Ανατολικές ακτές της Σικελίας
Στην Ιόνια ακτή της Κάτω Ιταλίας
Ανατολικές ακτές της Σικελίας
Στην Ιόνια ακτή της Κάτω Ιταλίας
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι, με μια ρομαντική έως ονειροπόλα διάθεση, με μεγάλο ενθουσιασμό και αρκετή άγνοια.Οι συγκινήσεις πολλές, το ίδιο και οι εμπειρίες. Καμιά όμως αφήγηση και καμιά φωτογραφία, δεν μπορούν να αποδώσουν, έστω και στο ελάχιστο, τη μαγεία της περιπλάνησης, το μεγαλείο του ταξιδιού, τις στιγμές εκείνες που σώμα και ψυχή απογειώνονται.

Το Ότραντο είναι ελληνικής καταγωγής και ονομαζόταν Υδρούντα (Hidruntum) επειδή χτίστηκε στις εκβολές του ποταμού Υδρία (Idro). Απετέλεσε σημαντικό λιμάνι και για πολλά χρόνια εμπορικό-πολιτιστικό κέντρο, από την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας. Γέφυρα σύνδεσης της Ανατολής με το δυτικό κόσμο, αφού είναι το κοντινότερο σημείο από τις ελληνικές ακτές. Η επόμενη μέρα μάς βρίσκει στην παλιά πόλη του 'Οτράντο που είναι οχυρωμένη σε φρούριο, τα τείχη του οποίου βρίσκονται μπροστά ακριβώς στο λιμάνι. Είναι μια μικρή πόλη, με μεγάλη όμως ιστορία. Σε κάθε γωνιά της υπάρχουν ίχνη των πολιτισμών που πέρασαν από εκεί, ενώ διατηρεί έντονα το μεσαιωνικό της χαρακτήρα.
Θυμίζει έντονα την Κέρκυρα, με τα στενά γραφικά δρομάκια και τα παλιά, καλά όμως διατηρημένα κτίρια. Ο κεντρικός πλακόστρωτος δρόμος, VIA GARIBALDI, διατρέχει όλο το κάστρο. Εδώ υπάρχουν πολλά τουριστικά μαγαζάκια, απ' όπου ψωνίσαμε τα αναμνητικά μας, ενώ το απογευματάκι γίνεται το αδιαχώρητο από τον πολύ κόσμο. Το τοπίο μυρίζει Ελλάδα καθώς και οι άνθρωποι έχουν κάτι συγγενικό με μας. Χαμογελαστοί, ομιλητικοί και πρόθυμοι να μας εξυπηρετήσουν. Δεν θα ‘ταν υπερβολή να πω πως νιώθαμε σαν να ήμασταν στον τόπο μας.
Τα βήματά μας μάς οδήγησαν στη μητρόπολη, την «Παναγία των μαρτύρων». Ο ναός αυτός, ο μεγαλύτερος σ' ολόκληρη την Απουλία -54 μέτρα μήκος και 25 πλάτος-, είναι τόπος θυσίας. Εδώ οι Τούρκοι, όταν στα 1480 κατέλαβαν την πόλη, έδειξαν τη μεγαλύτερη αγριότητά τους. Μπήκαν με τα άλογα μέσα στη μητρόπολη, γκρέμισαν κολόνες, κατέστρεψαν τοιχογραφίες και κατέσφαξαν τους πιστούς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Τα πτώματα τους πετάχτηκαν, αλλά μετά από ένα χρόνο, όταν η πόλη ελευθερώθηκε, βρέθηκαν άθικτα. Όλοι ανακηρύχθηκαν άγιοι. Η σφαγή έγινε στην κρύπτη, στον παλιό ναό, πάνω στον οποίο κτίσθηκε ο επιβλητικότερος καθολικός.

Η σημερινή μέρα ήταν αφιερωμένη στη γνωριμία μας με το Reggio, την πρωτεύουσα της Καλαβρίας. Στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Ρήγιο, αποικία των Χαλκιδέων από το 717 π.Χ. Το όνομα προέρχεται από το ρήμα ρήγνυμι-ρηγνύω, έχει δηλαδή σχέση με το βίαιο γεωλογικό χωρισμό της Σικελίας από την Ιταλία, που δημιούργησε τον πορθμό της Μεσσήνης. Και βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι που οι Χαλκιδείς επέλεξαν το σπουδαίο αυτό εμπορικό κόμβο για να ιδρύσουν την πόλη τους. Ίσως να εγκαταστάθηκαν εκεί γιατί ο τόπος έχει κάτι από την πατρίδα τους. Θυμίζει τα στενά του Ευρίπου. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι οι Έλληνες πήγαν εκεί οδηγημένοι από το Μαντείο των Δελφών. Το Ρήγιο γνώρισε μεγάλη άνθιση μέχρι το 1543 οπότε και κάηκε ολότελα από τον Μπαρμπαρόσα.
Η νέα πόλη βρίσκεται κάτω από το λόφο Καλοπίνακα και οι όμορφοι δρόμοι της καταλήγουν στην παραλιακή λεωφόρο με τους φοίνικες, απ' όπου η θέα προς τη Σικελία είναι μοναδική. Αξιόλογα κτίρια είναι η δημοτική βιβλιοθήκη, το δημαρχείο και το θέατρο, ενώ η επιβλητική μητρόπολη μας αφήνει άφωνους, όταν στην πρόσοψη διαβάζουμε: «ΠΕΡΙΕΛΘΟΝΤΕΣ ΚΑΤΗΝΤΗΣΑΜΕΝ ΕΙΣ ΡΗΓΙΟΝ».

Aλησμόνητη εμπειρία, το υπέροχο κτίριο όπου στεγάζεται το Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας, στο οποίο εκτίθενται σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα. Με συνοδό μας τον πατέρα Scordino, ο οποίος είναι λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, παρατηρούσαμε την πλούσια συλλογή από αρχαία νομίσματα Κορίνθου, Μεγάρων, Αθήνας, σειρά από αμφορείς, παλιές άγκυρες και αρχαία ελληνικά κείμενα. Αυτό όμως που πραγματικά σε συγκλονίζει, είναι οι περίφημοι πολεμιστές του Ριάτσε. Χάλκινα γιγαντιαία αγάλματα, απίστευτου κάλλους, που για αιώνες βρίσκονταν στο βυθό του Ιονίου έως το 1972, οπότε και ανασύρθηκαν στην περιοχή Ριάτσε (Ρυάκι), προσελκύοντας χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο. Αναρίθμητες μελέτες φιλοδοξούν να ανακαλύψουν το δημιουργό τους, που σίγουρα ήταν κάποιος διάσημος γλύπτης της αρχαιότητας. Όλα τα δεδομένα πάντως οδηγούν στο Φειδία.

Αξίζει να σημειωθεί, πώς οι Ελληνόφωνοι χαιρετούν αυτά τα αγάλματα:
«Ήταν ώρα να φανείτε. Πώς μπορούσατε να κοιμηθείτε πια στη θάλασσα του Ρυακίου τώρα που η γλώσσα σας ( η Ελληνική) πεθαίνει στο χωριό. Εσείς μας φέρατε τα γράμματα, τον πολιτισμό, όταν όλος ο κόσμος ζούσε στο σκοτάδι. Η μεγάλη Ρώμη άφησε τα παιδιά σας με το ξύλινο άροτρο σήμερα που ο άνθρωπος ανέβηκε στο φεγγάρι! Τα έστειλε γυμνά στην ξενιτιά, τους έκοψε τη γλώσσα. Αυτή η γλώσσα, που δεν πέθανε ακόμη, ήθελε να πει πολλά πράγματα, αλλά έμεινε με λίγες λέξεις. Εκείνα που δεν μπορεί να πει, τα λένε τα ωραία και μεγάλα σώματα σας! Μαζί σας η γλώσσα μας ανθεί ξανά. Ήταν ώρα να έρτητε. Καλώς ήρτετε!».

Ξημέρωσε n επόμενη μέρα. Εννέα η ώρα και ο ήλιος ήδη έκαιγε τα πρόσωπά μας. Η κυρία Σακαβού, πιστή στο ραντεβού μας, κατέφθασε στη μαρίνα. Μπήκαμε στο επταθέσιο πουλμανάκι που οδηγούσε ο σύζυγός της. Η στιγμή που τόσο πολύ περιμέναμε, έφτασε. Κατευθυνόμασταν στα απρόσιτα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας, εκεί που οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να τραβηχτούν, μακριά από τις επιδρομές των Σαρακηνών και τις πιέσεις των κατακτητών. Για πολλά χρόνια, έμεναν απομονωμένοι σ' έναν δικό τους κόσμο, που στηριζόταν στην παράδοση και τη γλώσσα τους. Μέσα σε μια έκταση 70 τ. χλμ., ανάμεσα στις κορυφές του Ασπρομόντε βρίσκονται τα χωριά: Γκαλλιτσιανό, Κοντοφούρι, Μπόβα, Ροχούδι, Χωριό του Ροχουδίου, Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Αμμεντολέα.
Στο Ασπρομοντε, λοιπόν, που είναι η κατάληξη των Απεννίνων όρεων στο νότο, το οποίο πέφτει στη Μεσόγειο σχηματίζοντας την Costa dei Gelsominni ή, αλλιώς, Ακτή των Γιασεμιών.

Μέχρι πρόσφατα χωρίς νερό, χωρίς καμία περίθαλψη, χωρίς δρόμους, αγωνίζονταν για να ζήσουν, αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Όσοι δεν κατάφερναν να επιβιώσουν, ξενιτεύονταν στη Βόρεια Ιταλία όπου δούλευαν συνήθως στη βαριά βιομηχανία και έστελναν τις οικονομίες τους στις οικογένειές τους. Αυτοί που έμειναν, συνέστησαν πολλούς συλλόγους με έναν και μόνο σκοπό: τη διατήρηση της γλώσσας τους. Σύλλογοι όπως lonica, Jalo tu Vua (γιαλό του Βούα), CUM.EL.CA (σύλλογος ελληνοφώνων Καλαβρίας), Zoi ce glossa (ζωή σε γλώσσα), Cosmo Cinurio (κόσμο καινούργιο). Δυστυχώς σήμερα, ο αριθμός των ελληνόφωνων έχει μειωθεί στους 2.000 περίπου, οι περισσότεροι των οποίων εγκατέλειψαν τα χωριά τους και ζουν στο Ρήγιο και στη Bova Marina. Σε λίγο φθάσαμε στο Μέλιτο όπου βρίσκεται το Νέο Ροχούδι. Εδώ «μεταφέρθηκαν» οι ελληνόφωνοι από το Ροχούδι και το Χωριό του Ροχουδίου. Στο δημαρχείο μάς περίμενε θερμή υποδοχή από ελληνόφωνους γέροντες αλλά και το Δήμαρχο του Νέου Ροχουδίου, ο οποίος μας υποδέχτηκε με χαρά. Είχε διαμορφώσει μάλιστα την αίθουσα του Δημαρχείου, με τραπέζια στη σειρά, όπου υπήρχαν ορεκτικά και αναψυκτικά.

Στον ίδιο χώρο, προς έκπληξή μας έφθασαν και δεκαοκτώ προσκοπάκια από την περιοχή Χαριλάου Θεσσαλονίκης, τα οποία ταξίδευαν δυο ολόκληρες μέρες με το τραίνο. Καθίσαμε όλοι γύρω γύρω, φτιάχνοντας μια ζεστή όμορφη παρέα.
Πλησιάσαμε τον Lorenzo Sivillia και τον ρωτήσαμε πολλά πράγματα, θέλοντας να μάθουμε όσο περισσότερα γινόταν. Η απάντησή του όμως μας έβαλε σε τάξη:
«σιγκά σιγκά· εγώ δεν μιλάω το ελληνικό, τι μιλάτε σείς. Εγώ μιλάω το ελληνικό το παλαιό. Δεν τσέρω όλα τα λόγια· ετσερω εκείνα που μούπε ο πάππου μου. Πολλά λόγια τα χάσαμε.»
Οπότε αργά - αργά τού απευθύναμε τις ερωτήσεις:
Γεννηθήκατε εδώ, στο νέο Ροχούδι; .
«Εγώ γεννήθηκα στο Ροχούδι παλαιό», ανταποκρίθηκε.
«Πριν 20 χρόνια έκαμε πολύ νερό μετά και εφύγαμε και ήρθαμε να ζούμε στο γιαλό. Πολύ χρόνο μετά μας έκαναν το Ροχούδι τσινούριο. Αντό μέρος δεν δεκτήκαμε από καρντία...»
Πριν 20 χρόνια οι βροχοπτώσεις και οι κατολισθήσεις, ανάγκασαν τους χωρικούς να κατέβουν στο γιαλό του Βούα (Βονα Marina). Αργότερα τους έφτιαξαν σπίτια δημιουργώντας ένα νέο χωρίο, το νέο Ροχούδι. Η καρδιά τους όμως βρίσκεται πάντα στο παλιό Ροχούδι.
Έχετε σπίτι στο παλιό Ροχούδι; συνεχίσαμε.
«Έχω, μα ένε αφημένο»
Τώρα πού δουλεύεις;
«Εγώ κάνω δουλεία εντώ, στη Δημαρχεία. Είστε αδελφάδια δικά μα και ήρτα με όλη την καρντία να δώσω το καλώς ήρτετε».
Μπαίνει στην κουβέντα και ο Salvatore Sivillia:
«Παράμενε» μου λέει, «η μητέρα μου, ο πατέρα μου ο παππού μου δεν ήτσερε τα Ιταλικά. Μόνο Ελληνικά. Εγώ δεν είχα σχολείο. Σπούδασα τη γλωσσά από γονείς μου. Το ‘74 ήρθε ένας δάσκαλος του Ρηγίου και μου λέει: εσύ μιλάς άλλη γλώσσα, δεν το ξέρεις;
Όχι, απαντώ.
Πρέπει να πας στην Ελλάδα, μου λέει.
Έτσι πήγαμε στην Ελλάδα...
Όταν κατέβηκα από το λεωφορείο, μου λένε καλώς ήρθατε!
Ε, καλώς ήρτετε λέγουμε κι εμείς.»
Πώς στέκεσαι; ρωτώ.
«Καλά, εσύ;»
Ε, καλά εστέκομαι κι εγώ. Ίδια γλώσσα: δέντρα, ψωμί, κρασί, παιδιά, γυναίκα, όλα ίδια.
Έτσι μάθαμε ότι μιλούμε ίδιες λέξεις, ίδια γλώσσα.
Σπίτι έχεις στο παλιό Ροχούδι; ρωτάμε τον Salvotore.
«Έχω μέγα σπίτι. Έχω δέντρα, τσιπούρια, τελεφωνίνο, κρεββάτια. Δεν μου κάνει καρντία να φύγω. Το καλοκαίρι είμαι στο παλιό Ροχούδι και το χειμώνα κατεβαίνω εδώ, στο νέο. Γιατί τα παιντία μου είναι εδώ, που σπουδάσανε»...

Βγάζει ένα χάρτη και με το δάκτυλό του μας δείχνει με πάθος πού βρίσκονται τα ελληνόφωνα χωριά. Μας προτρέπει να πάμε στο Χωριό του Ροχουδίου: «Σπίτι ντικό μου ένε και ντικο σας» μας λέει, με την βροντερή του φωνή.
«Πιείτε από δικό μου κρασί, που ένε από δικό μου αμπέλι και φάτε από δικό μου τυρί».

Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο

Συγκινημένοι, αφήσαμε τη ζεστή μας παρέα και ανηφορίσαμε για την ορεινή Καλαβρία. Πρώτος σταθμός το Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο. «Γερός βράχος των Ελλήνων», κατά τους Ιταλούς, ενώ οι Έλληνες το λένε ακόμα και σήμερα «Βουνί».
Όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν το προπύργιο του Ελληνισμού στον Ιταλικό νότο. Βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλές βουνοκορφές, ενώ οι γκρεμοί γύρω σού κόβουν την ανάσα.

Ροχούδι

Κατηφορίζαμε μέσα στην άγρια φύση με τις χαράδρες και το ποτάμι στο βάθος. Αριστερά μας ένας μεγάλος πέτρινος όγκος, με δύο τεράστια σκαλισμένα μάτια πάνω του, έμοιαζε να ισορροπεί στο κενό.
Μετά από αρκετής ώρας δύσκολου και όλο στροφές δρόμου, αντικρίσαμε το παλιό Ροχούδι το οποίο είναι σκαρφαλωμένο στην κορυφογραμμή του απόμακρου βράχου, που εισέρχεται μέσα στο χείμαρρο της Αμμεντολέας. Το όνομά του σημαίνει «ρηχώδης» γιατί κτίστηκε ρηχά στο ποτάμι. Τα νερά όμως του ποταμού, έτρωγαν τη ρίζα του λόφου, με αποτέλεσμα κατολισθήσεις, ενώ τα πρώτα σπίτια άρχισαν να γκρεμίζονται. Από το 1951 το Ροχούδι αργοπεθαίνει, αφού πολλοί κάτοικοι έφυγαν προς αναζήτηση άλλης πατρίδας. Πολλοί όμως, πιστοί στη γη που τους μεγάλωσε, παρέμειναν παρ' όλο τον κίνδυνο.
Ώσπου, το 1972 με τις κατολισθήσεις να συνεχίζονται, η ιταλική κυβέρνηση έκρινε το χωριό επικίνδυνο και κατέβασε τον πληθυσμό στο Μέλιτο, όπου και το Νέο Ροχούδι. Το παλιό Ροχούδι σβήστηκε από το χάρτη.

Έτσι περπατούσαμε στο μοναδικό σοκάκι του ερειπωμένου πια χωριού, όπου τα σπίτια «δυσκολεύονται» να αντέξουν το βάρος τους. Σκουριασμένες και ετοιμόρροπες πόρτες, παραθυρόφυλλα σπασμένα, χορταριασμένες αυλές. Εντύ-πωση μάς έκαναν οι «πέτρινες σκάφες», αναλλοίωτες από το χρόνο που είναι κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Εδώ κάποτε οι νοικοκυρές έκαναν την μπουγάδα τους.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, φανταζόμασταν ότι εδώ κάποτε ήταν ένα ζωντανό χωριό, με καταπληκτική θέα στο ποτάμι, όταν αυτό είχε πολύ νερό.
Αυτό το ποτάμι έμοιαζε να αγναντεύει και ο μοναδικός γέροντας που συναντήσαμε. Μια συνάντηση τυχαία, που μας συγκίνησε πολύ.
Ήταν καθισμένος σε ένα πέτρινο σκαλοπάτι, ενώ πλάι του ένας σκύλος μισοκοιμόταν. Το βλέμμα του καρφωμένο, κάπου στο βάθος του χειμάρρου, έδειχνε να αναπολεί τα παλιά χρόνια. 87 ετών, Antonio στο όνομα. Όταν του είπαμε ότι ερχόμαστε από την Γκρέτσια, το πρόσωπο του έλαμψε, και ένα αυθόρμητο χαμόγελο έμοιαζε να βγαίνει από την ψυχή του. Για αρκετή ώρα κουβεντιάσαμε, σκαλίζοντας τις θύμησες του…

Χωριό του Ροχουδίου

Τρία χιλιόμετρα υψηλότερα, από το παλιό Ροχούδι βρίσκεται το χωρίο του Ροχουδίου. Περιποιημένα σπίτια και καλλιεργημένοι κήποι. Βέβαια δεν είναι καινούργιο. Εγκαταλείφθηκε κι αυτό από τις καταστροφικές κατολισθήσεις. Αρκετοί όμως κάτοικοι, που είχαν ξενιτευτεί στο Βορρά, ξαναγύρισαν και ανακαίνισαν τα σπίτια τους, διόρθωσαν τις ζημίες. Ο Salvatore Sivilia μάς λέει πως τρεις φορές την εβδομάδα ανεβαίνει στο χωρίο, ποτίζει τα αμπέλια και συντηρεί το σπίτι. Μπορεί τώρα να ζει στο Melito, μα η καρδία του είναι εδώ, στο χωρίο του Ροχουδίου.

Magno Rochudi
Màgno Rochudi
possu dulia
ecàma ta pediasu
rocca apàmu rocca
efatighèspa oli ti zoi
na càmu ta spitia,
ma mian vradia
eiàssa ta fattitu.

Ε stèchi ple canena
sce cinda spitia.
ti ne cama ci apanu vocche
mesa dio potamo,
oli thelu na condofèrru èci
pu epezzunda sce pedia
ce da megali stocipo escàpa
ce te ghinecheti ecama to sparto sto potamo
ce ta pappùa cathemmèna ti platèa.
Ce en grùnnu pie te ccampàne.

Ce isso viata sti cardia
sce cinda pedia ti thèlu
na ziu metapà eci
ma e sonnu ple,
a èmina eci condà sce' ssèna
ce de sonnu na su aficu piè.

Ωραίο Ροχούδι
Ωραίο Ροχούδι
πόση δουλειά
έκαναν τα παιδιά σου
πέτρα επάνω στην πέτρα
εργάζονταν όλη τη ζωή
να κάμουν τα σπίτια,
μα ένα βράδυ
έχασαν τα σπίτια τους.

Δεν μένει πλέον κανένας
σε κείνα τα σπίτια
που έκαναν εκεί πάνω στις πέτρες
ανάμεσα στους δύο ποταμούς
όλοι θέλουν να ξαναγυρίσουν εκεί
που έπαιζαν από παιδιά
και μεγάλοι έσκαβαν τα περιβόλια
και οι γυναίκες που έκαναν σπαρτά στον ποταμό
και οι παππούδες κάθονταν στην πλατεία.
Και δεν κτυπούν πλέον οι καμπάνες.

Και είσαι πάντοτε στην καρδιά
εκείνων των παιδιών που θέλουν
να ζήσουν πάλι εκεί
μα δεν μπορούν πια,
ας έμενα εκεί κοντά σε σένα
και δεν θα μπορούσα να σε αφήσω πια.

Bova

Αφήσαμε πίσω μας το μικρό αυτό χωριουδάκι και συνεχίσαμε την πορεία μας, στον στενό ανηφορικό χωματόδρομο. Ίσα που χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Σε λίγο φτάσαμε στην κορυφή του Ασπρομόντε Το τοπίο άλλαξε. Πανύψηλα δέντρα, οξιές, πλατανιές, έλατα, έκρυβαν το φως του δυνατού ήλιου. Σε μια στροφή ξεπρόβαλε μπροστά μας η Bova. Από το Βούα, που θα πει βόδι. Μια υπέροχη πινακίδα μάς καλωσόριζε: «Grecanica area. Chora tu Bova»
Φτάσαμε στη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία. Διαβάζουμε Platia Romis, ενώ δίπλα οδός Tetartis Noemvriou. Όλα ήταν τόσο ήσυχα και τόσο όμορφα. Η θέα δε προς την ακτή των γιασεμιών, καταπληκτική. Καθήσαμε σ’ ένα ταβερνάκι για φαγητό και κατηφορίσαμε για τη Bova Marina, όπου έχουν μετακομίσει οι περισσότεροι κάτοικοι από τη χώρα του Bova. Κωμόπολη πια με πολλή κίνηση και ζωή. Εδώ λειτουργεί και το ινστιτούτο ελληνοφώνων σπουδών, που αποτελεί τον πυρήνα της Ελληνικής παρουσίας στην περιοχή. Μεγάλη εντύπωση μάς προκάλεσε πως όλες οι πινακίδες των δρόμων είναι μεταγλωττισμένες σε καθαρά ελληνικά. Σαν να βρισκόμαστε σε μια ελληνοϊταλική κοινωνία.

Γκαλλιτσιανό

Ακολουθούσαμε τον τσιμενταρισμένο πρόσφατα δρόμο, παραπλεύρως του χειμάρρου της Αμεντολέας (Αμυγδαλέας), που από ψηλά μοιάζει με πλατιά ασημένια λεωφόρο.Αξίζει να σημειωθεί, πως κάποτε ήταν το πιο μεγάλο ποτάμι, βάθους 60 μέτρων, όπου έμπαιναν μεγάλα καράβια και αποτελούμε πλωτό σύνορο ανάμεσα στο Ρήγιο και τους Λοκρούς.
Ξαφνικά μπροστά μας, μια μεγάλη βελανιδιά απ' όπου αντικρίσαμε το Γκαλλιτσιανό, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο βουνά, το Γκρετσία και το Σοφία.
Το Γκαλλιτσιανό ή, αλλιώς, η ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας, είναι το κεφαλοχώρι των ελληνικών χωριών της Καλαβρίας.

Φτάσαμε στη μικρή πλατεία. Σε μαρμάρινη πινακίδα, διαβάζουμε: PLAT!A ALIMOS". Πήρε το όνομα της από την αδελφοποίηση του Γκαλλιτσιανού με τον Δήμο Αλίμου Αττικής.
Μας υποδέχθηκε ο Raffaele Roda, πρόεδρος των ελληνοφώνων Καλαβρίας της CUM.EL.CA.
«Με το νόμο είμαστε Ιταλοί, με την ψυχή είμαστε Έλληνες» μάς τονίζει, και συνεχίζει: «Το Γκαλλιτσιανό είναι το παλαιό σπίτι της Ελλάδος. Τώρα λειτουργεί η μικρή εκκλησία, Παναγία των Ελλήνων. Είχαμε 1000 χρόνια να κάνουμε ορθόδοξη λειτουργία. Σιγκά σιγκά φτιάχνουμε δυο σπίτια γιατί από Άγιον Όρος, θα έρθουν να μείνουν μόνιμα δυο παπάς. Η μικρή εκκλησία είναι property του Αγ.Όρους».
Τι πρόβλημα έχετε εδώ; τον ρωτάμε. «Εμείς ήμαστο ένα πρόβλημα για την Ιταλία. Σ' όλο τον κόσμο είναι έτσι».
«Τώρα πιάνω το κλειδί και πάμε να σας δείξω την εκκλησία».

Περιπλανηθήκαμε στους μικρούς δρόμους του χωριού. Κάποιος γέροντας μάς χαιρετά: «Τι πάετε κάμετε;»

Πολλά σπίτια είναι εγκατελειμμένα και τα υπόλοιπα σε άσχημη κατάσταση. Με μεγάλη συγκίνηση διαβάζαμε τις οδούς στα σοκάκια: Οδός Φειδία, Οδός Οδυσσέα, Οδός Έρωτος, Οδός Ναυσικά...
Ανηφορίσαμε για το πάνω χωριό και σταματήσαμε στην κρήνη, όπου υπάρχει επιγραφή: «ΚΑΝΑΛΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ». «Εδώ συναντιόντουσαν οι ερωτευμένοι» μας λέει ο Roda.
Είχουμε την αίσθηση ότι δεν βρισκόμασταν στην Ιταλία, αλλά σε κάποιο ορεινό και απομονωμένο χωριό της Ελλάδας.
Επιστρέψαμε στο μικρό μαγαζάκι -καφενεδάκι της πλατείας όπου ο συμπαθέστατος και ντροπαλός γέροντας- ιδιοκτήτης μας ετοίμαζε τα καφεδάκια μας. Δυσκολευόταν να μιλά στα ελληνικά αλλά καταλάβαινε απόλυτα ό,τι του λέγαμε. Φιλόξενος και ευγενικός, έκανε τα πάντα για να μας περιποιηθεί.

Το Γκαλλιτσιανό είναι χωριό των ποιητών και χορευτάδων:

Imme Greco andin Calavria
Petemu pios imme, pètemu pios
immo, ti ego den to zzèro!
Yirègguo te rize ton gonèo, dikommu
ce pu ène mai?

Traguadào, tragudào me tircardia sto
chuma pu ego eyennitnina.
Ti spèra san ciumàme vlèpo st’ onero
to chùmamu eci liarga

Imme Greco an din Calavria na tos ipo
tus àthropn me cùsi.
Imme Greco an din Calavria ce
thèlo na tragudio tùndi glossa màgni.

Είμαι Έλληνας από την Καλαβρία
Πέστε μου ποιος είμαι, πέστε μου ποιος
ήμουν, γιατί εγώ δεν ξέρω!
Γυρεύω τις ρίζες των γονιών, των δικών μου
και πού είναι άραγε;

Τραγουδάω, τραγουδάω με την καρδιά στη
γη που γεννήθηκα.
Την εσπέρα σαν κοιμούμαι βλέπω στον ύπνο μου
τη χώρα μου εκεί μακριά.

Είμαι Έλληνας της Καλαβρίας και θα το πω
στους ανθρώπους που με ακούουν.
Είμαι Έλληνας της Καλαβρίας και
θέλω να τραγουδήσω σ' αυτήν την ωραία γλώσσα.

Μέσα απ' αυτήν την επαφή μας με τα ελληνόφωνα χωριά, γνωρίσαμε και μιλήσαμε με αρκετούς ανθρώπους.
Ανθρώπους φιλόξενους, χαρούμενους, που δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους για την επίσκεψή μας.
Άνθρωποι που ριζωμένοι στον τόπο τους, παλεύουν μόνοι τους, που δεν κουράζονται να αγωνίζονται για τη γλώσσα τους, για την κουλτούρα τους. Κάθε λέξη είναι φτωχή να περιγράψει τη ζεστασιά και την ομορφιά των λόγων που βγαίνουν απ' τα χείλη τους. Όμορφες φράσεις, αμιγώς Ελληνικές, που εδώ στην Ελλάδα έχουμε λησμονήσει. Εκεί λοιπόν, στον μακρινό Ιταλικό νότο. Εκεί, που κάποιοι, ακόμα και σήμερα, μιλούν την ίδια γλώσσα με μας.
Εκεί, στην ορεινή Καλαβρία, χωριουδάκια κρυμμένα από το φως και αυτού ακόμα του ήλιου.
Μπορεί να μην είναι κοσμοπολίτικος προορισμός ή κάποιο εξωτικό μέρος. Λιτός τόπος, παλιά σπίτια, πολλές φορές ερειπωμένα, απλοί άνθρωποι.
Κρύβει όμως έναν ανεκτίμητο θησαυρό! Είναι η ζωντανή μας ιστορία!
Σε λίγα χρόνια όμως δεν θα υπάρχει τίποτα, και κανένας δεν θα μιλάει τα griko!

Antica gapisia
Ellàda su gapào,
Ma esù en gapàse emme,
De scèrisce pia immo
Ma egò agnorrizzo essè.

Ego immo in Calàbria,
na morcio sc’ esse Ellàda,
esù esso to dendrò,
i radicati edo.

Dommu ‘na cheri
èla m’ mme, ghirèome
ismia te dichemma oplè
cini ti àfica i antinati
pappù, mane ce patri.

Παλιά Αγάπη
Ελλάδα σ’ αγαπάω,
μα εσύ δεν μ' αγαπάς,
δεν ξέρεις ποια είμαι,
μα εγώ σε γνωρίζω.

Εγώ είμαι στην Καλαβρία,
ένα κομματάκι από σένα Ελλάδα,
εσύ ήσουν το δέντρο,
οι ριζούλες σου εδώ.

Δώσ' μου ένα χέρι
'Ελα με μένα, γυρεύουμε
Μαζί τα δικά μας ίχνη
κείνα που άφησαν οι αρχαίοι
παππούδες, μανάδες και πατέρες.

Kalavria
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα