Στο «ελληνικό» Cargese ...και στο μυχό του Porto!
Στο «ελληνικό» Cargese ...και στο μυχό του Porto!
Στα νησιά του αρχιπέλαγους Lavezzi
Στα νησιά του αρχιπέλαγους Lavezzi
Στο «ελληνικό» Cargese ...και στο μυχό του Porto!
Στο «ελληνικό» Cargese ...και στο μυχό του Porto!
Στα νησιά του αρχιπέλαγους Lavezzi
Στα νησιά του αρχιπέλαγους Lavezzi
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Αφήνοντας στη δεξιά μας μπάντα το ακρωτήρι Pertusato, ανηφορίζαμε στη νοτιοδυτική πλευρά της Κορσικής, ανυπομονώντας να αντικρίσουμε το Bonifacio, που βρίσκεται δύο ναυτικά μίλια πιο πάνω.

Ταξιδεύαμε με πολύ μικρή ταχύτητα πλάι στις ακτές, θαυμάζοντας τα λευκά βράχια που βυθίζονταν κάθετα στα σκουρόχρωμα νερά. Κάποια στιγμή, στο τελείωμα της ολόλευκης βραχώδους ακτογραμμής, άρχισαν να αχνοφαίνονται τα σπίτια του Bonifacio που είναι κολλητά χτισμένα πάνω στα επίπεδα βράχια. Το θέαμα που αντικρίζαμε ήταν μοναδικό, και σίγουρα πολύ πιο εντυπωσιακό ακόμα και από την καλύτερη φωτογραφία που είχαμε δει όταν σχεδιάζαμε αυτό το ταξίδι.
Η ικανοποίησή μας ήταν κάτι παραπάνω από φανερή, μιας και αυτός ήταν ο κύριος προορισμός, ο βασικός λόγος που μας έδωσε το έναυσμα για τη σχεδίαση του μεγάλου αυτού ταξιδιού. Με επίκεντρο το Bonifacio χτίστηκαν οι επιμέρους πορείες, επιλέχτηκαν οι ενδιάμεσοι προορισμοί και σχεδιάστηκε η γνωριμία μας με την Κορσική. Και πιστέψτε με, το Bonifacio από μόνο του είναι ένας σημαντικός λόγος για να επισκεφθούμε την Κορσική...

Ζυγώσαμε στην κάθετα κομμένη ακτογραμμή και στεκόμασταν σιωπηλοί να θαυμάζουμε ψηλά, μια εικόνα βγαλμένη από παραμύθι. Τα πολυώροφα σπίτια με τους απαλούς γήινους χρωματισμούς μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό, 70 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Νιώθαμε δέος, μα και απέραντη ευγνωμοσύνη που είχαμε την τύχη να χαιρόμαστε αυτό το θέαμα μέσα από το αγαπημένο μας φουσκωτό.
Τώρα πια καταλαβαίναμε απόλυτα γιατί το Bonifacio αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς της Μεσογείου, αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Για πολλή ώρα στεκόμασταν κάτω από το ανατολικό άκρο της καστροπολιτείας, στο σημείο όπου ο βράχος εισέρχεται στα «σωθικά» του και τα σπίτια κυριολεκτικά αιωρούνται πάνω από τη θάλασσα. Αυτό είναι άλλωστε και το πιο πολυφωτογραφημένο σημείο του. Αρχίσαμε να πλέουμε παράλληλα με την ακτή και μετά από λίγες δεκάδες μέτρα φτάσαμε κάτω από τα περίφημα σκαλοπάτια που είναι σμιλευμένα στον κατακόρυφο βράχο, και που ξεκινώντας από τη θάλασσα, φτάνουν ψηλά, μέχρι τα πρώτα σπίτια. Πρόκειται για 187 σκαλοπάτια, γνωστά ως King of Aragon's steps, τα οποία σύμφωνα με τον θρύλο φτιάχτηκαν από τους Αραγωνέζους μέσα σε μόνο μία νύχτα, στην αποτυχημένη τελικά προσπάθειά τους να κατακτήσουν την πόλη το 1420.

 

Πλέοντας στο φιόρδ

Συνεχίζοντας την πορεία μας φτάσαμε στην είσοδο του περίφημου φιόρδ, που βλέπει στον γαρμπή. Η είσοδος αυτή έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και έχει πάρει μυθικές διαστάσεις, αφού πολλοί ερευνητές πιστεύουν πως εδώ έλαβε χώρα η συνάντηση του Οδυσσέα με τους ανθρωποφάγους Λαιστρυγόνες. Πέρα όμως από αυτό, από μόνο του είναι ένα υπέροχο αξιοθέατο και φυσικό λιμάνι του Bonifacio, που προσφέρει απάγκιο σε όλους τους καιρούς. Μια στενή λωρίδα θάλασσας, με μέσο πλάτος εκατό μέτρων, εισχωρεί για ένα ναυτικό μίλι στη στεριά, δημιουργώντας ένα από τα ασφαλέστερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου.

Έχοντας την εντύπωση πως βρισκόμαστε σε κάποιο μεγάλο ποτάμι παρά σε θάλασσα, πλέαμε αργά, θαυμάζοντας ακόμα ένα μεγαλειώδες δημιούργημα της φύσης. Όσο το κανάλι μάς έπαιρνε στα «σωθικά» του, τόσο το θέαμα γινόταν συγκλονιστικότερο.
Η κίνηση βέβαια ήταν απίστευτη, μιας και τα σκάφη αναψυχής και τα τουριστικά καραβάκια που μεταφέρουν συνεχώς κόσμο μπαινοβγαίνουν κατά συρροή στη στενή αυτή λωρίδατης θάλασσας. Ωστόσο ήταν κάτι που περιμέναμε, αφού βρισκόμασταν σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Όταν μάλιστα διασταυρωνόμασταν με μεγάλα υπερπολυτελή γιοτ, ίσα που χωρούσαμε για να περάσουμε, και η προσοχή μας όλο και μεγάλωνε καθώς πλησιάζαμε προς το μυχό του καναλιού. Στα μισά περίπου της βορινής πλευράς του φιόρδ σχηματίζονται δύο πολύ όμορφοι ορμίσκοι, που καταλήγουν σε μικρές υπέροχες αμμουδιές. Πρώτα συναντούμε τον όρμο Arinella και λίγα μέτρα πιο πέρα τον όρμο Catena, οι οποίοι αποτελούν μια πολύ καλή εναλλακτική λύση διανυκτέρευσης αν δεν βρεθεί ελεύθερη θέση στη μαρίνα.
Στη βορινή πλευρά του καναλιού οι καταπράσινες πλαγιές κατεβαίνουν πιο ομαλά, ενώ δεν υπάρχουν σπίτια, με εξαίρεση το βαθύτερο κομμάτι του.

Αντίθετα, στη νότια πλευρά που είναι πιο ψηλή και απόκρημνη -στη μέση της οποίας βρίσκεται και η αποβάθρα όπου πιάνουν τα πλοία της γραμμής-, δεσπόζουν τα θεόρατα τείχη που προστατεύουν την καστροπολιτεία του Βonifacio, η οποία και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ασβεστολιθικού βράχου.

Όσο εντυπωσιακό είναι το φιόρδ άλλο τόσο εντυπωσιακός είναι και ο επίπεδος ασβεστολιθικός βράχος, που μοιάζει σαν ένα πελώριο αεροπλανοφόρο, στο κατάστρωμα του οποίου φιλοξενείται η μεσαιωνική καστροπολιτεία. Στην πραγματικότητα είναι μια μακρόστενη λωρίδα στεριάς που τρέχει παράλληλα με το φιόρδ, και σαν ένας τεράστιος φυσικός κυματοθραύστης το προστατεύει από τους νοτιάδες. Στην επίπεδη «οροφή» αυτής της μακρόστενης λωρίδας (που έχει το ίδιο μήκος με το φιόρδ και μέσο πλάτος διακοσίων μέτρων περίπου), στα 70 μέτρα υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι χτισμένη η περίφημη καστροπολιτεία.
Παρατηρούσαμε εκστασιασμένοι έναν παραμυθένιο τόπο γύρω μας. Όπου κι αν έπεφτε η ματιά μας το θέαμα ήταν μαγευτικό. Όταν πρωτοαντικρίσαμε το Bonifacio, προσεγγίζοντάς το από τον νοτιά, μείναμε συγκλονισμένοι από το υπερθέαμα που απλωνόταν μπροστά από την πλώρη μας. Το ίδιο συγκλονισμένοι ήμασταν όταν διασχίζαμε το φιόρδ, αλλά και τώρα, που στέκαμε άφωνοι παρατηρώντας τα θεόρατα τείχη της καστροπολιτείας από τη βορινή πλευρά της, αυτήν τη φορά μέσα από τη μαρίνα.

Τα τελευταία διακόσια μέτρα του φιόρδ συνιστούν και τη μαρίνα, που αποτελείται από πολλές κάθετες προς το κανάλι προβλήτες. Οι προβλήτες αυτές είναι ασφυκτικά γεμάτες με σκάφη αναψυχής, και είναι σχεδόν βέβαιο πως αποκλείεται να βρούμε κάποια ελεύθερη θέση εάν δεν έχουμε μεριμνήσει για αυτό κάποιους μήνες νωρίτερα.
Οι άνθρωποι της μαρίνας, με τα μικρά αλουμινένια βαρκάκια τους, πηγαινοέρχονται με περίτεχνους και σχεδόν... ζογκλερικούς χειρισμούς, προσπαθώντας να βολέψουν τα εισερχόμενα σκάφη. Είναι πραγματικά απίστευτη η κίνηση, και αξιοθαύμαστο πώς καταφέρνουν να ελίσσονται και να μανουβράρουν -τα μεγάλα ιδίως σκάφη- σε έναν τόσο περιορισμένο και γεμάτο ρεμέτζα χώρο.
Στο νότιο άκρο του μυχού του φιόρδ βρίσκονται τα δεκάδες τουριστικά καραβάκια, που ξεκινούν από εδώ για τις ημερήσιες περιηγήσεις τους στα γύρω μέρη και τα νησιά Lavezzi, ενώ στο βορινό άκρο του μυχού βρίσκονται τα γραφεία της μαρίνας και το Λιμεναρχείο.
Καταφέραμε τελικά να προσεγγίσουμε μπροστά στα γραφεία της μαρίνας και μόνο όταν χρησιμοποιήσαμε την ταυτότητα του περιοδικού άρχισε μια μικρή σύσκεψη των αρμοδίων με σκοπό να μας βρουν κάποια θέση ώστε να μπορέσουμε να διανυκτερεύσουμε. Τελικά, μετά από μεγάλη προσπάθεια και συνεχείς διαπραγματεύσεις, βρέθηκε κάποια γωνιά και για εμάς, όπου και δέσαμε με συνοπτικές διαδικασίες.

 

Στην καστροπολιτεία του Bonifacio

Λύνοντας το πρόβλημα της διανυκτέρευσης, ετοιμαστήκαμε γρήγορα, φορτωθήκαμε τον φωτογραφικό μας εξοπλισμό και βγήκαμε για την πολυπόθητη περιπλάνησή μας στον ξεχωριστό αυτόν τόπο.
Περπατώντας γύρω από τον μυχό του εντυπωσιακού φιόρδ, φτάσαμε στη νότια πλευρά του όπου χτυπά η καρδιά του Bonifacio. Εστιατόρια, καφετέριες και πιτσαρίες στη σειρά, βγάζουν τα τραπεζάκια τους ανάμεσα στην προκυμαία και τον στενό παραλιακό δρόμο που τρέχει παράλληλα, και είναι ασφυκτικά γεμάτα με κόσμο. Η κίνηση είναι μεγάλη, μιας και πάρα πολλοί άνθρωποι από όλα τα σημεία του πλανήτη συνωστίζονται για ναπεράσουν, αφού από το σημείο αυτό διέρχονται όσοι κατευθύνονται αλλά και όσοι επιστρέφουν από την παλιά πόλη, που βρίσκεται σκαρφαλωμένη πάνω στον μακρόστενο βράχο. Είχαμε αρκετές μέρες να βρεθούμε ανάμεσα σε τόσο πολύ κόσμο και νομίζαμε πως βρισκόμασταν σε κάποιο διεθνές πανηγύρι! Ωστόσο δεν αργήσαμε να γίνουμε μέρος της γιορτινής αυτής ατμόσφαιρας, η οποία μάλιστα μας γοήτευσε ιδιαίτερα.

Μετά από περπάτημα λίγων λεπτών, εκεί που τελειώνουν τα μαγαζιά βρίσκεται η εκκλησία St. Erasme, που χτίστηκε τον 13ο αιώνα και αφιερώθηκε στον προστάτη των ψαράδων. Από εδώ ξεκινά και η οδός Montee Rastello, το φαρδύ λιθόστρωτο καλντερίμι που ανηφορίζει απότομα για την καστροπολιτεία.

Το καλντερίμι αυτό μας βγάζει στο πρώτο υπέροχο «μπαλκόνι» που συναντούμε, ακριβώς κάτω από τα προστατευτικά τείχη της παλιάς πόλης. Εδώ βρίσκεται και η μικρή ασβεστωμένη εκκλησία Saint Roch, από όπου μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση από την υπέροχη θέα που απλώνεται αριστερά μας, καθώς διακρίνεται καθαρά ολόκληρη η ακτογραμμή του κατακόρυφου ολόλευκου βράχου που φτάνει έως το νοτιοδυτικό άκρο της Κορσικής. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας βρίσκεται η μικρή ακτή Sotta Rocca, στην οποία οδηγούν τα στενά σκαλοπάτια που είναι σμιλευμένα στον κάθετο βράχο.
Από το εκκλησάκι St. Roch αρχίζει και το δεύτερο καλντερίμι Montee St. Roch, που με φαρδιά σκαλοπάτια οδηγεί στην εντυπωσιακή κεντρική πύλη της καστροπολιτείας, το Porte de Genes, που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της. Τόσο τα λιθόστρωτα καλντερίμια της οδού Montee Rastello και Montee Roch όσο και η κεντρική πύλη, κατασκευάστηκαν από τους Γενοβέζους τη μακρά εποχή της κυριαρχίας τους. Στην κεντρική πύλη υπάρχει μια κινητή γέφυρα που ανοιγοκλείνει με ένα σύστημα βαρών και τροχαλιών, που φτιάχτηκε το 1598 και ο μηχανισμός της λειτουργεί ακόμα και σήμερα.
Η Porte de Genes ήταν και η μοναδική είσοδος για την καστροπολιτεία μέχρι το 1854, οπότε και κατασκευάστηκε η Porte de France που βρίσκεται στη βορινή πλευρά της πόλης, κοντά στην αποβάθρα όπου πιάνουν τα πλοία. Βέβαια, χωρίς καμιά αμφιβολία, ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσουμε την υπέροχη παλιά πόλη είναι να μπούμε στο εσωτερικό της από την εντυπωσιακή Porte de Genes.

Οι οχυρώσεις αρχικά κατασκευάστηκαν από τους Πιζανούς, και ενισχύθηκαν αργότερα από τους Γενοβέζους που κατέκτησαν το Bonifacio το 1195, για να ολοκληρωθούν τελικά τον 14ο αιώνα. Το οχυρό τείχος της ανατολικής πλευράς της καστροπολιτείας, εκατέρωθεν του οποίου βρίσκεται η Port de Genes, είναι το πιο επιβλητικό και αποτελεί το έμβλημα του Bonifacio. Mέσα σε αυτό στεγάζεται ένα πολύ ενδιαφέρον μουσείο, όπου βέβαια εάν ανεβούμε στην οροφή του η πανοραμική θέα είναι καταπληκτική. Όσο συναρπαστικό είναι το θέαμα όταν αντικρίζεις το Bonifacio από τη θάλασσα, άλλο τόσο συναρπαστική είναι και η θέα από εδώ ψηλά, προς το φιόρδ και τη μαρίνα, πάνω από τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές των σπιτιών.
Η παλιά πόλη χτίστηκε τον 9ο αιώνα και αποτελεί ολόκληρη ένα ζωντανό μουσείο, γεμάτο με ιστορικά κτίρια που κρατούν από την εποχή των Γενοβέζων, υπέροχες εκκλησίες, και έναν λαβύρινθο από στενά λιθόστρωτα σοκάκια, όπου η περιπλάνηση είναι μια πραγματικά αλησμόνητη εμπειρία. Τη μαγευτική αυτή μεσαιωνική πόλη, που θεωρείται η παλιότερη της Κορσικής, επισκέπτονται καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι κατακλύζουν τα λιθόστρωτα σοκάκια απολαμβάνοντας την άκρως γοητευτική ατμόσφαιρα που πλανάται παντού.To Bunifaziu (όπως λέγεται το Bonifacio στα κορσικανικά), αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι για τη Μεσόγειο.

 

Χαμένοι στα λιθόστρωτα

Μόλις περάσαμε την πύλη Porte de Genes, βρεθήκαμε στην πλατεία d' Armes, από όπου ξεκινούν όλα τα στενά δρομάκια που τρέχουν κατά μήκος της καστροπολιτείας. Αρχικά, κατευθυνθήκαμε λίγα μέτρα αριστερά, στο νοτιοανατολικό άκρο της παλιάς πόλης, όπου βρίσκεται η πλατεία Manichella. Είναι ένα υπέροχο «μπαλκόνι», με υπέροχη θέα προς την ανοιχτή θάλασσα και τις νοτιοδυτικές ακτές της Κορσικής.
Πολύ κοντά στην πλατεία d' Armes βρίσκεται η μεγάλη εκκλησία St. Marie Majeure, της οποίας το επιβλητικό καμπαναριό δεσπόζει ανάμεσα από τις κεραμιδοσκεπές των συνωστισμένων κτηρίων. Πρωτοχτίστηκε από τους Πιζανούς, αλλά στη συνέχεια δέχτηκε βαθμιαία πολλές τροποποιήσεις μέχρι τον 14ο αιώνα. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη δεξαμενή νερού της πόλης, όπου συγκεντρωνόταν το απαραίτητο -για τις ανάγκες των κατοίκων- βρόχινο νερό.

Από την πλατεία d' Armes ξεκινά και ο κυριότερος δρόμος Rue des deux Empereurs, του οποίου το όνομα οφείλεται στους δύο αυτοκράτορες Charles Quint και Napoleon που είχαν διαμείνει στην πόλη, ο πρώτος το 1541 και ο δεύτερος το 1793. Προς τιμήν τους, πλάι στις σκαλιστές ξύλινες πόρτες των σπιτιών όπου είχαν φιλοξενηθεί, έχουν αναρτηθεί μαρμάρινες πλάκες που αναγράφουν τα ονόματά τους.

Για πολλές ώρες περιπλανιόμασταν στα δαιδαλώδη λιθόστρωτα σοκάκια και πραγματικά δεν ξέραμε τι να πρωτοθαυμάσουμε. Αρχικά κατεβήκαμε την οδό Rue Doria, η οποία τρέχει στη νότια πλευρά της παλιάς πόλης, και μας έβγαλε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Φτάσαμε στην εκκλησία Saint Dominique, μία από τις ελάχιστες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού που υπάρχουν στην Κορσική, και καταλήξαμε στη δυτική πλευρά του μακρόστενου ασβεστολιθικού βράχου, όπου βρίσκεται το στρατιωτικό κοιμητήριο με τους εντυπωσιακούς οικογενειακούς τάφους. Από εκεί κατευθυνθήκαμε στο βορειοδυτικό άκρο του βράχου, ακριβώς πάνω από την είσοδο του φιόρδ. Σταθήκαμε για αρκετή ώρα να παρατηρούμε τα σκάφη που μπαινόβγαιναν συνεχώς, και μετά πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, αυτήν τη φορά όμως διασχίζοντας τη βορινή πλευρά του βράχου, που τρέχει πάνω ακριβώς από το φιόρδ προσφέροντας υπέροχη θέα προς αυτό και τους δύο ορμίσκους Arinella και Catena, που σχηματίζονται στη βορινή «όχθη» του. Απόλυτα ικανοποιημένοι από την ολοήμερη περιπλάνησή μας στη μεσαιωνική πόλη, γεμάτοι με μοναδικές εικόνες, καθίσαμε για ένα καφεδάκι στην πλατεία Manichella πριν πάρουμε τον δρόμο για τη μαρίνα.

Δεν είχε ακόμα χαράξει καλά καλά η επόμενη μέρα και εμείς ήδη ανεβαίναμε ξανά την οδό Montee Rastello, με προορισμό το εκκλησάκι St. Roch. Είχαμε σκοπό να περιμένουμε εδώ, κάτω από τα θεόρατα τείχη της καστροπολιτείας, μέχρι την ανατολή του ήλιου, ώστε να έχουμε την ευκαιρία να καταγράψουμε μερικές όμορφες εικόνες. Πέρα όμως από τη φωτογράφηση θέλαμε να εισπράξουμε και λίγη από τη μαγεία αυτού του ξεχωριστού τόπου τις πρώτες πρωινές ώρες, που τα πάντα είναι γαλήνια, μακριά από τις ορδές των τουριστών. Και δικαιωθήκαμε.
Το πρόωρο ξύπνημά μας αποζημιώθηκε και με το παραπάνω όταν, πριν ακόμα φανεί ο ήλιος στον ορίζοντα, ολόκληρη η ανατολική πλευρά της καστροπολιτείας βάφτηκε με τις μαγευτικές πορτοκαλί αποχρώσεις του πρωινού, προσφέροντάς μας ένα αλησμόνητο θέαμα. Μείναμε για αρκετή ώρα στο ίδιο σημείο, μην κάνοντας τίποτα άλλο από το να θαυμάζουμε την παραμυθένια αυτή εικόνα που γέμιζε τον ορίζοντά μας. Μόνο όταν ο ήλιος σηκώθηκε αρκετά ψηλά αποφασίσαμε να αποχωριστούμε την ανατολική πλευρά του οχυρού, και τραβήξαμε αντίθετη πορεία.
Από το εκκλησάκι St. Roch ξεκινά ένα φαρδύ μονοπάτι, σμιλευμένο πάνω στα βράχια, που φεύγει αρχικά ανατολικά για να συνεχίσει μετά νότια προς τον κάβο Pertusato. Μια διαδρομή 5,6 χιλιομέτρων πλάι στον κατακόρυφο ολόλευκο βράχο της ακτογραμμής, που πραγματικά αξίζει τον κόπο να την περπατήσουμε. Φορτωθήκαμε λοιπόν τα σακίδιά μας και επιδοθήκαμε σε ένα πρωινό jogging, απολαμβάνοντας με τον δικό μας τρόπο την απίθανη αυτή διαδρομή κατά μήκος της απόκρημνης ακτογραμμής του Bonifacio, που προσφέρει απεριόριστη θέα προς την ανοιχτή θάλασσα και τις βόρειες ακτές της Σαρδηνίας. Μεσημέρι πια, γεμάτοι με ανείπωτες εικόνες, επιστρέψαμε στο φουσκωτό, καταστρώνοντας τα σχέδιά μας για τον περίπλου της Κορσικής.

 

Επί χάρτου, ο περίπλους της Κορσικής

Με περίμετρο που φτάνει τα 290 ναυτικά μίλια και τον χρόνο των διακοπών μας να έχει λιγοστέψει σημαντικά, οι επιλογές μας έπρεπε να είναι πολύ αυστηρές και συγκεκριμένες. Και βέβαια, απόλυτα καθοριστικός ήταν ο συνδυασμός των παραπάνω με τις κατευθύνσεις των τοπικών καιρών, ώστε να μη χαθούν πολύτιμες μέρες παραμένοντας αποκλεισμένοι σε κάποιο λιμάνι.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να εξερευνήσουμε πρώτα τη δυτική πλευρά της Κορσικής, που είναι άλλωστε και η πιο ενδιαφέρουσα μορφολογικά, σε αντίθεση με την ανατολική που χαρακτηρίζεται από πολλά μίλια μονότονης και επίπεδης ακτογραμμής, χωρίς τη δημιουργία όρμων και εντυπωσιακών ακτών (με εξαίρεση το νοτιότερο κομμάτι της).

Όλη η μαγεία, λοιπόν, της Κορσικής αποκαλύπτεται στη δυτική της πλευρά, κατά μήκος της οποίας τρέχει μια τεράστια οροσειρά, με πολλές κορυφές της να ξεπερνούντα 2.000 μέτρα. Εντυπωσιακότερη όλων είναι βέβαια η κορυφή Monte Cinto, που δεσπόζει επιβλητικά στα 2.706 μέτρα, και είναι η κύρια υπεύθυνη για τη δημιουργία απόκρημνων ακτών και χαοτικών φαραγγιών που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Στη δυτική πλευρά του νησιού ανοίγονται τέσσερις πολύ μεγάλοι κόλποι στη σειρά, όπου συναντούμε και τα πιο σημαντικά αξιοθέατα.
Το μόνο μειονέκτημα είναι πως ολόκληρη η δυτική πλευρά βρίσκεται στο μάτι του καιρού, αφού οι άνεμοι που επικρατούν το καλοκαίρι είναι δυτικών διευθύνσεων. Πολλοί ισχυρίζονται πως επειδή οι άνεμοι που πνέουν συνήθως στην ευρύτερη περιοχή είναι δυτικών-βορειοδυτικών διευθύνσεων είναι προτιμότερο να κατεβαίνουμε παρά να ανεβαίνουμε τη δυτική ακτογραμμή της Κορσικής. Ξεχνούν όμως, πως ολόκληρη η δυτική ακτή επηρεάζεται από τον καιρό που επικρατεί στον θρυλικό «κόλπο των Λεόντων».
Πραγματικά, στον κόλπο αυτό ο καιρός έρχεται αρχικά από τον μαΐστρο, μετά από διαδρομή όμως πολλών μιλίων ανοιχτής θάλασσας γυρίζει σε δυτικό -στα μισά περίπου της δυτικής Κορσικής-, ενώ από εκεί και πάνω γίνεται γαρμπής μέχρι το Cape Corse. Για αυτόν τον λόγο προτιμήσαμε να ξεκινήσουμε τον περίπλου του νησιού ανηφορίζοντας τις δυτικές ακτές, ώστε να έχουμε τον καιρό δευτερόπρυμα μετά τα μισά της διαδρομής μας. Κάτι που, όπως αποδείχθηκε στην πορεία, ήταν καθοριστικό για τη διάρκεια του ταξιδιού μας.
Ο καιρός για το επόμενο διήμερο προβλεπόταν να μείνει κάτω από τα πέντε μποφόρ και σε αυτό το διάστημα είχαμε σκοπό να φτάσουμε πάνω από τη μέση της δυτικής πλευράς, ώστε την τρίτη μέρα που η έντασή του θα ξεπερνούσε τα έξι μποφόρ να βρισκόμαστε αρκετά ψηλά και να τον έχουμε δευτερόπρυμα.

 

Στον όρμο Roccapina

Βγαίνοντας από το κανάλι του Bonifacio ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω από τον συννεφιασμένο ουρανό και τελικά βρεθήκαμε να ταξιδεύουμε σε ένα μάλλον χειμωνιάτικο τοπίο, μέσα σε έναν γκρίζο ουρανό και μια μολυβιά θάλασσα. Τίποτα βέβαια, δεν πρόδιδε τη μεγάλη καταιγίδα που σχηματιζόταν λίγα μίλια βορειοανατολικά μας...
Δεν πέρασε μισή ώρα από την αναχώρησή μας και μια καλοκαιρινή μπόρα με έντονο χαλάζι ήρθε να μας ξεπλύνει για τα καλά. Αναγκαστήκαμε να μπούμε στον πρώτο όρμο που συναντήσαμε, για να στεγνώσουμε και να αλλάξουμε ρούχα. Είχαμε διανύσει μόλις 13 ναυτικά μίλια από το Bonifacio και ήμασταν φουνταρισμένοι στον όρμο Roccapina, του οποίου η είσοδος βλέπει στον γαρμπή και προσφέρει ένα αρκετά καλό απάγκιο στον πουνέντη και τονμαΐστρο.
Μετά από λίγη ώρα ο καιρός είχε ανοίξει αρκετά και τα χρώματα τριγύρω άρχισαν να ζωντανεύουν. Και τότε ήταν που συνειδητοποιήσαμε πως βρισκόμασταν σε έναν παρθένο τόπο με υπέροχα καταπράσινα νερά. Στον μυχό του εξαιρετικού αυτού όρμου απλώνεται μια πολύ όμορφη και μεγάλη αμμουδιά, με πυκνή βλάστηση που φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Ολόκληρος ο όρμος περιβάλλεται από ψηλές καταπράσινες πλαγιές, που φυσικά δεν μας άφησαν αδιάφορους.

Κατευθυνθήκαμε στην ανατολική πλευρά, εκεί που βρισκόταν μια μικρή γλίστρα και μερικά μικρά φουσκωτά δεμένα σε ρεμέτζα, και πλησιάσαμε αναγνωριστικά στα βράχια της ακτής. Βρήκαμε ένα βολικό μέρος για να δέσουμε το φουσκωτό και βγήκαμε στα καφετιά βράχια. Λίγο πιο πέρα διασταυρωθήκαμε με ένα πολύ στενό μονοπάτι που τρέχει μέσα στην πυκνή βλάστηση από θάμνους και μικρά δέντρα.
Προχωρήσαμε για πολλά μέτρα μέσα στην παρθένα φύση και μετά από αρκετή ώρα βγήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο, αρκετά ψηλά στην καταπράσινη πλαγιά.

Από εδώ είχαμε μια όμορφη και πανοραμική εικόνα του όρμου Roccapina, που πραγματικά είναι υπέροχος. Ακριβώς απέναντι από τον όρμο Roccapina, και σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη του ενός μιλίου, βρίσκονται οι νησίδες Moines. Ένα μακρόστενο σύμπλεγμα, αποτελούμενο από βράχους, ξέρες και αβαθή, που απλώνεται με διεύθυνση από τον γρέγο προς τον γαρμπή σε μια απόσταση 1,5 ν.μ., και αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο «φράγμα» για την αυσιπλοΐα.
Αφού τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες κατεβήκαμε στην αμμουδιά και περπατήσαμε κατά μήκος της, απολαμβάνοντας την ερημιά αυτού του τόπου. Η ομορφιά της παρθένας φύσης μάς έκανε να ξεχάσουμε το χαλάζι που μόλις λίγη ώρα πριν μας είχε χτυπήσει ανελέητα. Πάνω ακριβώς από τον όρμο Roccapina απλώνεται σε μεγάλη έκταση η Plage d'Erbaju. Μια τεράστια ανηφορική αμμουδιά, ανοιχτή στα κύματα του πουνέντη, με κρυστάλλινα διάφανα νερά. Οι θαμνώδεις αμμόλοφοι τριγύρω προσδίδουν μια εξωτική ομορφιά στο παρθένο και ανέγγιχτο από κάθε ανθρώπινη παρέμβαση φυσικό αυτό τοπίο. Προς τη δυτική πλευρά αυτής της παραλίας, μέσα σε ένα μικρό σύμπλεγμα βράχων, σχηματίζεται μια εκπληκτική μικρή βάλα με ολόλευκη αμμουδιά, πλάι σε έναν επιβλητικό πέτρινο πύργο.

 

Στο έλεος της καταιγίδας!

Βρισκόμασταν έξω από το ακρωτήρι de Zivia, λίγα μίλια πριν από τον πρώτο μεγάλο κόλπο της δυτικής πλευράς της Κορσικής, τον κόλπο de Valinco, όταν διακρίναμε δυτικά μας έναν εντυπωσιακό όσο και τρομακτικό στην όψη σχηματισμό από μαύρα πυκνά σύννεφα. Έδειχνε να έρχεται από τον περίφημο «κόλπο των Λεόντων» και να κατεβαίνει προς τον νότο. Οι ναυτικοί γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει «κόλπος των Λεόντων» και αρκεί μόνο το άκουσμά του για να αρχίσουν να καταριούνται, καθώς στη μνήμη τους παραμένουν ζωντανές απίστευτα σκληρές θάλασσες.
Εκστασιασμένοι παρακολουθούσαμε αυτή την ιδιόμορφη μάζα νεφών που όλο και χαμήλωνε στον γκρίζο ορίζοντα. Μουρμουρίζοντας πως είμαστε πολύ τυχεροί που η καταιγίδα δεν έρχεται κατά πάνω μας, συνεχίσαμε τη βορινή πορεία μας, την ίδια που ακολουθούσαν ένα ιστιοπλοϊκό και ένα μεγάλο cruiser που βρίσκονταν δυτικά μας. Ξαφνικά, σφίχτηκε όλο μας το σώμα όταν διαπιστώσαμε πως είχαμε κάνει λάθος στους υπολογισμούς μας...

Ένα μίλι πριν τον κάβο Senetosa, βλέπαμε την τρομερή καταιγίδα να κατευθύνεται προς το μέρος μας, ενώ είχε χαμηλώσει απειλητικά και ήθελε μόλις λίγα μέτρα για να ακουμπήσει στη θάλασσα. Πριν καλά καλά καταλάβουμε τι γίνεται, η καταιγίδα ζύγωσε στην αριστερή μας μπάντα. Σε λίγα δευτερόλεπτα, το ιστιοφόρο που βρισκόταν μόλις διακόσια μέτρα δυτικά μας, είχε σκεπαστεί εντελώς από την καταιγίδα και το τοπίο άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δραματικό και αφιλόξενο. Ένα τρομακτικό σκηνικό εκτυλισσόταν ολοζώντανο μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια μας.

Τα σκοτεινά σύννεφα της καταιγίδας ακουμπούσαν τώρα στη θάλασσα και είχαν «αρπάξει» το ιστιοφόρο, μοιάζοντας πως ήθελαν να το εξαφανίσουν. Ίσα που διακρίναμε τη σιλουέτα του μέσα στην πυκνή ομίχλη κι ας βρισκόμασταν μια ανάσα από αυτό. Το μεγάλο ευτύχημα, μέσα σε όλο αυτό το κακό συναπάντημα, ήταν πως απουσίαζαν οι αστραπές και οι κεραυνοί, γεγονός που μας ηρέμησε αρκετά.Μας έκανε, ωστόσο, τρομερή εντύπωση πως στο δικό μας το σημείοε πικρατούσε απόλυτη νηνεμία. Συνεχίζαμε την πορεία μας μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο και μια μυστηριακή γαλήνη που σκέπαζε τα πάντα. Τίποτα δεν πρόδιδε πως ακριβώς κάτω από την καταιγίδα γινόταν χαλασμός. Η απόλυτη γαλήνη πριν ξεσπάσει η θύελλα!

Σηκώνοντας το βλέμμα μας ψηλά είδαμε ένα κατάμαυρο τόξο να βρίσκεται ακριβώς από πάνω μας και να εκτείνεται για εκατοντάδες μέτρα, χωρίζοντας τον ουρανό στα δύο. Ίσα που προλάβαμε να ασφαλίσουμε την είσοδο της μικρής καμπίνας και το κακό ξέσπασε. Οι πρώτες δυνατές ριπές αέρα ήταν πια γεγονός και η θάλασσα γέμισε με κάτασπρα «προβατάκια» που σιγά σιγά θέριευαν. Το -μόλις πριν λίγα δευτερόλεπτα- γαλήνιο τοπίο, μετατράπηκε σε μια πραγματική κόλαση...
Ο άνεμος ούρλιαζε στα αυτιά μας και έγινε τόσο τρομακτικός που παρέσερνε όπου ήθελε το φουσκωτό. Ηβροχή έπεφτε καταρρακτωδώς και πυκνή ομίχλη σκέπασε τα πάντα. Η ορατότητά μας ίσα που έφτανε τα είκοσι μέτρα. Ελαχιστοποιήσαμε ακόμα περισσότερο την ταχύτητά μας και ταξιδεύαμε μέσα σε ένα απόκοσμο τοπίο. Η θύελλα άρχισε να φτάνει στην κορύφωσή της, με τις ριπές του ανέμου να ξεπερνούν τους 40 κόμβους, και η δύναμή τους δεν μας επέτρεπε να κρατήσουμε τα βλέφαρά μας ανοιχτά. Αναγκαστήκαμε να κατεβάσουμε την τέντα ήλιου πριν προλάβει να κομματιαστεί, και έτσι στερηθήκαμε ακόμα κι αυτήν τη μικρή προστασία που μας προσέφερε.

Ήμασταν τώρα απόλυτα εκτεθειμένοι. Εμείς και εκείνη, η αφηνιασμένη καταιγίδα, που μας χτυπούσε κατά πρόσωπο. Και βέβαια τα μόνα όπλα που είχαμε -όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις- είναι η πειθαρχία, η καρτερία και η εμπιστοσύνη, τόσο στο σκάφος όσο και στις δυνάμεις μας. Κρατιόμασταν μακριά από την ακτή ώστε να είμαστε ασφαλείς σε κάποια ενδεχόμενη αβαρία, γιατί σε εκείνη την περίπτωση η δυτική θύελλα θα μας τσάκιζε πάνω στα βράχια.
Το ιστιοπλοϊκό και το μεγάλο cruiser που έπλεαν πολύ κοντά χάθηκαν από τα μάτια μας. Ο κίνδυνος σύγκρουσης ήταν πολύ μεγάλος. Ανάψαμε τα φώτα πλεύσης και τον περίβλεπτο, ενώ ο καθένας μας ανέλαβε να παρατηρεί ερευνητικά από τη δική του μπάντα. Προχωρούσαμε αργά αργά μέσα στην ομίχλη, και κάθε λίγα δευτερόλεπτα ηχούσε η κόρνα του φουσκωτού. Η καταιγίδα δεν είχε τελειωμό και φαινόταν πως η διάρκειά της θα ήταν μεγάλη...

Η ορατότητα συνέχιζε να είναι απελπιστική, όταν λίγα μέτρα μπροστά από τη δεξιά μας μάσκα διακρίναμε τα φώτα του cruiser. Μπήκαμε στα απόνερά του και αισθανόμασταν τώρα περισσότερο ασφαλείς όσον αφορά την πιθανότητα σύγκρουσης. Η κατάσταση δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης και είχε σταθερά τα ίδια άγρια χαρακτηριστικά. Για αρκετή ώρα ακολουθούσαμε το cruiser το οποίο έδειχνε να μπαίνει στον κόλπο Valinco. Έχοντας καλύψει τα όργανα και το GPS για να τα προστατεύσουμε, δεν είχαμε ιδέα πού πηγαίναμε και αφεθήκαμε στη ρότα του cruiser.

Είχαμε κλείσει μία ολόκληρη ώρα μέσα στην καταιγίδα, όταν δεξιά μας διακρίναμε ένα φωτεινό άνοιγμα στον ουρανό και αρκετά σκάφη αγκυροβολημένα αρόδου. Ξεσκεπάσαμε το GPS και διαπιστώσαμε πως βρισκόμασταν έξω από τον όρμο Campomoro, στο νότιο άκρο της εισόδου του κόλπου Valinco. Από τον προσανατολισμό του όρμου αυτού καταλάβαμε πως θα απάγκιαζε από τον έντονο κυματισμό, ενώ τα φαινόμενα προς τα εκεί έδειχναν πιο ήπια. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η πλώρη μας στράφηκε ανατολικά και σιγά σιγά μπαίναμε στον ανοιχτό όρμο.

 

Στο μυχό του όρμου Campomoro

Σύντομα βρεθήκαμε υπό την προστασία του μικρού κάβου και, με τον κυματισμό να έχει κόψει εντελώς, ζυγώσαμε κοντά στη βραχώδη ακτή. Φουντάραμε και γρήγορα χωθήκαμε μέσα στην καμπίνα, ενώ η βροχή συνέχισε να πέφτει ασταμάτητα και ο άνεμος να λυσσομανά δαιμονισμένα. Με έκπληξη διαπιστώσαμε πως ξεσέρναμε συνεχώς και κάθε προσπάθειά μας απέβαινε άκαρπη. Μπορεί να γλιτώσαμε από τον υψηλό κυματισμό, τα υπόλοιπα φαινόμενα όμως της καταιγίδας εξακολουθούσαν να μας ταλαιπωρούν.

Ψάχνοντας επειγόντως για μια γαλήνια θέση που θα μας επέτρεπε να χαλαρώσουμε, αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς τον μυχό του όρμου, όταν με μεγάλη ανακούφιση παρατηρήσαμε τον ουρανό να ξαναπαίρνει το υπέροχο γαλάζιο χρώμα του και έναν θεόσταλτο ήλιο να εμφανίζεται λαμπερός. Φτάνοντας στον μυχό του όρμου διαπιστώσαμε πως τα νερά ήταν πολύ βαθιά και σίγουρα απαγορευτικά για αγκυροβολία. Υπήρχαν πολλά σκάφη ρεμετζαρισμένα αρόδου, μιας και δεν υπάρχει μαρίνα ή κάποιο αλιευτικό καταφύγιο σε αυτόν τον όρμο. Ψάχναμε ανάμεσα στα ρεμέτζα, ώσπου κάποιος ψαράς, βλέποντάς μας ταλαιπωρημένους, μας παραχώρησε το δικό του, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στην πολύωρη περιπέτειά μας.
Βρισκόμασταν πλάι σε μια υπέροχη αμμουδιά με πέντε έξι σπιτάκια στην ακροθαλασσιά και ένα καφέ γεμάτο με κόσμο. Τα υπόλοιπα σπίτια του Campomoro είναι διάσπαρτα μέσα στις καταπράσινες πλαγιές που κατεβαίνουν ομαλά προς τη θάλασσα.
Με την αποχώρηση της καταιγίδας το τοπίο έγινε ξανά ειδυλλιακό και τα πάντα γύρω μας είχαν φορέσει το πιο γλυκό τους πρόσωπο. Λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να χαλαρώσουμε, και αμέσως σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να απλώνουμε τα βρεγμένα μας πράγματα.

Σε λίγη ώρα το φουσκωτό έμοιαζε με μια μεγάλη πλωτή κρεμάστρα, γεμάτη από ρούχα και πετσέτες. Ύστερα, βγάλαμε ό,τι προμήθειες είχαμε από τα ταμπούκια. Η πείνα μας ήταν απερίγραπτη μετά από αυτήν τη μικρή μας Οδύσσεια, και με ταχείς ρυθμούς ετοιμάσαμε το γεύμα μας. Βάζοντας όλη τη μαγειρική μας δεξιοτεχνία, καταφέραμε να φτιάξουμε μια αλησμόνητη σάλτσα που περιείχε χίλια δυο συστατικά, ενώ παραδίπλα, τα μακαρόνια σιγόβραζαν πάνω στο μικρό γκαζάκι. Ήταν ένα από τα ωραιότερα γεύματά μας ενπλω, και με αλλεπάλληλα τσουγκρίσματα σύντομα αδειάσαμε ένα λίτρο κορσικανικό κρασί.

Δεν ήταν κάποια γιορτή, αλλά εμείς το γιορτάζαμε. Γιορτάζαμε την απίστευτη αυτή εμπειρία που μας χάρισε η θάλασσα, και τη λυτρωτική χαρά που νιώθαμε εκείνη τη στιγμή, ασφαλείς πια, και φωλιασμένοι στα μαγικά μας μπαλόνια, κάτω από τον ζεστό ήλιο. Πίναμε στην αφεντιά της, και κατά έναν περίεργο τρόπο νιώθαμε πως αξίζαμε να το γιορτάσουμε. Όχι ότι αισθανόμασταν περήφανοι που καταφέραμε να τα βγάλουμε πέρα σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, αλλά γιατί συνειδητοποιήσαμε για μια ακόμα φορά πόσο «μικροί» είμαστε μπροστά στο μεγαλείο της.

 

Συνεχίζοντας στον κόλπο Valinco

Νιώθαμε τόσο τσακισμένοι από την κούραση, που πραγματικά πέσαμε σε βαθύ λήθαργο. Ξυπνήσαμε απόγευμα, αλλά έχοντας αρκετές ώρες μπροστά μας πριν σκοτεινιάσει και νιώθοντας πάρα πολύ καλά, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την πορεία μας, εξερευνώντας τον κόλπο Valinco.
Στη νότια πλευρά του κόλπου, λίγο πριν το μυχό του, βρίσκεται η μικρή πόλη Propriano. Διαθέτει ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι και μια πολύ μεγάλη μαρίνα, οι είσοδοι των οποίων βλέπουν ανατολικά ώστε να προστατεύονται από τους δυτικούς ανέμους.

 

Το Propriano αποτελεί δημοφιλή προορισμό, που δέχεται χιλιάδες επισκέπτες, κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον γιατί μέσα στον κόλπο Valinco υπάρχουν πολλές όμορφες αμμουδιές και δεύτερον, γιατί βρίσκεται πολύ κοντά τόσο στο Βonifacio όσο και στο Ajaccio (που βρίσκεται βορειότερα). Αποτελεί έτσι ένα στρατηγικό σημείο, όπου μάλιστα μπορούμε να αφήσουμε το σκάφος μας και, νοικιάζοντας ένα αυτοκίνητο, να επισκεφθούμε τις παραπάνω πόλεις.

Ο μυχός του κόλπου Valinco καλύπτεται από μια μεγάλη παραλία, την οποία και παραπλεύσαμε σε κοντινή απόσταση μέχρι που γυρίσαμε στη βορινή πλευρά του κόλπου. Στην πλευρά αυτή, η οποία εκτείνεται σε μια απόσταση έντεκα ναυτικών μιλίων, συναντούμε πολλές μικρές και μεγάλες παραλίες. Οι περισσότερες από αυτές είναι υπέροχες και σκεπάζονται από ανηφορικές και φαρδιές αμμουδιές που περιβάλλονται από πλούσια βλάστηση.
Στη μέση περίπου της βορινής πλευράς του κόλπου συναντούμε το μικρό χωριό Porto Pollo, λίγο δυτικότερα από τις εκβολές του ποταμού Taravo.

Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της ομώνυμης μικρής χερσονήσου, που εισέρχεται για αρκετά εκατοντάδες μέτρα στον κόλπο Valinco, δημιουργώντας έναν μικρό υπήνεμο όρμο.

Το μικρό λιμανάκι του είναι ασφυκτικά γεμάτο, με τοπικά κυρίως σκάφη, και βρίσκεται στο τελείωμα μιας πολύ όμορφης αμμουδιάς. Το Porto Pollo αποτελεί ιδανικό προορισμό, κυρίως για όσους ψάχνουν ένα ήσυχομέρος να περάσουν τις διακοπές τους. Συνεχίζοντας τον περίπλου μας καβατζάραμε το Capo di Muro και μπροστά μας ανοιγόταν ο δεύτερος μεγάλος κόλπος της δυτικής πλευράς της Κορσικής, στη βορινή πλευρά του οποίου βρίσκεται η πρωτεύουσα του νησιού και γενέτειρα του Μέγα Ναπολέοντα, το Ajaccio (Αιάκειο, στα ελληνικά). Άρχισε να σουρουπώνει, όμως, και έτσι αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε στον πρώτο υπήνεμο όρμο που συναντήσαμε, ακριβώς μετά από το ακρωτήρι Guardiola. Αφού φουντάραμε κάτω από τον παλιό γενοβέζικο πύργο, βγάλαμε τις σημειώσεις και τους χάρτες μας και αρχίσαμε να υπολογίζουμε μίλια και να κάνουμε μια πιο αυστηρή επιλογή των τόπων που θα επισκεπτόμασταν από εδώ και πέρα, μιας και οι μέρες των διακοπών μας είχαν λιγοστέψει. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μην επισκεφθούμε το Ajaccio, κρίνοντας πως μια ολιγόωρη επίσκεψη στην πρωτεύουσα μόνο κούραση θα μας προσέθετε, ενώ δεν θα καταφέρναμε να δούμε ούτε τα βασικά αξιοθέατά της.

 

Στις νησίδες Sanguinaires

Πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος της επόμενης μέρας, η πλώρη μας σημάδευε τις νησίδες Sanguinaires που βρίσκονται στο βορινό άκρο του κόλπου Ajaccio. Διασχίσαμε δηλαδή τον κόλπο του από κάβο σε κάβο, αφήνοντας την εξερεύνησή του για κάποια άλλη φορά.

Οι νησίδες Sanguinaires αποτελούν ουσιαστικά τη συνέχεια του ακρωτηρίου Parata, αφήνοντας έναν στενό θαλάσσιο δίαυλο από όπου μπορούν να περνούν τα διαπλέοντα σκάφη. Πρόκειταιγια ένα σύμπλεγμα τεσσάρων μικρών νησίδων και πολυάριθμων βράχων σε σειρά, που εκτείνονται σε μήκος δύο ναυτικών μιλίων. Το κόκκινο χρώματων βράχων και οι απόκρημνες ακτές έχουν κάνει τα νησάκια αυτά έναν δημοφιλή προορισμό, όπου καταφθάνουν καθημερινά τα τουριστικά καραβάκια από το γειτονικό Αιάκειο.

Με την ανατολή του ηλίου βρισκόμασταν κοντά στο νότιο άκρο της μεγαλύτερης νησίδας του συμπλέγματος, όπου βρίσκεται η μισογκρεμισμένη πέτρινη προβλήτα. Το αντιμάμαλο ήταν έντονο εκείνη την ημέρα και καταφέραμε να δέσουμε με αρκετή δυσκολία. Πήραμε το λιθόστρωτο καλντερίμι που ανηφορίζει για την κορυφή της νησίδας, όπου βρίσκεται ο εντυπωσιακός φάρος.
Σε δέκαλεπτά βρισκόμασταν πλάι στον φάρο, που είναι χτισμένος στα 80 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατασκευάστηκε το 1870 και οι αναλαμπές του έχουν εμβέλεια 24 ναυτικά μίλια. Από εδώ ψηλά η θέα είναι εντυπωσιακή και ολόκληρη η νησίδα μοιάζει με μια κορυφογραμμή που βυθίζεται στα σκουρόχρωμα νερά. Τα μεγάλα βουβά κύματα του πουνέντη που έσκαγαν στη δυτική πλευρά της νησίδας και η ροδοκόκκινη απόχρωση των νεφών που σκέπαζαν τον ορίζοντα μάς χάριζαν μια άγρια όσο και όμορφη εικόνα...

...keep Ribbing!                

The circumnavigation of Corsica through storms
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα