Στην πολύπαθη Ίμβρο
Στην πολύπαθη Ίμβρο
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Μπορεί στην Τένεδο να ζουν μόλις 3 ή 4 ελληνικές οικογένειες το χειμώνα, μπορεί σχεδόν όλα τα ελληνικά σπίτια να ανήκουν και να κατοικούνται τώρα πια από Τούρκους, μπορεί οι τούρκικες σημαίες να κυματίζουν όπου βρεθείς, η παλιά όμως ελληνική συνοικία εξακολουθεί να αποτελεί το στολίδι του νησιού και τον κυριότερο πόλο έλξης για τους τουρίστες, Τούρκους στην πλειοψηφία τους...

Θάβοντας όσο γίνεται την πικρία που πηγάζει αυθόρμητα μέσα από την ελληνική μου ταυτότητα,
προσπάθησα να σταθώ στο νησί ως ένας απλός επισκέπτης, εξετάζοντας την Τένεδο ως ταξιδιωτικό προορισμό και μόνο. Χωρίς ποτέ να ακούσω ή να διαβάσω κάτι για τις ομορφιές του νησιού, θεωρούσα, όπως και οι περισσότεροι νομίζω, πως πρόκειται για ένα άγονο νησάκι αδιάφορο, υποβαθμισμένο και μάλλον χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομορφιά. Γι’ αυτό άλλωστε, στην πορεία μας προς την Ίμβρο, η Τένεδος ήταν προγραμματισμένο να αποτελέσει έναν ολιγόωρο σταθμό που θα ικανοποιούσε την περιέργειά μας και μόνο.
Κι όμως... Ολόκληρο το νησί ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μας, γεγονός που μας ανάγκασε να παρατείνουμε την παραμονή μας για τρεις ολόκληρες ημέρες. Πριν ακόμα μπούμε στην μπούκα του λιμανιού, μείναμε μαγεμένοι πάνω στην πλώρη του φουσκωτού να θαυμάζουμε την υπέροχη εικόνα του λιμανιού με το επιβλητικό και καλά διατηρημένο κάστρο του.
Όταν μάλιστα περιπλανηθήκαμε για πολλές ώρες στην ελληνική γειτονιά και περιπλεύσαμε τις ακτές, που, παρά το μικρό μέγεθος του νησιού, φιλοξενούν μερικές καταπληκτικές παραλίες, μπορώ χωρίς κανένα δισταγμό να διαβεβαιώσω πως η Τένεδος αποτελεί έναν πολύ όμορφο και αναπάντεχα γοητευτικό ταξιδιωτικό προορισμό, που αξίζει κανείς να τον επισκεφθεί, ιδιαίτερα με σκάφος.

Πρώτες εικόνες

Μπαίνοντας στο πολύ ευρύχωρο και άνετο λιμάνι, κατευθυνθήκαμε προς την προκυμαία της εσωτερικής πλευράς του κυματοθραύστη που κλείνει τη βορειοανατολική πλευρά του. Το τμήμα αυτό της προκυμαίας αποτελεί και τη μαρίνα του νησιού, η οποία γεμίζει με τα σκάφη των επισκεπτών. Στη μαρίνα υπάρχει νερό και ρεύμα, ένα βυτιοφόρο καυσίμων μόνιμα παρκαρισμένο στην προκυμαία, καθώς και άνθρωπος της μαρίνας για να μας εξυπηρετήσει. Στην αρχή της μαρίνας βρίσκεται και ένα πρόχειρο -δίκην μεγάλης καντίνας- καφέ εστιατόριο, που παρέχει δωρεάν internet κάτω από τη μεγάλη καλαμωτή.
Δέσαμε το φουσκωτό και μετά από μια σύντομη βόλτα στην προκυμαία ανεβήκαμε στα μπλόκια του κυματοθραύστη για να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα του λιμανιού. Και αυτό βέβαια που μαγνητίζει κάθε βλέμμα, δεν είναι άλλο από το όμορφο κάστρο που δεσπόζει στη βορειοδυτική πλευρά του λιμανιού. Η προκυμαία σ' αυτή την πλευρά, τρέχει κατά μήκος των τειχών του κάστρου, ξεπερνώντας τα 200 μέτρα, ενώ το πλάτος της κυμαίνεται μεταξύ είκοσι και τριάντα μέτρων. Υπάρχει πάρα πολύς χώρος όπου ντόπιοι και επισκέπτες απολαμβάνουν τη βόλτα τους πλάι στο κάστρο, ενώ τρία τέσσερα καφέ και εστιατόρια απλώνουν τα τραπεζάκια τους πλάι στη θάλασσα, συνθέτοντας ένα πολύ όμορφο σκηνικό.

Στο τέλος της προκυμαίας καταλήγει και ο κεντρικός δρόμος της Χώρας, ο οποίος φτάνει μέχρι την κεντρική προβλήτα του λιμανιού, εδώ που πιάνουν τα καραβάκια της γραμμής που μεταφέρουν συνεχώς αυτοκίνητα και κόσμο από τα κοντινά τουρκικά παράλια και την Ίμβρο. Πίσω από την κεντρική προβλήτα βρίσκεται το παλιό λιμάνι της Τενέδου που είναι αθέατο από μακριά και πρέπει να πλησιάσουμε κοντά για να το διακρίνουμε. Αποτελείται από δύο επιμέρους λιμανάκια με πολύ στενές μπούκες, σχεδόν τετραγωνισμένα, και το ένα είναι συνέχεια του άλλου. Μέσα στον πολύ περιορισμένο χώρο τους συνωστίζονται οι ψαρόβαρκες των ντόπιων με τα δίχτυα τους να γεμίζουν την ανατολική πλευρά της στενής προκυμαίας.
Η απέναντι πλευρά του παλιού λιμανιού, η δυτική, είναι γεμάτη με ψαροταβέρνες και εστιατόρια που από την πρώτη κιόλας ματιά, σου δίνουν το στίγμα της Ανατολής. Πίσω άλλωστε από το παλιό λιμάνι και μέχρι τον κεντρικό δρόμο της Χώρας απλώνεται η τούρκικη συνοικία με όλα τα χαρακτηριστικά της, ενώ πάνω από τον κεντρικό δρόμο, πίσω από το κάστρο, εκτείνεται η ελληνική συνοικία που φτάνει μέχρι την παραλία του μεγάλου όρμου που βρίσκεται ακριβώς βόρεια από το λιμάνι. Ο κεντρικός δρόμος της Χώρας που χωρίζει την τουρκική συνοικία από την ελληνική, ήταν κάποτε ποτάμι που οριοθετούσε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, που όμως συμβίωναν αρμονικά μεταξύ τους.

Στην πλατεία και το κάστρο

Μετά την περιπλάνησή μας στο λιμάνι βρεθήκαμε στον φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο που εκτείνεται σε μήκος διακοσίων περίπου μέτρων. Εδώ συγκεντρώνονται και τα περισσότερα αξιοθέατα της Χώρας. Πρώτα πρώτα συναντούμε τη μεγάλη πλατεία όπου βρίσκεται και το μοναδικό τουρκικό μνημείο της Τενέδου, το άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ, για να μας θυμίζει την προσάρτηση της Ίμβρου και της Τενέδου στην Τουρκία το 1923, οπότε και υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης.
Ακριβώς απέναντι από τη μεγάλη πλατεία βρίσκεται η ανοιχτή αγορά, όπου, μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον, κάτω από τη σκιά των πεύκων, οι μικροπωλητές εκθέτουν τα προϊόντα τους. Τελάρα με τα διάσημα σταφύλια της Τενέδου, κρασιά, γλυκά του κουταλιού, λάδι, ελιές και μικρά αναμνηστικά δώρα αποτελούν τα αγαθά προς πώληση, ενώ στα τραπεζάκια που έχουν απλώσει οι μικρές καντίνες κάτω από τα δέντρα, οι ντόπιοι περνούν την ώρα τους πίνοντας τσάι, διαβάζοντας εφημερίδες ή παίζοντας τάβλι με τις ώρες. Η καρδιά του νησιού χτυπά γύρω από την ανοιχτή αγορά, όπου συνωστίζεται καθημερινά πολύς κόσμος, καθώς και επισκέπτες για να ψωνίσουν ή να δροσιστούν, πίνοντας ένα παγωμένο ποτό στην πυκνή σκιά των δέντρων.

Από την ανατολική πλευρά της πλατείας του Κεμάλ ξεκινά και το περίφημο κάστρο Γενί Καλέ, το οποίο είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια αρχαίου ναού αφιερωμένου στον θεό Απόλλωνα.

Προχωρώντας στη σκιά των μεγάλων δέντρων σύντομα φτάσαμε στη δυτική πλευρά του κάστρου που είναι και η μοναδική που δεν βρέχεται από τη θάλασσα. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε υπάρχει και μια βαθιά προστατευτική τάφρος που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, αποκόπτοντας ουσιαστικά την πρόσβαση από τη στεριά, η οποία ήταν δυνατή μέσω μιας κρεμαστής γέφυρας. Αργότερα, χτίστηκε μια τοξωτή πέτρινη γέφυρα πάνω από την τάφρο που οδηγεί στην είσοδο του κάστρου και υπάρχει μέχρι σήμερα.

Είναι άγνωστο πότε και ποιοι έχτισαν το κάστρο, το οποίο, λόγω της στρατηγικής του θέσης απέναντι από τα Δαρδανέλια, αποτελούσε το μήλον της έριδος για πολλούς κατακτητές. Υπό την κυριαρχία Βυζαντινών, Γενοβέζων και Βενετών υπέστη πολλές μετατροπές, στην τελική του όμως μορφή ανακατασκευάστηκε το 1815, επί εποχής του Μαχμούντ Β’.

Η τοξωτή γέφυρα οδηγεί σε έναν μεγάλο πύργο, μέσα στον οποίο βρίσκεται η κεντρική είσοδος του κάστρου. Βγήκαμε στη νότια πλευρά του, κάτω από τα ψηλά εσωτερικά τείχη και προχωρώντας για αρκετά μέτρα φτάσαμε στην είσοδο του εσωτερικού κάστρου που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Μόλις περάσαμε την πύλη, αμέσως αριστερά μας, υπάρχουν αρκετές μαρμάρινες ταφόπλακες στη σειρά, όλες τους με ελληνικά ονόματα, όπου αναγράφονται οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου αυτών των ανθρώπων. Πλάι από τα ψηλά πέτρινα τείχη συναντούμε πλήθος από αρχαία κιονόκρανα και πεσμένες στο έδαφος μαρμάρινες κολόνες, που αναζητούν τη θέση τους και τη χαμένη τους ταυτότητα.
Στη δυτική πλευρά βρίσκεται και ο πιο ψηλός πύργος του κάστρου, προς την πλευρά της Χώρας. Με σχεδόν κυκλικό σχήμα, μοιάζει να επιτηρεί το λιμάνι και τη μικρή πόλη, αποτελώντας το καλύτερο σημείο για να έχουμε μια πλήρη, πανοραμική άποψη. Στη νότια πλευρά, η θέα προς το παλιό κυρίως λιμάνι είναι μοναδική, ενώ αν γυρίσουμε προς τη βορινή πλευρά θα απολαύσουμε το όμορφο θέαμα της Ρωμέικης συνοικίας που γεμίζει το οπτικό μας πεδίο καθώς απλώνεται από τις παρυφές των λόφων μέχρι τη θάλασσα.

 

Σε πανσιόν ελληνική
Αν θελήσετε να διανυκτερεύσετε σε κάποια πανσιόν στην Τένεδο, κάντε κράτηση αρκετά νωρίτερα, γιατί όλες είναι πλήρεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Προτιμήστε την όμορφη πανσιόν «9 oda» που βρίσκεται στην ελληνική συνοικία, πλάι στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία ανήκει στον Κωνσταντίνο Σάλτο, που μαζί με τον πατέρα του Συμεών Σάλτο είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες έλληνες επιχειρηματίες στην Τένεδο:
Τηλ. 532 4270648, info@dokuzoda.com, www.dokuzoda.com

Στην ελληνική συνοικία

Μετά τη σύντομη και όμορφη περιήγησή μας στο κάστρο, βγήκαμε ξανά στην πλατεία και στον κεντρικό δρόμο, έχοντας σκοπό να αναζητήσουμε και να περιπλανηθούμε στην ελληνική συνοικία. Στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει αριστερά για να συνεχίσει προς την ενδοχώρα του νησιού, βρίσκεται ένας μεγάλος πλάτανος, κάτω από τον οποίο συνωστίζονται τα τραπεζάκια του πιο πολυσύχναστου καφενείου της Χώρας. Καθημερινό στέκι και σημείο συνάντησης για ντόπιους και επισκέπτες, είναι όλη την ημέρα γεμάτο με κόσμο. Περιμέναμε για λίγο ώστε να αδειάσει κάποιο τραπεζάκι και καθίσαμε να πιούμε ένα τούρκικο καφεδάκι, παρατηρώντας τους ρυθμούς και τη συμπεριφορά των ντόπιων. Το τάβλι, η εφημερίδα και το τσάι φαινόταν καθαρά πως είναι οι αγαπημένες τους συνήθειες, που δεν διαφέρουν και πολύ από τις δικές μας.
Μπροστά από τον πλάτανο περνά και ο λιθόστρωτος δρόμος που καταλήγει στην ακτή, η οποία βρίσκεται βόρεια από τα τείχη του κάστρου. Πάνω από αυτόν το δρόμο απλώνεται και η ελληνική συνοικία, που είναι σαφώς πιο πυκνοκατοικημένη από την αντίστοιχη τουρκική.
Πήραμε το σοκάκι που βρίσκεται απέναντι από τον πλάτανο, το οποίο ονομάζεται Lale Sokak και προχωρά καταμεσής περίπου της ελληνικής συνοικίας. Εδώ βρίσκεται το τοπικό μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα πολύ όμορφο γωνιακό κτίριο, ενώ λίγο πιο πάνω συναντούμε την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το καμπαναριό της οποίας ορθώνεται πολύ ψηλότερα από τις στέγες των γειτονικών σπιτιών. Χτίστηκε στα 1819 και σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της, το καμπαναριό κατασκευάσθηκε το 1893 ύστερα από τη χρηματοδότηση της οικογένειας Καβούνη. Αποτελούνταν από τέσσερις ορόφους, στον καθένα από τους οποίους υπήρχε και μία καμπάνα. Το 2007 με εντολή του κ. Ερντογάν και δαπάνη του τουρκικού δημοσίου, το καμπαναριό αναστηλώθηκε και κοσμεί ξανά την εκκλησία, η οποία λειτουργεί μία φορά την εβδομάδα από τον ιερέα που καταφθάνει από την Ίμβρο με το τοπικό καραβάκι της γραμμής.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η εκκλησία είναι η μόνη που σώθηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το 1874 και κατέστρεψε την ελληνική συνοικία. Στις 18 Ιουλίου του 1874, η εφημερίδα The Times δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο το οποίο ανέφερε πως η πυρκαγιά ξεκίνησε από ένα κεντρικό σπίτι και με τη βοήθεια των βοριάδων επεκτάθηκε με απίστευτη ταχύτητα. Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική γειτονιά καταστράφηκε ολοσχερώς και κάηκαν 600 περίπου ξύλινα και πέτρινα σπίτια.

Η τουρκική γειτονιά που καταλάμβανε ούτε το ένα τρίτο της Χώρας, υπέστη μόνο κάποιες ανατάξιμες ζημιές. Με τη βοήθεια κάποιου αμερικανού αρχιτέκτονα που επισκέφθηκε αργότερα το νησί, η ελληνική γειτονιά ξαναφτιάχτηκε εξαρχής, σύμφωνα με τα Ιπποδάμεια πρότυπα, τα οποία και τη χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα.
Περπατώντας σε κάθε σοκάκι της Ρωμέικης γειτονιάς μέναμε συνεχώς ενθουσιασμένοι από τις όμορφες εικόνες που αντικρίζαμε.

Σπίτια και παλιά αρχοντικά φανερώνουν την ελληνικότητά τους, με τις υπέροχες κλασικές γραμμές και τα χαρακτηριστικά δώματα των πάνω ορόφων να προβάλουν στα στενά δρομάκια, πολυάριθμα λουλούδια, μαγευτικές μπουκαμβίλιες, δέντρα και αναρριχόμενες κληματαριές που συχνά σχηματίζουν καταπράσινα «τούνελ» εξασφαλίζοντας μοναδική σκιά και στολίζοντας τα στενά δρομάκια, τα περισσότερα από τα οποία είναι λιθόστρωτα... Όλα αυτά συνθέτουν μια υπέροχη γειτονιά, που σίγουρα της αναλογεί μια περίοπτη θέση ανάμεσα στις πιο όμορφες και γραφικές Χώρες του Αιγαίου.
Πραγματικά, η ελληνική γειτονιά, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της Χώρας, είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος για να επισκεφθεί κανείς την Τένεδο, ένα αληθινό στολίδι για το νησί.
Και κάπως έτσι ήταν βέβαια και παλιά, όταν κατοικούσαν μόνο Έλληνες στη γειτονιά αυτή, η οποία ήταν πεντακάθαρη, με όμορφα λιθόστρωτα δρομάκια και υπέροχα πέτρινα σπίτια, σε αντίθεση με την τουρκική συνοικία, η οποία χαρακτηρίζονταν από στενούς χωματόδρομους και σπίτια χωρίς καμιά αρχιτεκτονική αξία.

Περιπλανηθήκαμε για πολλές ώρες στην ελληνική γειτονιά, φτάνοντας μέχρι τα πρώτα σπίτια που ακουμπούν στη θάλασσα. Εδώ,πάνω στις κροκάλες της ακτής, βρίσκονται αρκετά σπίτια, μερικά περιμένοντας ακόμα τους ιδιοκτήτες τους, με φανερά τα σημάδια της διάβρωσης από τη θάλασσα και τους ισχυρούς αέρηδες.
Είχαμε έντονη την αίσθηση πως βρισκόμασταν σε ελληνικό τόπο, όμως σχεδόν όλα τα σπίτια ανήκουν πια σε Τούρκους, γεγονός που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, ιδιαίτερα αν γνωρίζει πως όλα αυτά τα υπέροχα σπιτάκια τα έχτισαν Έλληνες και πως λίγα χρόνια πριν μόνο ελληνικά άκουγες στις μικρές αυλές τους.
Πολλά από τα ελληνικά σπίτια έχουν αγοραστεί και χρησιμοποιούνται ως εξοχικά από καλλιτέχνες και μορφωμένους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η ορθολογική ανακατασκευή τους, διατηρώντας την παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική. Αρκετά σπίτια όμως είναι ακόμα εγκαταλελειμμένα και κινδυνεύουν με κατάρρευση, είτε επειδή ανήκουν σε Έλληνες που ποτέ δεν γύρισαν πίσω για να τα διεκδικήσουν, είτε επειδή εκκρεμούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους. Τέτοια σπίτια, αδιάψευστοι μάρτυρες του ελληνικού παρελθόντος, συναντούμε σε κάθε μας βήμα, σε κάθε σοκάκι. Μπορεί να έχουν φυτρώσει χορτάρια και ολόκληρα δέντρα στο εσωτερικό τους, μπορεί οι πέτρινοι τοίχοι τους να γέρνουν από το βάρος των χρόνων, επιμένουν όμως να στέκονται όρθια και σαν ένα ζωντανό μουσείο, να θυμίζουν στους επισκέπτες πως τούτα τα μέρη ήταν για πολλούς αιώνες ελληνικά.

Σε κάποιο στενάκι, εντελώς τυχαία, συναντήσαμε την 70χρονη κυρία Τσήκνα η οποία καθόταν σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα του πατρικού της, παρέα με την τουρκάλα φίλη της. Χαρήκαμε ιδιαίτερα γι’ αυτήν την απρόσμενη συνάντηση, μιας και είναι ελάχιστοι πια οι Έλληνες που ζουν εδώ.
Καθήσαμε πλάι της, και η κουβέντα δεν άργησε να ανασύρει τις μνήμες της...
«Όταν ήμουν παιδί, εδώ υπήρχαν μόνο Έλληνες. Σ' αυτόν το δρόμο μεγάλωσα, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και έμαθα γράμματα. Τότε, όλα τα σπίτια είχαν ανοιχτές τις πόρτες και στα στενά δρομάκια ακούγονταν μόνιμα οι φωνές των Ελληνόπουλων που έπαιζαν όλη την ημέρα. Τώρα, όπως θα διαπιστώσατε κι εσείς, δεν ακούς καθόλου τα ελληνικά. Τώρα ζω στη Λήμνο και έρχομαι στην Τένεδο μόνο τα καλοκαίρια».
«Όταν οι Τούρκοι απαγόρεψαν τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, πουλήσαμε το βιος μας, πήραμε τα παιδιά μας και πήγαμε στη Λήμνο», μας είπε με φανερή τη στεναχώρια της η κυρία Τσήκνα, που μέχρι το σούρουπο συνέχισε να μας διηγείται τις αναμνήσεις της...

«Σ’ αφήσαμε και φύγαμε»...
Το ποίημα που έγραψε η Αθανασία Κόντου από τη Μελβούρνη, εκφράζει πολύ καθαρά τον πόνο των ξεριζωμένων Τενεδίων...

Τένεδος σαν διαμαντόπετρα
είσαι μες στο μπουγάζι,
μες στο μυαλό μου βρίσκεσαι
ο νους μου δεν σε βγάζει.

Σ' αφήσαμε και φύγαμε
με δάκρυα στα μάτια,
ούτε αμπέλια είδαμε
ούτε και τα χωράφια.

Νησάκι μου κι αν σε αφήσαμε
και κάναμε άλλη πατρίδα,
πάντα μαζί μας βρίσκεσαι
με μια κρυφή ελπίδα.

Άγια μου Παρασκευή
μικρό μοναστηράκι,
στο πανηγύρι θε να 'ρθω
να γλένταγα λιγάκι.

Απ' τις μαρμάρινες βρυσούλες σου
κρύο νερό να πιω
και κάτω απ' τα πλατάνια σου
να σύρω το χορό.

Πικρές αλήθειες...

Την επομένη το πρωί αναζητήσαμε το μοναδικό ελληνικό μαγαζάκι που διατηρεί μέχρι σήμερα ο 74χρονος Συμεών Σάλτος. Το εντοπίσαμε τελικά, με τη βοήθεια ενός Τούρκου, που προσφέρθηκε μάλιστα να μας πάει ο ίδιος εκεί. Το ελληνικό αυτό μαγαζάκι βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα από το βορειοανατολικό άκρο της πλατείας του Κεμάλ, και η πρόσοψή του και μόνο φανερώνει την μακρόχονη παρουσία του.
Μπαίνοντας μέσα, αντικρίσαμε τον κύριο Σάλτο να κάθεται πίσω από το γραφείο του, περιμένοντας τους πελάτες του για να πουλήσει τα γλυκά του κουταλιού που στόλιζαν τα μισογεμάτα ράφια. Τον καλημερίσαμε και καθίσαμε δίπλα του, έτοιμοι να ακούσουμε από πρώτο χέρι τις πολύ σημαντικές μαρτυρίες του. Ο κύριος Σάλτος, μαζί με τον ένα του γιο, ο οποίος διατηρεί τον πολύ όμορφο ξενώνα «9 oda» στην ελληνική γειτονιά και μια μάντρα με υλικά οικοδομών, είναι αυτήν τη στιγμή οι μοναδικοί Έλληνες επιχειρηματίες στην Τένεδο και δύο από τους δέκα περίπου μόνιμους Έλληνες κατοίκους του νησιού.
«Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923, πολλοί Τενεδιοί εγκατέλειψαν το νησί, αφήνοντας τα αμπέλια τους που μάλιστα εκείνη την εποχή ήταν φορτωμένα με σταφύλια. Οι περισσότεροι βρήκαν καταφύγιο στα γειτονικά νησιά, αλλά πολλοί από αυτούς επέστρεψαν μερικούς μήνες αργότερα. Η μεγάλη όμως καταστροφή για τον ελληνισμό της Τενέδου έγινε με το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων. Τότε έφυγαν πάρα πολλοί Έλληνες και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω. Μετά ήρθε η εισβολή στην Κύπρο, οπότε και έφυγαν σχεδόν όλοι οι εναπομείναντες Έλληνες, γιατί οι Τούρκοι μάς απειλούσαν και μας τρομοκρατούσαν» θα μας πει με χαμηλωμένο το κεφάλι ο μπαρμπα-Σίμος, ανασύροντας από τη μνήμη του μερικές από τις πιο τραγικές στιγμές του ελληνισμού.

«Όταν μάς έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, τα οποία μάλιστα εμείς οι ίδιοι τα είχαμε φτιάξει, η γυναίκα μου έφυγε στην Πόλη μαζί με τα παιδιά μας για να μάθουν εκεί τα ελληνικά γράμματα. Εγώ έμεινα πίσω, προσπαθώντας να μην εγκαταλείψουμε το νησί μας», συνέχισε να μας διηγείται ο μπαρμπα-Σίμος, ο οποίος με λίγες μόνο κουβέντες μάς έδωσε να καταλάβουμε πώς ακριβώς είχε συντελεστεί ο αφανισμός των Ελλήνων από την Τένεδο, μένοντας πικραμένοι να αναρωτιόμαστε:
Άραγε, πού ήταν η Μητέρα Ελλάδα όταν οι Τούρκοι έκλειναν τα ελληνικά σχολεία στην Τένεδο και την Ίμβρο, καταπατώντας τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης της Λωζάνης; Δεν θα μπορούσαμε τότε, προφασιζόμενοι έστω πως θα προχωρήσουμε κι εμείς σε κλείσιμο των τουρκικών σχολείων στη Θράκη, να εμποδίσουμε το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων που τελικά αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους λόγους του ξεριζωμού των Ρωμιών από τις πατρίδες τους; Ή, όπως είπε τότε κάποιος αείμνηστος πολιτικός: «Δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με 5-10 ψαράδες!»...

Τα τελευταία χρόνια που η Τένεδος έχει στρέψει το βλέμμα της στην τουριστική ανάπτυξη, πολλά από τα παλιά ελληνικά σπίτια έχουν μετατραπεί σε υπέροχους ξενώνες, φιλοξενώντας κυρίως Τούρκους τουρίστες αλλά και αρκετούς Έλληνες που έρχονται ως επισκέπτες πια στο νησί. Άλλα πάλι, στεγάζουν ζαχαροπλαστεία, καφέ, εστιατόρια και μαγαζάκια κρασιών και τουριστικών ειδών.
Είναι χαρακτηριστικό πως πριν από λίγα μόλις χρόνια απαγορευόταν να χρησιμοποιείται το ελληνικό όνομα του νησιού, παρά μόνο η μετέπειτα τουρκική μετονομασία του «Bozcaada» αναφερόταν και αναγραφόταν παντού. Όταν όμως οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν πως ο τουρισμός φέρνει μεγάλα έσοδα στο νησί, και πως με το όνομα Bozcaada δεν είχαν και μεγάλη τύχη, άρχισαν να προβάλουν και το όνομα «Τένεδος», και κατ’ επέκταση και την αρχαιοελληνική και μεταγενέστερη ιστορία του νησιού. Είναι πολύ εύλογο άλλωστε να διεγείρεις τη φαντασία του καθενός, όταν προβάλεις το νησί με το πραγματικό του όνομα, το οποίο είναι γνωστό από τα ομηρικά ακόμα έπη. Η «Τένεδος», λοιπόν, το νησί που κατέλαβε ο Αχιλλέας λόγω της σημαντικής του θέσης απέναντι από τις ακτές της Τρωάδας και από τα στενά που οδηγούν προς τη Μαύρη Θάλασσα, στο δρόμο του προς την κατάκτηση της Τροίας, σαφώς και ακούγεται πιο ελκυστική από ό,τι η «Bozcaada». Έτσι σήμερα, το όνομα Τένεδος φιγουράρει σε πολλά ταξιδιωτικά έντυπα αλλά και σε μπλουζάκια, καπέλα ή ετικέτες κρασιών και γλυκών.
Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με τη δημιουργία του τοπικού Μουσείου που δείχνει καθαρά την ελληνικότητα της Τενέδου, στην προσπάθεια των γειτόνων μας να γευθούν τα οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης, προβάλλοντας και πουλώντας τον πολιτισμό μας!

Βόλτα στην ενδοχώρα

Είχε πάει μεσημέρι και αφού περιπλανηθήκαμε στην τούρκικη συνοικία, ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου Ντεγιρμέν Τεπέ, ο οποίος βρίσκεται νότια του λιμανιού. Από εδώ είχαμε την καλύτερη θέα προς το λιμάνι και τη Χώρα. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας βρίσκεται ένα μικρό καρνάγιο, πλάι από το παλιό λιμάνι, ενώ πιο πίσω δεσπόζει το κάστρο που γεμίζει το οπτικό μας πεδίο. Στην κορυφογραμμή του Ντεγιρμέν Τεπέ υπήρχαν οκτώ ανεμόμυλοι στη σειρά, οι οποίοι δούλευαν συνέχεια μιας και δέχονταν τους πιο ισχυρούς ανέμους από όλες τις γύρω περιοχές. Έτσι, όλα τα γειτονικά χωριά της Ανατολίας έφερναν εδώ το σιτάρι τους για να το αλέσουν, μεταφέροντάς το με σακιά που φόρτωναν σε άλογα και γαϊδούρια. Ο κάθε μύλος είχε 12 φτερά και όταν ο μυλωνάς έκρινε πως ο άνεμος ήταν κατάλληλος ξεκινούσε τη λειτουργία τους. Όταν άνοιγαν τα φτερά με τη βοήθεια του ανέμου, ξεκινούσε να γυρίζει η τριακοσίων κιλών μυλόπετρα. Στην περίπτωση υπερβολικών ανέμων υπήρχε ένας μηχανισμός που φρενάριζε τα πτερύγια, τα οποία ήταν φτιαγμένα από καραβόπανο. Οι μυλωνάδες ήταν Έλληνες και ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους έπαιρναν κάποιο χρηματικό ποσό ή το ένα τρίτο του σακιού. Μετά το 1923 και τη συνθήκη της Λωζάνης, οι μύλοι εγκαταλείφθηκαν. Από τους οκτώ αυτούς μύλους που στόλιζαν με την παρουσία τους το Ντεγιρμέν Τεπέ, μόνο ένας υπάρχει σήμερα και αυτός γκρεμισμένος, ενώ ο λόφος γέμισε με ακαλαίσθητα τουρκικά κτίρια. Το ίδιο συνέβη και με τους τρεις άλλους ανεμόμυλους, που βρίσκονταν στο λόφο πίσω από το κάστρο.

Επιστρέψαμε στη Χώρα και νοικιάσαμε ένα μηχανάκι για να γνωρίσουμε το εσωτερικό της Τενέδου. Πήραμε τον κεντρικό δρόμο που χωρίζει τις δυο συνοικίες, με κατεύθυνση δυτική. Λίγο έξω από τη Χώρα, ο δρόμος χωρίζεται στα δύο. Πήραμε τον αριστερό, που ονομάζεται Ayazma και τρέχει προς τη νότια πλευρά του νησιού. Προχωρώντας ανάμεσα σε μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων που μαρτυρούν τη μεγάλη παράδοση του νησιού, σύντομα φτάσαμε στην πλαγιά των λόφων όπου βρίσκεται το μικρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής.

Με θέα στη θάλασσα, μέσα σε μια περιορισμένη έκταση που καταλαμβάνεται από οκτώ αιωνόβια πλατάνια, είναι χτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και μερικά ασπρισμένα μικρά κτίσματα. Καθίσαμε πλάι από τη μαρμάρινη κρήνη, στην πυκνή σκιά των πλατάνων και απολαμβάναμε τη δροσιά του τόπου και το θρόισμα των φύλλων που σπρώχνονταν από το ελαφρύ αεράκι. Ήμασταν εντελώς μόνοι και η ερημιά της μικρής αυτής όασης ήταν κατανυκτική.

Μόνο ένα άδειο τραπέζι και τέσσερις καρέκλες τριγύρω μαρτυρούσαν το πανηγύρι και τα γλέντια που γίνονταν εδώ την εποχή του τρύγου.
Το μικρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, η οποία είναι και η προστάτιδα του νησιού και γιορτάζει στις 26 Ιουλίου, περιλαμβάνει το ξωκλήσι, το Αγίασμα, τη μαρμάρινη κρήνη και μερικά μικρά βοηθητικά κτίσματα. Χρονολογείται από το 1657 και από τότε κρατά και το πανηγύρι του, που ήταν το σημαντικότερο του νησιού και κρατούσε για δύο συνεχόμενες μέρες. Παλιότερα, κατέφθαναν εδώ όλοι οι Έλληνες της Τενέδου με τα ζώα τους, στα οποία φόρτωναν ό,τι ήταν απαραίτητο για τη μεγάλη γιορτή: φαγητά, ποτά, κιλίμια και μεγάλα τραπεζομάντηλα. Άπλωναν τα κιλίμια στο χώμα, έστρωναν πάνω τους τα τραπεζομάντηλα και έβγαζαν τα φαγητά και τα ποτά. Ο χορός και το γλέντι ξεκινούσε μετά τη θεία λειτουργία, με βιολιά, σαντούρι και νταούλια, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια με θέα το Αιγαίο. Το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, καθώς το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής είναι το μοναδικό που λειτουργείται ακόμα, σηματοδοτώντας την επιστροφή και το αντάμωμα των Τενεδίων που καταφθάνουν από την Ελλάδα, την Αμερική και την Αυστραλία.
Κάτω από το ξωκλήσι βρίσκεται το Αγίασμα. Μια μικρή στοά, στην είσοδο της οποίας βρίσκονται δυο αρχαίες κολόνες με κιονόκρανα, οδηγεί στο εσωτερικό του, που είναι ένα μικρό υπόγειο θολωτό δωμάτιο, το πάτωμα του οποίου είναι πλημμυρισμένο με νερό. Το μικρό μοναστήρι φέρει σημαντικές ζημιές και κινδυνεύει να καταρρεύσει. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες των συλλόγων της Τενέδου και του Πατριαρχείου, η τουρκική κυβέρνηση αρνείται να δώσει άδεια αναστήλωσης, γιατί όπως

Κατηφορίζοντας από την Αγία Παρασκευή βγήκαμε στην ομώνυμη παραλία Ayazma (Αγίασμα) και διανύοντας τον παραθαλάσσιο δρόμο φτάσαμε μέχρι τις ανεμογεννήτριες, στο δυτικό άκρο του νησιού. Στην επιστροφή μας προς τη Χώρα, πήραμε το δρόμο που διασχίζει καταμεσής το νησί και περνά ανάμεσα από μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, τις οποίες τώρα εκμεταλλεύονται οι Τούρκοι. Πολλά μικρά και όμορφα πέτρινα σπιτάκια κατασκευάζονται συνεχώς μέσα στις εύφορες πεδιάδες του νησιού, αποτελώντας εξοχικές κατοικίες των Τούρκων που αποζητούν ησυχία και απομόνωση.
Ολόκληρη η ενδοχώρα μοιάζει με έναν τεράστιο αμπελώνα που εδώ και πολλούς αιώνες παράγει εξαίσια σταφύλια και εξαιρετικό κρασί. Πολλοί ξένοι περιηγητές έχουν υμνήσει το κρασί της Τενέδου, όπως ο Tournefort το 1701 που αναφέρει: «Πιο ελκυστικό για μας ήταν το μοσχάτο κρασί του νησιού, το πιο γευστικό όλης της Ανατολής. Ποτέ δεν θα συγχωρήσω τους αρχαίους που παρέλειψαν να κάνουν τον πανηγυρικό αυτού του ποτού, αυτούς που νοιάστηκαν να δοξάσουν τα κρασιά της Χίου και της Λέσβου».

Ο περίπλους του νησιού

Η Τένεδος έχει σχήμα ακανόνιστου τετράπλευρου με περίμετρο που δεν ξεπερνά τα 15 ναυτικά μίλια. Είναι χαμηλό νησί, σχεδόν επίπεδο, με εξαίρεση το βορειοανατολικό του άκρο όπου δεσπόζει ο ψηλός λόφος του Προφήτη Ηλία που φτάνει στα 190 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το λιμάνι και η Χώρα, που είναι και ο μοναδικός οικισμός του νησιού, βρίσκονται στο βορειοανατολικό άκρο, το οποίο απέχει μόλις 2.5 ναυτικά μίλια από τα τουρκικά παράλια και βρίσκεται 12 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά από την είσοδο των στενών του Ελλησπόντου.
Ξεκινώντας τον περίπλου μας από το λιμάνι με κατεύθυνση νότια, εξερευνήσαμε πρώτα την ανατολική ακτή η οποία εκτείνεται σε μήκος δύο ναυτικών μιλίων. Αμέσως μετά το λιμάνι ανοίγεται ένας μεγάλος όρμος ο οποίος καταλαμβάνεται από στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ λίγο πιο κάτω σχηματίζονται άλλοι δύο μεγαλύτεροι όρμοι με απλωτές αμμουδιές, που όμως δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Φτάνοντας στο ακρωτήρι Μάρμαρο, κάτω από το φανάρι (Deniz Feneri), γυρίσαμε στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού που εκτείνεται σε μήκος 1.7 ναυτικών μιλίων. Σ' αυτήν τη μικρή ακτογραμμή σχηματίζονται επτά μικροί ορμίσκοι με πολύ μέτριες παραλίες, οι οποίες είναι στρωμένες με γκρίζες πέτρες.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η διπλή ακτή που χωρίζεται από ένα μακρόστενο χαμηλό κάβο που εισχωρεί για 400 περίπου μέτρα στη θάλασσα. Βρίσκεται μισό μίλι πριν από το νοτιότερο άκρο του νησιού και αποτελεί ένα πολύ καλό αγκυροβόλιο που απαγκιάζει απόλυτα από τα μελτέμια. Εδώ μπορούμε να διανυκτερεύσουμε με ασφάλεια, προτιμώντας την ανατολική παραλία όπου σχηματίζεται και μια αρκετά συμπαθητική αμμουδιά. Την ημέρα συγκεντρώνεται αρκετός κόσμος στον περιορισμένο χώρο της, αφού υπάρχει χωματόδρομος που φτάνει μέχρι τη θάλασσα, το απόγευμα όμως μετατρέπεται σε μια όμορφη ερημική γωνιά. Τότε, μπορούμε να δέσουμε στο μικρό ντοκάκι που βρίσκεται στο άκρο της και να απολαύσουμε ένα όμορφο βράδυ.

Καβατζάροντας το νοτιότερο άκρο του νησιού η πλώρη μας στράφηκε προς το μαΐστρο και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη νοτιοδυτική πλευρά της Τενέδου που είναι και η μεγαλύτερη. Βλέπει ολόκληρη στο γαρμπή και εκτείνεται σε περισσότερο από 5 ναυτικά μίλια.
Απαγκιάζει πολύ καλά από τα μελτέμια, και γι’ αυτό το λόγο εδώ συναντούμε αρόδου αγκυροβολημένα πολλά βαπόρια που περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στα Δαρδανέλια. Εδώ επέλεξαν να περιμένουν και τα ελληνικά καράβια κατά τον Τρωικό πόλεμο, όταν, προσποιούμενα πως επιστρέφουν στην Ελλάδα, περίμεναν το σινιάλο για να επιστρέψουν και να καταλάβουν την Τροία.
Χωρίς καμιά αμφιβολία αποτελεί την ομορφότερη πλευρά του νησιού, η οποία φιλοξενεί και τις ωραιότερες παραλίες. Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή κατά την προσέγγισή μας, γιατί κατά μήκος της, και σε κοντινή απόσταση από την ακτή, σχηματίζονται πολλά αβαθή με σκόρπιους υφάλους και σκοπέλους, που εξέχουν ελάχιστα από την επιφάνεια της θάλασσας.

Δύο μίλια μετά το νότιο ακρωτήρι της Τενέδου, περίπου στα μισά της νοτιοδυτικής πλευρά της, ξεκινούν οι πιο αξιόλογες παραλίες του νησιού. Πρώτα συναντούμε την υπέροχη αμμουδιά της Αγίας Άννας (Αyanna, στα τούρκικα). Είναι μια απλωτή παραλία στρωμένη με ψιλή άμμο, που παραμένει ερημική, αν και στο ανατολικό άκρο της καταλήγει χωματόδρομος. Το πιο όμορφο σημείο της είναι το δυτικό, με υπέροχα καταπράσινα ρηχά νερά.
Αμέσως μετά απλώνεται η υπέροχη παραλία Αγίασμα (Αyazma, στα τούρκικα), που εκτείνεται σε μήκος οκτακοσίων περίπου μέτρων. Με ψιλή αμμουδιά και μοναδικά καταπράσινα νερά, που μας γοήτευσαν ιδιαίτερα. Δεν είναι τυχαίο που αποτελεί την πιο πολυσύχναστη ακτή του νησιού και τη μόνη οργανωμένη, η οποία μάλιστα περιβάλλεται από σημαδούρες που απαγορεύουν την προσέγγιση των σκαφών. Στο μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνεται από ξαπλώστρες και ομπρέλες, μπορούμε όμως να την απολαύσουμε πιο ήσυχα στο ανατολικό άκρο της. Στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που τρέχει παράλληλα και ακριβώς πίσω από την αμμουδιά, υπάρχουν 4-5 καφέ και εστιατόρια που εξυπηρετούν τους λουόμενους όλη την ημέρα.
Το Αγίασμα χωρίζεται από τον επόμενο όρμο με έναν μικρό κάβο, ο οποίος ανοίγεται σε μήκος 1,5 χιλιομέτρου, φιλοξενώντας μια απλωτή αμμουδιά χωρίς πολύ κόσμο. Πίσω από την αμμουδιά, ανάμεσα σε τρεις χαμηλούς λόφους, σχηματίζονται δύο εύφοροι κάμποι όπου βρίσκονται αρκετά εξοχικά σπίτια που δίνουν την εντύπωση ενός μικρού οικισμού.
Στη συνέχεια, και για δύο ναυτικά μίλια μέχρι το δυτικότερο άκρο της Τενέδου, το ακρωτήρι Πουνέντη, το τοπίο αλλάζει. Ένας επίπεδος και ολόλευκος ασβεστολιθικός βράχος, κάθετα κομμένος, συνεχίζει έως το φανάρι, προσφέροντας ένα πολύ όμορφο θέαμα. Εκεί πάνω, βρίσκονται σε σειρά και οι 17 ανεμογεννήτριες που φτάνουν μέχρι το φάρο. Κάτω ακριβώς από το φάρο συναντούμε και ένα παλιό ναυάγιο, που τώρα πια, ένα μικρό μέρος του ίσα που εξέχει από τη θάλασσα, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνειά της, αποτελώντας κίνδυνο για τα διερχόμενα σκάφη.

Γυρνώντας στη βορινή πλευρά του νησιού, οι χαμηλοί λόφοι κατηφορίζουν πολύ ομαλά στη θάλασσα σχηματίζοντας μικρούς αμμόλοφους και απλωτές αμμουδιές, ενώ αν κοιτάξουμε προς το εσωτερικό του νησιού θα διακρίνουμε καθαρά τους αμπελώνες που απλώνονται σε χιλιάδες στρέμματα. Σε απόσταση δύο ναυτικών μιλίων από το ακρωτήρι Πουνέντη, και σε στίγμα Β39°50'71" Α26°00'30", οι αμμόλοφοι δίνουν τη θέση τους σε επίπεδους βράχους που χωρίζονται μεταξύ τους από βαθιές ρεματιές και πέφτουν από χαμηλό υψόμετρο κάθετα σε μια ενιαία αμμουδιά, που εκτείνεται σε εκατοντάδες μέτρα, δημιουργώντας ένα πολύ όμορφο φυσικό τοπίο. Η ψιλή άμμος και τα καταπράσινα ρηχά νερά συνθέτουν ένα πολύ γοητευτικό μέρος, όπου αξίζει πραγματικά να αγκυροβολήσουμε, ιδιαίτερα όταν η θάλασσα είναι γαλήνια. Χωρίς καμιά αμφιβολία, το μέρος τούτο μαζί με το Αγίασμα και την Αγία Άννα αποτελούν τα ομορφότερα σημεία σε ολόκληρη την ακτογραμμή της Τενέδου.
Συνεχίζοντας την παράκτια πορεία μας προς ανατολικά, στα μισά περίπου του νησιού οι λόφοι ανασηκώνονται για λίγο για να ξαναχαμηλώσουν αμέσως μετά, δημιουργώντας έναν τεράστιο κάμπο που φτάνει μέχρι τις παρυφές του Προφήτη Ηλία, στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, η κορυφή του οποίου δεσπόζει από πολύ μακριά. Τα νερά που μέχρι τώρα κυμαίνονταν από δύο έως πέντε μέτρα βάθος σε όλο το μήκος της βορινής ακτής, έξω από τον Προφήτη Ηλία βαθαίνουν αρκετά, χωρίς ξέρες και επικίνδυνα σημεία. Οι ακτές γίνονται πιο απόκρημνες και καθώς καβατζάρουμε το βορειοανατολικό άκρο του νησιού, αρχίζει να διακρίνεται καθαρά το καλοδιατηρημένο κάστρο που είναι χτισμένο πάνω στον μικρό κάβο και προστατεύει, τώρα πια, το λιμάνι από τους ισχυρούς ανέμους.

Μέσω Αϊβαλί
Αν προτιμήσετε να κάνετε είσοδο στην Τουρκία από το Αϊβαλί, θα κατευθυνθείτε υποχρεωτικά στη μαρίνα που βρίσκεται στα δεξιά σας, καθώς θα μπαίνετε στον μεγάλο όρμο της πόλης. Εκεί θα σας ενημερώσουν για την προβλεπόμενη διαδικασία. Θα αφήσετε το σκάφος σας στη μαρίνα και με τα πόδια πια, θα κατευθυνθείτε πρώτα στο Λιμεναρχείο, έπειτα στο Health coast και τέλος στο Τελωνείο και στην Αστυνομία. Όλες οι παραπάνω υπηρεσίες βρίσκονται στον παραλιακό δρόμο και μέσα σε μια απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη μαρίνα. Υπολογίστε πως θα σας πάρει τουλάχιστον δύο ώρες για να ολοκληρωθεί η διαδικασία εισόδου σας στην Τουρκία.

Το Μουσείο της Τενέδου

Στο κέντρο της ελληνικής συνοικίας, στην οικία του Δημοσθένη Τουλμίδη, φιλοξενείται σήμερα το Κέντρο Έρευνας Τοπικής Ιστορίας Τενέδου. Η εν λόγω οικία κατασκευάστηκε μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1874 και αποτελούσε ένα από τα εντυπωσιακότερα κτίρια του νησιού. Το 1950 η οικογένεια Τουλμίδη μετανάστευσε στην Αυστραλία και το σπίτι έμεινε ακατοίκητο. Στις 7 Ιουνίου του 2006 παραχωρήθηκε στο Κέντρο Έρευνας Τοπικής Ιστορίας Τενέδου, το οποίο οραματίστηκαν και σχεδίασαν μαζί, η Επαρχία Τενέδου και ο κ. Hakan Guruney.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του Μουσείου μάς υποδέχθηκε ο ίδιος ο κ. Guruney, ο οποίος, γνωρίζοντας αρκετά καλά τα ελληνικά, τα οποία και σπουδάζει αυτά τα χρόνια, μάς ξενάγησε στους δύο ορόφους του Μουσείου με πολύ μεγάλη διάθεση. Ο κ. Guruney γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε στο τμήμα Φυσικών Επιστημών του Πολυτεχνείου της Μέσης Ανατολής. Γνωρίζοντας την Τένεδο, τη λάτρεψε και το 1997 αγόρασε μαζί με τη σύζυγό του ένα εξοχικό που αποτελεί το καταφύγιό του στο νησί. Συνομιλώντας ατελείωτες ώρες με τους κατοίκους της Τενέδου, κατέγραψε τις μαρτυρίες τους και τις προσωπικές τους ιστορίες. Καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια σχέση εντιμότητας και σεβασμού, οι ντόπιοι τού παραχώρησαν εκατοντάδες οικογενειακά κειμήλια και φωτογραφικές συλλογές. Παράλληλα, συγκέντρωσε κάθε αντικείμενο που είχε σχέση με το νησί, όπως γκραβούρες, κάρτες, ταχυδρομικές σφραγίδες, ελληνικά, οθωμανικά, τουρκικά, αγγλικά κ.ά. έγγραφα και ντοκουμέντα, καθώς και πολλά αντικείμενα αμπελουργίας και οινοποιίας. Η σχολαστική και συστηματική συλλογή του συνεχίζεται να εμπλουτίζεται και έχει ήδη ξεπεράσει τα 5.000 αντικείμενα.
Στον κάτω όροφο του Μουσείου εκτίθενται πολλά αντικείμενα που έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή των Τενεδίων στην περίοδο ανάμεσα στα 1925 και 1965, και αφορούν τα επαγγέλματα που στην πλειοψηφία τους ασκούσαν οι Έλληνες του νησιού. Τα σημαντικότερα από αυτά αφορούσαν την αμπελουργία, την οινοποιία και τη ναυτιλία, τα οποία όμως υποστηρίζονταν από μια σειρά άλλων επαγγελμάτων, όπως αυτό του σιδηρουργού, ο οποίος έφτιαχνε τα σκαπτικά εργαλεία και τα πέταλα των αλόγων για τους αμπελουργούς, τα σιδερένια στεφάνια των ξύλινων βαρελιών για τους οινοποιούς ή τις άγκυρες, τις αλυσίδες και τα καμάκια για τους ναυτικούς. Υπήρχαν ακόμα μαραγκοί, τσαγκάρηδες, ράφτες και σαγματοποιοί (κατασκευστές σαμαριών), ενώ το 1945 ξεκίνησε και το επάγγελμα του «κάπελα», με τον Αντρέα Μανωλίδη. Τα καπηλειά έγιναν σιγά σιγά αρκετά και τα είχαν μόνο Έλληνες. Το 1960 άνοιξε και το περίφημο καπηλειό του ο Βασίλης Ευστρατίου, που ήταν διάσημο για τα ψάρια του, για τον παστουρμά που έφερνε από την Πόλη και για την εξαίσια φέτα από την Εζίνε. Όταν ο Βασίλης ερχόταν στο κέφι, έπιανε το βιολί του και χάριζε αλησμόνητες βραδιές στους τακτικούς θαμώνες του. Δυστυχώς, το 1974 με τα γεγονότα της Κύπρου, το καπηλειό έκλεισε.
Όλα αυτά τα επαγγέλματα και τα αντίστοιχα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή θα τα βρούμε συγκεντρωμένα κατά ομάδες στις όμορφες γωνιές που έχει φτιάξει ο Guruney στον κάτω όροφο του Μουσείου.
Στο υπερυψωμένο ισόγειο του Μουσείου υπάρχουν αρκετά δωμάτια όπου εκτίθενται χάρτες και γκραβούρες της Τενέδου, που χρονολογούνται από το 1100 μέχρι το 1850, επίσημα ελληνικά, τουρκικά, αγγλικά κ.ά. έγγραφα, συλλογές με κοχύλια του νησιού, εκκλησιαστικά αντικείμενα της ελληνορθοδοξίας, φωτογραφικές συλλογές, βιβλία και CD που αναφέρονται στο νησί και πολλά άλλα αντικείμενα που αφορούν την Τένεδο.
Αξίζουν πραγματικά συγχαρητήρια στην υπέροχη προσπάθεια του κ. Guruney, που ακούραστος και πάντα χαμογελαστός συνεχίζει να συλλέγει ό,τι έχει σχέση με την ιστορία της Τενέδου, δημιουργώντας ένα μοναδικό Μουσείο, που έχουμε υποχρέωση να το επισκεφθούμε.

Οδηγίες προς ναυτιλλόμενους
Για να επισκεφθούμε με το σκάφος μας την Τένεδο ή την Ίμβρο χρειάζεται:

  • Να έχουμε την Άδεια πλόων στα αγγλικά, Ασφαλιστήριο του σκάφους στα αγγλικά και το διαβατήριό μας.
  • Να πάρουμε έξοδο από την Ελλάδα, συμπληρώνοντας τη λίστα του πληρώματός μας (crew list), είτε από την πόλη μας είτε από κάποιο νησί μας όπου υπάρχει τελωνείο. Στη Χίο και στη Μυτιλήνη υπάρχει τελωνείο, οπότε μπορούμε και να πάρουμε έξοδο από αυτά τα δύο νησιά, πράγμα που δεν είναι εφικτό από τον Άγιο Ευστράτιο, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη.
  • Να προσεγγίσουμε σε κάποια πόλη της Τουρκίας όπου υπάρχει τελωνείο για να δηλώσουμε την είσοδο του σκάφους και του πληρώματός μας στην Τουρκία. Ανάλογα με την πορεία μας, μπορούμε να επιλέξουμε το Τσεσμέ που βρίσκεται απέναντι από τη Χίο, το Αϊβαλί που βρίσκεται απέναντι από τη Μυτιλήνη ή το Τσανάκαλε που βρίσκεται μέσα στα στενά των Δαρδανελίων.
  • Έπειτα μπορούμε ελεύθερα να επισκεφθούμε την Τένεδο και την Ίμβρο ή όποιο άλλο μέρος της Τουρκίας θελήσουμε, όμως πριν επιστρέψουμε στην Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσουμε την αντίστροφη διαδικασία: Πρώτα να πάρουμε έξοδο από την Τουρκία, σε μια από τις πόλεις που προαναφέρθηκαν, και έπειτα να κάνουμε είσοδο στην Ελλάδα σε κάποιο από τα νησιά μας που διαθέτουν τελωνείο.
  • Αν σκοπεύετε να επισκεφθείτε μόνο την Τένεδο και την Ίμβρο, φροντίστε να είστε γεμάτοι με καύσιμα, γιατί ο ανεφοδιασμός (σε βενζίνη τουλάχιστον) είναι προβληματικός στα δύο νησιά και επιπλέον κοστίζει 2,2 ευρώ το λίτρο.
Tenedos Island
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα