνοντάς μας έντονα την αίσθηση των «ευτυχισμένων ναυαγών» πάνω σε μια πολύ μακρινή κουκίδα γης. Μόνο η θέα των κοντινών ακτών θα μας θυμίζει πως όλο αυτό που ζούμε είναι μια γλυκιά ψευδαίσθηση. Αν θέλουμε λοιπόν να ζήσουμε για λίγο σαν Ροβινσώνες και να βιώσουμε την απόλυτη αίσθηση απομόνωσης που μπορεί να μας προσφέρει αυτή η νησίδα, πρέπει να προσεγγίσουμε στο Σπαρμένο την άνοιξη ή νωρίς τον Ιούνιο. Τους επόμενους μήνες η όμορφη δυτική παραλία γεμίζει ασφυκτικά από κατασκηνωτές και σκάφη αναψυχής.
Πλησιάσαμε σιγά σιγά και η ίσαλος σύρθηκε πάνω στην ολόλευκη ψιλή αμμουδιά. Πηδήξαμε έξω και σταθήκαμε να θαυμάσουμε το καταπράσινο νησάκι που αυτή την εποχή (άνοιξη) έμοιαζε με ένα μικρό λιβάδι, σπαρμένο με λογής λουλούδια, μέσα στο πέλαγος. Μοναδικές παρουσίες στο νησάκι ήταν ο καπετάν Παναγιώτης που μαστόρευε τη βάρκα του λίγο πιο πέρα, και οι πολυάριθμοι γλάροι που λιαζόντουσαν στη βορινή πλαγιά και άρχισαν να πετούν και να κρώζουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας όταν κατευθυνθήκαμε προς το μέρος τους. Αφού τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες, πλησιάσαμε τον καπετάν Παναγιώτη και πιάσαμε την κουβέντα.
«Είμαι από τις πεντέμιση η ώρα στη θάλασσα για να σηκώσω τα δίχτυα μου. Μετά από τρεις ολόκληρες ώρες έβγαλα μόλις δύο κιλά μπακαλιάρους», μας είπε απογοητευμένος και συνέχισε: «Τα αλιεύματα έχουν μειωθεί δραματικά και αν η πολιτεία δεν πάρει σύντομα τα μέτρα που πρέπει, θα νεκρώσουν εντελώς οι θάλασσές μας». Τον ρωτήσαμε για τα νησάκια και μας είπε πως τα λένε Γαϊδουρονήσια γιατί εδώ έφερναν τα γέρικα γαϊδούρια για να πεθάνουν.
«Για πολλά χρόνια, την Καθαρά Δευτέρα όλοι οι κάτοικοι της Αμμουλιανής, αλλά και πολλοί από την Ουρανούπολη, τα Νέα Ρόδα και την Ιερισσό, ερχόντουσαν με βάρκες και καΐκια στο νησάκι της Ελιάς. Με ψάρια, αχινιούς, φούσκες, πεταλίδες και άφθονο ντόπιο κρασί, γλεντούσαμε μέχρι αργά το βράδυ. Πάνε περίπου είκοσι χρόνια τώρα που το όμορφο αυτό έθιμο σταμάτησε γιατί το λιμεναρχείο μάς απαγόρεψε να γεμίζουμε με κόσμο τις βάρκες μας…», μας είπε ο καπετάν Παναγιώτης, νοσταλγώντας τα παλιά χρόνια.

Για όσους ταξιδεύουν

  • Ολόκληρη η Αμμουλιανή περιβάλλεται από πολλές όμορφες αμμουδιές, με κορυφαίες τις Αλυκές, τη Μεγάλη Άμμο και τα Καραγάτσια. Από τη νότια πλευρά του χωριού ξεκινούν δύο ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Ο ένας τρέχει νότια και φτάνει μέχρι τη Μεγάλη Άμμο στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Μέχρι το Αγιονήσι είναι ασφαλτοστρωμένος, ενώ μετά συνεχίζει ως χωματόδρομος. Στη μέση περίπου αυτού του δρόμου υπάρχει διακλάδωση που οδηγεί στις Αλυκές. Ο άλλος δρόμος τρέχει δυτικά και οδηγεί στην άλλη πλευρά του νησιού, στα περίφημα Καραγάτσια. Ακόμα και στην πιο απομακρυσμένη παραλία να κατευθυνθούμε, δεν θα χρειαστούμε περισσότερο από δέκα λεπτά της ώρας.
  • Στα νησάκια Δρένια, αν δεν διαθέτουμε δικό μας σκάφος, μπορούμε να πάμε με τα εκδρομικά καραβάκια ή να ενοικιάσουμε κάποια βάρκα από την Αμμουλιανή ή τη γειτονική Ουρανούπολη.
  • Στην Αμμουλιανή και τα Δρένια δεν θα συναντήσουμε ποτέ σκληρές θάλασσες τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής βρίσκεται πολύ κοντά και τα προστατεύει από τα μελτέμια. Ακόμα και όταν αυτά ξεπερνούν τα 7 μποφόρ, το μοναδικό πρόβλημα είναι η δύναμη του αέρα και όχι η θάλασσα που δεν έχει το χώρο για να αναπτυχθεί και να σηκώσει μεγάλου ύψους κύματα. Τα μεγαλύτερα κύματα έρχονται συνήθως από το άκρο του Αγίου Όρους, δίνοντας την εντύπωση σοροκάδας, πρόκειται όμως για το γύρισμα του καιρού μέσα στον Σιγγιτικό κόλπο, όταν λυσσομανούν τα μελτέμια.
  • Όταν η κορυφή στον Άθω έχει καπέλο σύννεφα, είναι ένδειξη καλού καιρού και το μόνο που έχουμε να περιμένουμε είναι η εμφάνιση της μπουκαδούρας μετά το μεσημέρι.
  • Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αμμουλιανής είναι πως πάντοτε μπορούμε να βρισκόμαστε σε γαλήνια νερά, αφού οι αποστάσεις είναι πολύ μικρές και έτσι όταν έχει καιρό από τις παραλίες της μιας πλευράς μπορούμε γρήγορα να βρίσκουμε απάγκιο στις παραλίες της άλλης πλευράς.
  • Για διανυκτέρευση στο σκάφος προτιμήστε την εσωτερική θάλασσα ανάμεσα στα Δρένια, το Τουρκολίμανο ή τα Καραγάτσια.
  • Δυστυχώς, το μοναδικό βενζινάδικο του νησιού έχει κλείσει και έτσι είναι πλέον αδύνατος ο ανεφοδιασμός. Καύσιμα θα αναζητήσουμε στην Ουρανούπολη ή στον όρμο της Παναγιάς που βρίσκεται στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής και απέχει 9 ναυτικά μίλια από το λιμάνι της Αμμουλιανής.
  • Επικίνδυνα σημεία:
    Πολύ κοντά στις νότιες ακτές των νησίδων της Ελιάς και του Σπαρμένου υπάρχουν πολλοί σκόπελοι και ύφαλοι. Στην ανατολική πλευρά της ακτής του Αη Γιώργη, μπροστά από τον ξενώνα του Γρίπου και σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων, αναδύεται ένας μακρόστενος βράχος που εξέχει ένα μόλις μέτρο από τη θάλασσα. Κοντά στο νότιο κάβο αλλά και μπροστά στο βορινό κάβο των Αλυκών υπάρχουν τρεις επικίνδυνοι βράχοι που χρειάζονται προσοχή. Μεγαλύτερη προσοχή όμως χρειάζεται όταν διασχίζουμε το Διαπόρτι, και ιδιαίτερα η ξέρα που βρίσκεται στο μέσο του. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να περνάμε τον δίαυλο πλησιάζοντας περισσότερο προς τη νησίδα Φύτη.
Ammouliani Island – Islets of Drenia
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα