Wandering around the famous Costiera Amalfitana
Περιπλανώμενοι στη διάσημη Costiera Amalfitana
Trip in Corsica
Ταξίδι στη Κορσική
Wandering around the famous Costiera Amalfitana
Περιπλανώμενοι στη διάσημη Costiera Amalfitana
Trip in Corsica
Ταξίδι στη Κορσική
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Δεν είχε ακόμα χαράξει και τα πάντα ήταν έτοιμα για να σαλπάρουμε. Πολλούς μήνες περιμέναμε τούτη εδώ τη στιγμή, αφού όλο το χειμώνα σχεδιάζαμε αυτό το ταξίδι και οι καθημερινές κουβέντες μας αφορούσαν αποκλειστικά την προετοιμασία του.

Παρά το τσουχτερό κρύο του χειμώνα, οι σκέψεις μας ταξίδευαν σε γαλανές ρότες. Λες και ζούσαμε μόνο και μόνο προσμένοντας να έρθει η ώρα που θα απολαμβάναμε το καφεδάκι μας καθισμένοι στα μπαλόνια του φουσκωτού, λίγα λεπτά πριν ξεκινήσουμε για το μακρινό μας ταξίδι, που ολόκληρο, από την προετοιμασία του μέχρι και την πραγματοποίησή του, βρίσκεται συμπυκνωμένο μέσα σε αυτές τις στιγμές... Εδώ είναι που κρύβεται όλη η μαγεία του, λίγο πριν αρχίσει ο κινητήρας να «γουργουρίζει, ελάχιστα λεπτά πριν τον απόπλου...
Είναι τόσο γλυκιά η ηδονή αυτών των στιγμών που δεν αφήνει καθόλου χώρο για αγωνίες και ανασφάλειες, και δεν θα την αντάλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Αρκεί μία μόνο φορά να τη γευτείς, να νιώσεις την ανάσα της ανοιχτής θάλασσας και τη χαρά του ταξιδιού, και είναι βέβαιο πως για όλη σου τη ζωή οι σκέψεις σου και ο μοναδικός σου πόθος θα είναι να βρίσκεσαι όλο και περισσότερο εκεί: στο ονειρεμένο απέραντο γαλάζιο. Και τότε, είναι αδύνατο να μπορέσεις ποτέ να προσαρμοστείς στο «στεριανό» σου μικρόκοσμο. Η ψυχή σου θα είναι μόνιμα εκεί έξω, σε αφρισμένα κύματα και υπήνεμους γαλήνιους όρμους, σε μαγευτικές πλεύσεις και αξέχαστα δειλινά.

Λύσαμε πρυμάτσες και έσπρωξα δυνατά την προκυμαία ώστε να απομακρυνθούν τα πλευρικά του σκάφους. Κομπλάρισα τη μανέτα στη θέση «πρόσω» και βγήκα αργά από την μπούκα της μαρίνας, σκουπίζοντας παράλληλα τα όργανα από την πρωινή υγρασία. Πριν καλά καλά πλανάρει το φουσκωτό, το βλέμμα μας άρχισε να σαρώνει τα πάντα γύρω, σαν να ήθελε να κρατήσει όσες περισσότερες εικόνες γινόταν, καμωμένες από το χρώμα και τη θαλπωρή της πατρίδας μας, λίγο πριν η στεριά αρχίσει να χάνεται στην πρύμνη μας.

Ξεκινούσαμε από τον όρμο της Πλαταριάς και μας χώριζαν 11 ναυτικά μίλια μέχρι το νότιο κάβο της Κέρκυρας, από όπου και θα βάζαμε ρότα για τον Κρότωνα της Ιταλίας. Πηγαίναμε με μικρή ταχύτητα και κάναμε έναν τελευταίο έλεγχο του σκάφους, όταν έπιασα τον εαυτό μου να είναι ασυνήθιστα άνετος και χαλαρός για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Επειδή είχα πραγματοποιήσει αρκετές φορές στο παρελθόν μεγάλα περάσματα και για τέταρτη φορά η πλώρη μου θα σημάδευε τις ανατολικές ακτές της Ιταλίας βάζοντας ρότα για τη δυτική Μεσόγειο, θεωρούσα αυτό το ταξίδι ιδιαίτερα εύκολο.

Για πρώτη φορά ένιωθα τόσο οικεία, κάτι που δεν είναι βέβαια απαραίτητα κακό, ωστόσο δεν μου πολυάρεσε, γιατί -πολύ απλά- κανένα ταξίδι, μικρό ή μεγάλο, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Ίσως επειδή γνώριζα καλά τις απέναντι ακτές, γνώριζα τις ασφαλέστερες πορείες και πώς να αποφύγω τις κακοτοπιές, γνώριζα τους απάνεμους όρμους, τις μαρίνες και τα σημεία ανεφοδιασμών, είχα αποκτήσει μια περίεργη οικειότητα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν αισθανόμουν και μεγάλη διαφορά από το να ταξίδευα κάπου στο Αιγαίο.
Με κανέναν τρόπο, όμως, δεν ήθελα αυτή μου η άνεση να με παρασύρει, με κίνδυνο να οδηγηθώ σε αμέλειες που πιθανόν να «πλήρωνα» σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπορεί η θάλασσα να με είχε συνεπάρει, γνώριζα όμως πολύ καλά πως έπρεπε να την κοιτάω πάντα με «μισό» μάτι. Έτσι, άρχισα να εστιάζω την προσοχή μου πρωτίστως στο ταξίδι και κατά δεύτερο λόγο στις εικόνες που μου χάριζε για ακόμα μία φορά η θάλασσα.

Με πλώρη στον Κρότωνα

Φτάσαμε κάτω από τον νότιο κάβο της Κέρκυρας και χάραξα την πορεία μου στο GPS, βάζοντας προορισμό τον Κρότωνα, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο νότιο ακρωτήρι του κόλπου του Τάραντα. Πορεία 260 μοιρών και 145 ναυτικών μιλίων ανοιχτής θάλασσας. Η ίδια πορεία, βέβαια, ήταν από πριν χαραγμένη και στον πλαστικοποιημένο ναυτικό χάρτη που προσάρμοσα πάνω στο πορτάκι της καμπίνας του Shearwater, στον οποίο είχα σημειώσει όλα τα στοιχεία της πορείας μας, καθώς και εναλλακτικές πορείες και λιμάνια, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.

Όταν ακόμα σχεδίαζα αυτό το ταξίδι είχα βγάλει πορεία απευθείας για τον κάβο Σπαρτιβέντο, το νοτιοανατολικότερο άκρο της Ιταλίας, μια απόσταση 220 ναυτικών μιλίων. Ωστόσο, για λόγους ασφαλείας, είχα αλλάξει την πορεία μας και έθεσα ως πρώτο σταθμό τον Κρότωνα, που βρίσκεται βορειότερα και πολύ πιο κοντά.

Έτσι, μειώθηκε κατά 75 μίλια το μεγάλο πέρασμα, και η μόνη μας επιβάρυνση ήταν 20 μίλια περισσότερα για τον κάβο Σπαρτιβέντο (αντί δηλαδή να διανύσουμε 220 μίλια ανοιχτής θάλασσας, απευθείας για Σπαρτιβέντο, θα διανύαμε 145 μίλια ανοιχτής θάλασσας έως τον Κρότωνα και θα έμεναν ακόμα 95 μίλια έως τον κάβο).

Στο σύνολο, δηλαδή, θα διανύαμε 240 ναυτικά μίλια, εκ των οποίων τα 95 θα αφορούσαν μια παράκτια και πιο ασφαλή πλεύση.

Αυτήν τη φορά, βλέπετε, η μεγάλη πρόκληση του απευθείας διάπλου ενός μεγάλου περάσματος ήταν σαφώς περιορισμένη, αφού ήταν κάτι που είχε πραγματοποιηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Τότε που σύσσωμα τα συναισθήματά μας συνωμοτούσαν για να υποταχτούμε στις προσταγές ενός άκρατου -πολλές φορές- ενθουσιασμού, που παραμέριζε κάθε αντίσταση της λογικής μας, πάντοτε όμως σε βάρος της ασφάλειάς μας.
Ευτυχώς, αυτήν τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η λογική είχε σαφές προβάδισμα και τον τελευταίο λόγο στην τελική μας απόφαση, μιας και τέτοιου είδους προκλήσεις τις γευτήκαμε αρκετές φορές στο παρελθόν.

Κοιτούσα επίμονα μία το GPS και μία την πυξίδα, καθώς ήθελα να ξανατσεκάρω αν συμφωνούν οι ενδείξεις τους. Διαπίστωσα λοιπόν και πάλι, πως η πυξίδα είχε μια μικρή απόκλιση, της τάξεως των τριών μοιρών. Αμελητέα για ένα κοντινό ταξίδι, τεράστια όμως όταν έχεις μπροστά σου πολλά μίλια ανοιχτής θάλασσας. Η μικρή αυτή απόκλιση της πυξίδας -αν για κάποιο λόγο το GPS πάψει να λειτουργεί- μπορεί να σε ρίξει πολλά μίλια μακριά από τον προορισμό σου. Και αν ο προορισμός σου είναι κάποιο νησί, είναι πολύ εύκολο να το προσπεράσεις δίχως να το αντιληφθείς. Και τότε, όσο περνά η ώρα και δεν φαίνεται στεριά στον ορίζοντα, τόσο η αγωνία κορυφώνεται, καθώς είναι πολύ δύσκολο να προσανατολιστείς και να επαναπροσδιορίσεις τη θέση σου ώστε να βγάλεις νέα πορεία, ενώ ο κίνδυνος να ξεμείνεις από αποθέματα ψυχραιμίας αλλά και καυσίμων γίνεται ορατός.

Γνωρίζοντας ακριβώς την απόκλιση της πυξίδας μου, ήμουν βέβαιος πως -ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του GPS- θα έφτανα στον προορισμό μου. Θα αρκούσε μονάχα μια μικρή διόρθωση της πορείας μου, αντίστοιχη με αυτήν της απόκλισης της πυξίδας.

Έβγαλα το ημερολόγιο του σκάφους και το τοποθέτησα πάνω στην κονσόλα. Από εδώ και στο εξής θα ήταν ο μοναδικός μας σύντροφος, τον οποίο και θα ενημερώναμε κάθε μία ώρα. Σημείωσα την ώρα αναχώρησης και το στίγμα μας. Έπειτα έσκυψα, άπλωσα την παλάμη μου, και έριξα ένα φιλικό χτύπημα στον πλωτήρα του φουσκωτού. Ήταν σαν να του έδινα κουράγιο, όσο κι αν ήξερα πολύ καλά πως στην πραγματικότητα έδινα κουράγιο στον ίδιο μου τον εαυτό.

Έριξα μια γρήγορη ματιά στην πρύμνη μου και το βλέμμα μου έμεινε για λίγο καρφωμένο στον κινητήρα. Ίσα που τον άκουγα να «γουργουρίζει» και ο ήχος του μου μετέφερε ένα αίσθημα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Σαν να μου έλεγε πως ήταν έτοιμος για το πρώτο μας μεγάλο πέρασμα.

Ημερολόγιο καταστρώματος

Και το ταξίδι αρχίζει. Η πλώρη ορθώνεται για λίγο ψηλά, μέχρι να βρει τη θέση της στον ορίζοντα και να μπει στη χαραγμένη μας ρότα. Το φουσκωτό έχει 560 λίτρα καύσιμα και είναι τόσο πολύ φορτωμένο με διάφορα πράγματα που δεν χωράει ούτε καρφίτσα παραπάνω. Η θάλασσα είναι καλή, αλλά όχι αυτή που μας έχουν συνηθίσει τα γαλήνια πρωινά του Ιονίου. Παρά λοιπόν τις προγνώσεις που δεν έδιναν πάνω από 3 μποφόρ, είμαι αρκετά ανήσυχος.

Ώρα 08:40 Κλείσαμε ήδη μία ώρα ταξιδιού και το στίγμα μας είναι Β 39° 18’ 64 Α 19° 40’ 76.
Ταξιδεύουμε με 25 κόμβους στις 4.250 στροφές, με κατανάλωση 41 λίτρα την ώρα και μας απομένουν ακόμα 122 μίλια έως τον Κρότωνα. Στις συγκεκριμένες στροφές η ταχύτητα και η κατανάλωσή μας (1,64 λίτρα ανά ναυτικό μίλι) είναι σε πάρα πολύ ικανοποιητικά επίπεδα, αν αναλογιστούμε πως το φουσκωτό είναι υπέρβαρο. Έχουμε έναν βουβό κυματισμό που έρχεται από νοτιοδυτικά και μας βρίσκει στην αριστερή μας μάσκα.

Βέβαια, ούτε ο βουβός κυματισμός μού αρέσει ούτε η διεύθυνσή του, η οποία είναι ασυνήθιστη για τούτα τα μέρη τον μήνα Αύγουστο. Εξακολουθώ να αμφιβάλλω για την πρόγνωση του καιρού, την οποία μάλιστα την έχουμε διασταυρώσει μέσα από αρκετά μετεωρολογικά site.

Ώρα 09:40 Μετά από δύο ώρες ταξιδιού το στίγμα μας είναι Β 39° 17’ 13 Α 19° 17’ 05.
Η ταχύτητά μας ελαττώθηκε αρκετά και ταξιδεύουμε τώρα με 20 έως 22 κόμβους. Οι στροφές του κινητήρα παίζουν ανάμεσα στις 3.700 και 4.100, και η κατανάλωσή μας βρίσκεται στα 40 λίτρα την ώρα κατά μέσο όρο. Μας απομένουν ακόμα 103 μίλια ανοιχτής θάλασσας και μόνος υπεύθυνος για αυτά τα νούμερα είναι ένας ανάκατος, καθαρός γαρμπής, ο οποίος όλο και φρεσκάρει. Βρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής, χωρίς να μπορώ άλλωστε να κάνω κάτι περισσότερο.

Ώρα 10:40 Κλείσαμε τρεις ώρες ταξιδιού και τα πράγματα δείχνουν να μην εξελίσσονται όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Το στίγμα μας είναι μόλις Β 39° 16’ 59 Α 18° 55’ 30, και μας απομένουν ακόμα 87 ναυτικά μίλια ταξιδιού.
Η ταχύτητά μας ελαττώθηκε ακόμα περισσότερο και το ταχύμετρο παίζει τώρα ανάμεσα στους 15 με 17 κόμβους. Οι στροφές του κινητήρα κυμαίνονται ανάμεσα στις 3.700 με 4.000, με την κατανάλωση να βρίσκεται ανάμεσα στα 35 με 45 λίτρα την ώρα. Ο γαρμπής πλέον πενταρίζει, αλλά αυτό που μας βασανίζει περισσότερο είναι ο μεγάλος όγκος κύματος που χτυπά ακανόνιστα και χωρίς καμία περιοδικότητα στην αριστερή μας μάσκα. Η κατανάλωση αυξήθηκε, η ταχύτητά μας έπεσε αισθητά και ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας έπρεπε να έχουμε διανύσει ήδη 75 ναυτικά μίλια, η θάλασσα για μία ακόμη φορά διαψεύδει τις προβλέψεις, και τις δικές μας και των μετεωρολογικών σταθμών. Έχουμε καλύψει μόλις 58 μίλια σε τρεις ώρες και ο προορισμός μας είναι ακόμα μακριά.

Ώρα 11:40 Το στίγμα μας είναι Β 39° 20’ 05 Α 18° 35’ 60.
Με δυσκολία πια κρατάμε την ταχύτητά μας στα προηγούμενα επίπεδα, αφού πλέον ο γαρμπής εξαρίζει κανονικά και δύσκολα κερδίζουμε κάθε μίλι. Αναγκαζόμαστε μάλιστα να παρεκκλίνουμε βορειότερα της χαραγμένης μας πορείας, ώστε να καταπονήσουμε λιγότερο το σκάφος, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Κατά την τέταρτη ώρα του ταξιδιού μας έχουμε καλύψει μόλις 13 ναυτικά μίλια και μπροστά μας έχουμε ακόμα 74. Βρισκόμαστε, δηλαδή, περίπου στα μισά της συνολικής μας διαδρομής. Βέβαια, η επιθυμία και αρχική μας πρόθεση να φτάσουμε στον Κρότωνα σε έξι ώρες έχουν πάει περίπατο.

Προσπαθούμε να πηγαίνουμε το φουσκωτό όσο πιο στρωτά γίνεται ώστε να μην κουραστούμε, αφού ο δρόμος είναι μακρύς. Αλλάζουμε στο τιμόνι κάθε μία ώρα και η διάθεσή μας είναι στα ίδια υψηλά επίπεδα, όπως όταν ξεκινήσαμε. Στην άκρη του μυαλού μου, ωστόσο, αρχίζω να μελετάω τις εναλλακτικές πορείες που είχα ήδη έτοιμες από την προετοιμασία του ταξιδιού. Αν τα πράγματα χειροτερέψουν περισσότερο θα στρέψω την πλώρη μου στις 335°, προς το «τακούνι» της ιταλικής μπότας όπου βρίσκεται η Santa Maria di Leuca, από την οποία μας χωρίζουν μόλις 29 μίλια.

Εκεί θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε πολύ γρήγορα και εύκολα, μιας και θα βάλουμε τον καιρό δευτερόπρυμα. Αυτό από μόνο του με γεμίζει αισιοδοξία και μου δίνει περισσότερο κουράγιο ώστε να συνεχίσω την πορεία μου.

Ώρα 12:40 Το στίγμα μας είναι Β 39° 21’ 14 Α 18° 35’ 17.
Η κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου, και η θάλασσα ευτυχώς δεν έχει ξεπεράσει τα 6 μποφόρ. Μας αναγκάζει ωστόσο να ανεβούμε και άλλο, όσον αφορά το γεωγραφικό μας πλάτος, ώστε να ταξιδέψουμε πιο ανώδυνα. Έχουμε καλύψει ακόμα 12 ναυτικά μίλια και ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα.

Ώρα 13:40 Το στίγμα μας είναι Β 39° 07’03 Α 17° 52’ 95.
Ο καιρός αρχίζει να πέφτει αισθητά με αποτέλεσμα να αρχίσουμε να κατηφορίζουμε και να ξαναμπαίνουμε στην αρχική μας πορεία. Η ταχύτητά μας σταθεροποιήθηκε στους 23 κόμβους, οι στροφές του κινητήρα στις 4.000 και η κατανάλωση στα 37 λίτρα την ώρα. Μας απομένουν ακόμα 38 μίλια και όλα μοιάζουν να πηγαίνουν μια χαρά.

Ώρα 14:40 Το στίγμα μας είναι Β 39° 09’ 68 Α 17° 33’ 96.
Μόλις 20 ναυτικά μίλια μας χωρίζουν από τον προορισμό μας και η θάλασσα έχει καλμάρει αρκετά, συνεχίζει όμως να μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Τεράστια αλλά γαλήνια βουβά κύματα έρχονται από νοτιοδυτικά, και «χωνεύονται» μέσα σε ίδιου ύψους κύματα που έρχονται από βορειοανατολικά. Ο γαρμπής έχει μπλεχτεί με τον γρέγο, που έρχεται από τις κοντινές στεριές. Είναι σαν να ταξιδεύουμε σε μια πελώρια ρεστία, που δεν ξέρει κι εκείνη πού θέλει να πάει. Δοκιμάσαμε και πιάσαμε 27 κόμβους αλλά δεν μπορούμε να σταθεροποιηθούμε σε αυτήν την ταχύτητα, καθώς η ρεστία είναι εντελώς αλλόκοτη. Σε αυτήν την ταχύτητα πάντως το στροφόμετρο δείχνει 4.250 στροφές και η κατανάλωση είναι κολλημένη στα 42 λίτρα την ώρα.

15:40 Μπαίνουμε στο λιμάνι του Κρότωνα αρκετά κουρασμένοι, αλλά με πολύ καλή διάθεση, όπου για κακή μας τύχη το βενζινάδικο είναι κλειστό. Η ζέστη είναι αφόρητη και δεν θέλουμε να μείνουμε στο λιμάνι, το επόμενο όμως σημείο ανεφοδιασμού βρίσκεται στο Reggio (στα 120 ναυτικά μίλια) και έπειτα από οκτώ ώρες δύσκολης πλεύσης δεν έχουμε σκοπό να ταξιδέψουμε για τόσα ακόμα μίλια. Άλλωστε, ούτε τα καύσιμά μας είναι αρκετά ούτε μας παίρνει και ο χρόνος. Αυτό που προέχει είναι να βρούμε ένα μέρος για να έχουμε λίγες στιγμές ξεκούρασης.

Πέντε ναυτικά μίλια πιο κάτω από τον Κρότωνα βρίσκεται το Capo Colonne, που ονομάζεται έτσι γιατί πλάι στο φάρο του κάβου δεσπόζει μία και μοναδική αρχαιοελληνική κολόνα. Είναι ό,τι απέμεινε από το ναό της Ήρας, ο οποίος χτίστηκε την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας. Σταθήκαμε για λίγο για τις απαραίτητες φωτογραφίες και καβατζάραμε τον κάβο, όπου βρίσκεται μια όμορφη ακτή που απαγκιάζει καλά από τον καιρό. Φουντάραμε, κάναμε ένα τονωτικό μπάνιο και ετοιμάσαμε κάτι πρόχειρο για φαγητό. Η κούραση δεν άργησε να εμφανιστεί και χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε βρεθήκαμε ξαπλωμένοι στους καναπέδες να κοιμόμαστε για περισσότερο από μία ώρα.
Αισθανόμασταν τώρα πολύ καλύτερα και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, υπολογίζοντας συγχρόνως τα καύσιμά μας. Θέλαμε να κερδίσουμε κάποια μίλια και ήλπιζα να φτάναμε έως τη Rocella Ionica, η μαρίνα της οποίας είναι ιδανική για διανυκτέρευση. Γνώριζα πως εκεί δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού αλλά ήλπιζα να είχαν κάνει κάτι για αυτό.
Η απόσταση ήταν περίπου 60 μίλια και η ώρα ήταν 19:10. Η θάλασσα είχε πέσει εντελώς και καλύψαμε γρήγορα τα 9 μίλια που μας χώριζαν από το Capo Rizzuto, το βόρειο άκρο του κόλπου Squillace. Μόλις φτάσαμε, όμως, στο ακρωτήρι η θάλασσα ξαφνικά άλλαξε όψη. Λες και υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή κατά μήκος του κάβου, όπου από τη μια μεριά η θάλασσα ήταν κάλμα και από την άλλη ιδιαίτερα αγριεμένη. Πιστεύοντας πως μετά τον κάβο τα πράγματα θα είναι καλύτερα, συνεχίσαμε στην πορεία μας. Όμως από τα πρώτα κιόλας κύματα φαινόταν πως τελικά δεν θα ήταν και πολύ εύκολη...
Τα κύματα είχαν μεγάλο ύψος, έρχονταν κατάπλωρα πολύ κοντά το ένα μετά το άλλο και έκρυβαν πολύ μεγάλη ενέργεια στα σωθικά τους. Μόνο με ανοιχτές πλαγιοδρομίες μπορούσαμε να ταξιδεύουμε, και πάλι όχι και τόσο ευχάριστα. Περάσαμε τον κάβο και μπαίναμε στον κόλπο του Squillace, αλλά η θάλασσα μάς έδειχνε το ίδιο μανιασμένο πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε για λίγο μεταξύ μας και όλοι μας κάναμε την ίδια σκέψη. Κανένας δεν είχε διάθεση να φτάσει μούσκεμα και αργά το βράδυ στη Rocella Ionica. Προτιμήσαμε λοιπόν να επιστρέψουμε στον κάβο Rizzuto, στη βορινή πλευρά του οποίου υπάρχει ένας ορμίσκος που μας υποσχόταν ένα όμορφο και ήσυχο βράδυ.

Τη δεύτερη μέρα

Ξημέρωσε η Κυριακή και ευχηθήκαμε καλό μήνα, μιας και ήταν 1η Αυγούστου. Ήπιαμε το πρωινό μας καφεδάκι, τακτοποιήσαμε το φουσκωτό και ξεκινήσαμε για τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού μας, με σκοπό να φτάσουμε έως την Τropea, η οποία βρίσκεται στις δυτικές ακτές της Καλαβρίας, 30 μίλια βορειότερα από το στενό της Μεσσήνης. Αυτός ήταν άλλωστε και ο πρώτος μας προγραμματισμένος σταθμός, και είχαμε να καλύψουμε συνολικά περίπου 145 ναυτικά μίλια.

Η θάλασσα μέσα στον κόλπο του Squillace είχε καλμάρει και έτσι φτάσαμε γρήγορα στη Rocella Ionica, μετά από 47 μίλια ευχάριστης πλεύσης. Πριν από έξι χρόνια την επισκέφθηκα για τελευταία φορά, αλλά και πάλι τη βρήκα το ίδιο υπέροχη. Η μόνη διαφορά ήταν πως τώρα ήταν γεμάτη από σκάφη, αφού πλέον αποτελεί βασικό σταθμό για όσα κατευθύνονται από την Τυρρηνική θάλασσα προς την Ελλάδα και την Αδριατική. Αυτό βέβαια μας έδινε ελπίδες πως θα υπήρχαν καύσιμα στη μαρίνα. Πλαγιοδετήσαμε σε μία από τις πλωτές εξέδρες και βγήκαμε για ένα καφεδάκι στο μικρό καφέ της μαρίνας. Mετά από τη συνομιλία μας με τους ανθρώπους της Capitaneria διαπιστώσαμε πως καύσιμα δεν υπάρχουν. Είναι βέβαιο πως κάτι κρύβεται πίσω από αυτήν την απουσία αντλιών στη μαρίνα, αρκεί να αναλογιστούμε πως και στη χειρότερη μαρίνα της Ιταλίας υπάρχουν καύσιμα στο «ντόκο». Το χειρότερο, όμως, ήταν πως την Κυριακή δεν μεταφέρει κανείς καύσιμα στη μαρίνα. Πήραμε μερικά τηλέφωνα και για καλή μας τύχη βρήκαμε έναν ταξιτζή που είχε δικά του μπιτόνια για να εξυπηρετεί κάποια σκάφη της μαρίνας. Ο Giovanni λοιπόν, ένας ψηλός και καλοκάγαθος ταξιτζής, μας πήγε πρώτα στο σπίτι του για να πάρει τα μπιτόνια του και μετά πεταχτήκαμε μέχρι το βενζινάδικο και τα γεμίσαμε με 90 λίτρα βενζίνης. Αυτά ήταν αρκετά για να φτάσουμε έως το Reggio, όπου και θα φουλάραμε τα ρεζερβουάρ μας.
Μετά από 30 μίλια καβατζάραμε το Capo Spartivento και ταξιδεύαμε πλέον στη νότια ακτή της Καλαβρίας. Οι θύμησές μου βέβαια έτρεξαν πίσω στο 2004, τότε που μεταφέροντας την Ολυμπιακή Σημαία στο Γιβραλτάρ, είχαμε τύχει πολύ συγκινητικής υποδοχής από τους ελληνόφωνες της Καλαβρίας. Και τώρα περνούσα ακριβώς έξω από το παραθαλάσσιο σπίτι όπου φιλοξενηθήκαμε, πίσω ακριβώς από το φάρο του Σπαρτιβέντο. Στο μυαλό μου ήρθε έντονα η εικόνα των τοπικών βαρκών που, με αναρτημένες την ιταλική και την ελληνική σημαία, έρχονταν για να μας υποδεχθούν στα νερά της Bova Marina. Αν και έπρεπε να σταματήσουμε δεν το κάναμε και, χαιρετώντας νοητά τους καλούς μου φίλους, συνεχίσαμε την πορεία μας.

Περνώντας το στενό της Μεσσήνης

Η θάλασσα είχε λαδιάσει και πάνω ακριβώς από την πλώρη μας δέσποζε η κορυφή της θρυλικής Αίτνας. Ταξιδεύαμε σε μικρή απόσταση από τη νότια ακτή της Καλαβρίας, αλλά το βλέμμα μας ήταν καρφωμένο στο ηφαίστειο της Σικελίας, ενώ καθώς η πλώρη μας άρχισε να στρέφεται σιγά σιγά προς το βορρά, το στενό της Μεσσήνης (αλλιώς, τη μυθική... Σκύλλα και Χάρυβδη) μας επιφύλασσε τη δική του, όπως πάντα, ξεχωριστή υποδοχή...
Μπαίνοντας στη νότια είσοδο του στενού της Σκύλλας και της Χάρυβδης η θάλασσα είχε τα «μπουρίνια» της. Η λαδιά χάθηκε ξαφνικά και ένας απίστευτος βοριάς κατέβαινε λυσσαλέος από τα βουνά της Σικελίας. Ήταν η πέμπτη φορά που θα διέσχιζα το στενό και αυτήν τη φορά συναντούσα ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Όλες οι φορές που το πέρασα ήταν Αύγουστος, και κάθε φορά αντιμετώπιζα και κάτι καινούριο. Το στενό έχει τους δικούς του κανόνες που δεν λογαριάζουν από βαρομετρικά και υψηλές πιέσεις κι έτσι ετοιμαστήκαμε να «χορέψουμε» στο ρυθμό του...

Η θάλασσα ήταν κάτασπρη και χειμαρρώδης, και μας έβρισκε σαν αφηνιασμένο θεριό κατάπλωρα. Ερχόταν από βορειοδυτική διεύθυνση, με ύψος κύματος που συχνά ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Είχε τέτοια ένταση που με μικρή ταχύτητα δεν ταξιδευόταν, ενώ κάποια μεγάλα και άναρχα κύματα με γέμιζαν αμφιβολία, διστάζοντας προς στιγμήν να σπρώξω τη μανέτα. Σιγά σιγά άρχισα να συντονίζομαι με το ρυθμό της και να «διαβάζω» τα σημάδια της, ρυθμίζοντας παράλληλα το lift και το trim, αυξάνοντας αργά την ταχύτητα του σκάφους.

Μόλις πήρα το ρυθμό και ένιωσα σιγουριά, απόλυτα βέβαιος για τις δυνατότητες του Shearwater, η μανέτα καρφώθηκε μπροστά χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

Η ίσαλος ήταν αυτή που θα έθετε τώρα τους όρους του παιχνιδιού και θα επέβαλε το δικό της ρυθμό. Εγώ από τη μεριά μου, την προσάρμοσα στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Με τον αέρα να λυσσομανά τριμάρισα τον κινητήρα, για να κολλήσει το πόδι στον καθρέφτη. Ρύθμισα το lift στις κατώτερες θέσεις του, ώστε σε σχέση με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει το φουσκωτό να είναι το μεγαλύτερο μέρος του ποδιού μέσα στο νερό. Έτσι, η ίσαλος περνούσε αδιάφορα πάνω από τα κύματα, παρά τον χαμό που επικρατούσε από κάτω της. Εμποδίζοντας το ξενέρισμα και διατηρώντας σε κάθε περίπτωση το ποδαρικό βαθιά μέσα στο νερό, ακόμα και στις μακριές απογειώσεις μας που ήταν εντελώς οριζόντιες, η προσθαλάσσωση ήταν απίστευτα μαλακιά και δεν χρειάζονταν παρά μόνο μερικές μικρές και απότομες δεξιοτιμονιές, ώστε το φουσκωτό να κόβει τη θάλασσα με την ακμή της ισάλου του.

Είχαμε ξεπεράσει τις 5.000 στροφές και, ενώ το trim ήταν στο χαμηλότερό του σημείο, ούτε μια σταγόνα δεν μας άγγιξε. Ήταν σαν να πετούσαμε, σαν να πλέαμε σε ένα επίπεδο ψηλότερα από τα κύματα, τα οποία περνούσαν από κάτω μας με τρομερή δύναμη. Το φουσκωτό όμως πραγματικά αδιαφορούσε για την κατάσταση της θάλασσας και χάραζε τον δικό του δρόμο, αλφιαδάζοντας τις κορυφές των κυμάτων. Ήταν μια απίθανη πλεύση, με το Shearwater να δείχνει όλες τις αρετές της γάστρας του σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες. Διαπίστωσα για μία ακόμα φορά πως το συγκεκριμένο φουσκωτό αδιαφορεί εντελώς για τα υπερβολικά φορτία του και λειτουργεί πάντα σαν να είναι άδειο. Όσο και να το φορτώσουμε, βγαίνει με μεγάλη άνεση έξω από το νερό με αποτέλεσμα να μην «σέρνεται», αλλά να λειτουργεί η γεωμετρία της γάστρας του και να επιβάλλεται στο νερό, χαρίζοντάς μας μια απίστευτα σταθερή και ευθειασμένη πλεύση.

Έτσι, εντελώς στεγνοί, καλύψαμε γρήγορα τα 14 ναυτικά μίλια μέχρι το Reggio. Με τα χαμόγελα να διαγράφονται στα πρόσωπά μας μετά από την απίθανη πλεύση μας, πλαγιοδετήσαμε στη μαρίνα που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού, ακριβώς κάτω από τις αντλίες βενζίνης.

Το μυθικό στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης

Όσο βάζαμε βενζίνη το μυαλό μου ήταν στο μυθικό στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Βρισκόμασταν μέσα στα σωθικά του και μόλις είχαμε πάρει μια γερή δόση από τη θρυλική του αύρα. Χωρίς καμιά αμφιβολία πρόκειται για το διασημότερο στενό του κόσμου, γνωστό από τον Όμηρο και τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Ένα από τα πιο κακόφημα θαλάσσια περάσματα, αφού εδώ κατοικούσαν τα δυο φοβερά τέρατα της θάλασσας.

Η Σκύλλα, λοιπόν, κατοικούσε στο ανατολικό άκρο της βορινής εισόδου του στενού, στην πλευρά της Ιταλίας όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό που φέρει το ίδιο όνομα. Ζούσε μέσα σε μια ατέρμονη σπηλιά, πάνω σε έναν πολύ ψηλό και κατακόρυφο βράχο που η κορυφή του χανόταν μέσα στα σύννεφα. Είχε δώδεκα παραμορφωμένα πόδια και έξι φρικιαστικά κεφάλια με τρία σαγόνια το καθένα. Κάθε στόμα της είχε τρεις σειρές από δόντια και όταν έβγαζε τα κεφάλια της από τη σπηλιά, τα κατέβαζε μέχρι τη θάλασσα και έτρωγε δελφίνια, φώκιες και βέβαια ανθρώπους όταν κάποιο καράβι είχε το θράσος να περάσει από εκεί.
Η Χάρυβδη κατοικούσε στο απέναντι άκρο του στενού, στην πλευρά της Σικελίας, πάνω σε έναν ψηλό σκόπελο. Ήταν ένα τέρας που από το στόμα του έβγαζε μαύρο νερό. Τρεις φορές την ημέρα ρουφούσε το νερό και τρεις φορές το ξερνούσε με τρομερή ταχύτητα. Έτσι, μετέτρεπε το στενό πέρασμα σε μια τεράστια ρουφήχτρα από την οποία κανένα πλεούμενο δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Για αυτό και ο Οδυσσέας προτίμησε να περάσει από την πλευρά της Σκύλλας, για να μη χάσει ολόκληρο το καράβι από την τεράστια ρουφήχτρα της Χάρυβδης.

Έτσι άρχισε να ξεμακραίνει από τη Χάρυβδη, η οποία είχε μετατρέψει τη θάλασσα σε ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε. Πλησιάζοντας, όμως, προς τη μεριά της Σκύλλας έγινε μάρτυρας ενός φρικιαστικού θεάματος. Τα έξι τρομακτικά στόματα της Σκύλλας είχαν αρπάξει έξι από τους άντρες του, οι οποίοι τον καλούσαν για βοήθεια.

Πέρα όμως από τις μυθικές διαστάσεις του στενού στα αρχαία χρόνια, ο θρύλος του συντηρήθηκε και μεταγενέστερα από τις ιστορίες των ναυτικών που διέσχιζαν το στενό και ερχόντουσαν αντιμέτωποι με φοβερά καιρικά φαινόμενα όπως ρουφήχτρες, ισχυρά ρεύματα και θύελλες που λυσσομανούσαν, και πίστευαν πως όλη αυτή η πρωτόγνωρη αναταραχή δεν ήταν τυχαία. Μην μπορώντας να δώσουν μια λογική εξήγηση, συντηρούσαν με τις ιστορίες τους την κακοδαιμονία του στενού και πίστευαν πως κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Μην ξεχνάμε πως εκείνα τα χρόνια το μοναδικό μέσο πρόωσης ήταν τα πανιά και ήταν πραγματικά ιδιαίτερα επικίνδυνο το πέρασμα, λόγω των ισχυρών δινών και ρευμάτων του στενού. Έτσι η κακοφημία του συντηρήθηκε και στα νεότερα χρόνια.
Ο θρύλος του στενού βέβαια δεν οφείλεται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας και της μυθοπλασίας. Το στενό της Μεσσήνης χωρίζει την Ιταλία από τη Σικελία, με στενότερη την βορινή είσοδό του που βρέχεται από την Τυρρηνική θάλασσα και έχει πλάτος 1,5 ναυτικά μίλια. Το νότιο άνοιγμα του στενού που βρέχεται από το Ιόνιο, είναι κατά πολύ φαρδύτερο και φτάνει τα 8 ναυτικά μίλια. Μέσα στο στενό υπάρχουν δύο λιμάνια, το Reggio στις ιταλικές ακτές και η Messina στην πλευρά της Σικελίας.

Τα δυνατά ρεύματα του στενού οφείλονται στο διαφορετικό επίπεδο της στάθμης του νερού στις δύο θάλασσες, την Τυρρηνική και το Ιόνιο, με αποτέλεσμα να τρέχει με μεγάλη ένταση τη μία προς το νότο και την άλλη προς το βορρά, ανάλογα με το ποια θάλασσα έχει ψηλότερη στάθμη. Επιπλέον, η Τυρρηνική θάλασσα είναι πιο ζεστή και έχει λιγότερο αλάτι από ό,τι το Ιόνιο, και αυτή η διαφορά στην πυκνότητα των δύο θαλασσών δημιουργεί ρεύματα που τρέχουν νότια στην επιφάνεια και βόρεια βαθύτερα κάτω από τα 20 μέτρα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη μορφολογία του βυθού, δημιουργούν τα περίεργα όσο και εντυπωσιακά φαινόμενα που παρατηρούνται στην επιφάνεια της θάλασσας.

Πολλές φορές έχω συναντήσει μέσα στο στενό, και κυρίως όσο πλησίαζα προς τη μεριά της... Χάρυβδης, μεγάλα θαλάσσια τμήματα ανεξήγητης λαδιάς μέσα στην οποία φαίνονταν καθαρά οι δίνες. Το πρωτόγνωρο όμως δεν είναι οι δίνες που αντικρίζεις αλλά πως τα θαλάσσια αυτά τμήματα λαδιάς, που αντιστοιχούν σε μια περιοχή διαμέτρου 50 με 80 περίπου μέτρων, σχηματίζονται μέσα σε μια μανιασμένη θάλασσα όπου τα χειμαρρώδη κύματα πολλές φορές φτάνουν και το ένα μέτρο ύψος.
Σήμερα βέβαια, με την εξέλιξη των μέσων πρόωσης, το στενό δεν κρύβει παγίδες και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να θαυμάζουμε τα παιχνίδια των νερών που, κατεβαίνοντας από την Τυρρηνική θάλασσα για το Ιόνιο ή το αντίστροφο, σχηματίζουν ισχυρές και συχνά εντυπωσιακές δίνες. Προβλήματα, ωστόσο, μπορούν να μας δημιουργήσουν οι σπιλιάδες που κατεβαίνουν ορμητικές από τα γύρω βουνά και μπορεί να φτάσουν σε τρομακτική ένταση.

Στην Tropea

Αφού φουλάραμε με καύσιμα, συνεχίσαμε την πορεία μας. Από το Reggio έως τη βορινή είσοδο του στενού μάς έμεναν ακόμα 10 ναυτικά μίλια. Με τη θάλασσα να είναι αισθητά καλύτερη, πλησιάσαμε προς την πλευρά της Χάρυβδης και θαυμάζαμε τα περίεργα φαινόμενα που λάμβαναν χώρα στην επιφάνεια του νερού. Βγαίνοντας έξω από το στενό και παρά το γεγονός πως μέσα σε αυτό γινόταν ένας μικρός χαμός, το Τυρρηνικό πέλαγος για ακόμα μία φορά έμοιαζε να κοιμάται.

Αφήσαμε δεξιά μας το πολύ γραφικό χωριό Scilla και ταξιδεύαμε τώρα μέσα σε μια απίθανη λαδιά. Είχαμε να καλύψουμε 28 ναυτικά μίλια μέχρι την Tropea, που ήταν και ο πρώτος προγραμματισμένος μας σταθμός. Η πυξίδα μας στράφηκε στις 15 μοίρες και η πλώρη μας σημάδευε το Capo Vaticano, το άκρο μιας μικρής χερσονήσου των δυτικών ακτών της Ιταλίας, η οποία χωρίζει τον κόλπο Tauro di Gioia από τον κόλπο της Αγίας Ευφημίας. Πέντε μόλις μίλια βόρεια από το Capo Vaticano βρίσκεται η Tropea.

Σε ολόκληρη τη διαδρομή παρατηρούσαμε τις δυτικές ακτές της Καλαβρίας που, σε αντίθεση με τις ανατολικές, είναι εντυπωσιακές και χαρακτηρίζονται από ψηλά καταπράσινα βουνά που κατεβαίνουν απότομα στα υπέροχα νερά της Τυρρηνικής.
Πολύ γρήγορα φτάσαμε κάτω από τους εντυπωσιακούς βράχους του Capo Vaticano. Σταθήκαμε στη ρίζα του κάβου και θαυμάζαμε το φάρο που βρίσκεται στα 99 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας, πάνω στην κορυφή του κατακόρυφου βράχου.
Λίγα μέτρα πιο πέρα ξεκινούσαν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν ψηλά στο φάρο.

Φαίνονταν πολύ εντυπωσιακά αλλά δεν μπορέσαμε να τα προσεγγίσουμε λόγω της ρεστίας που επικρατούσε εκείνη την ημέρα. Μείναμε έτσι να παρατηρούμε τις τέσσερις υπέροχες παραλίες που βρίσκονται από κάτω, μικρές αμμουδιές με καταπράσινα νερά που σε προκαλούν να βουτήξεις.

Περιπλέαμε με χαμηλή ταχύτητα τις ακτές της χερσονήσου θαυμάζοντας ένα πραγματικά εντυπωσιακό τοπίο. Στα πέντε μίλια ακτογραμμής, από το Capo Vaticano έως την Tropea, τα νερά έχουν ένα υπέροχο τιρκουάζ χρώμα που σε μαγνητίζει. Στην ακτή, τα βράχια της οποίας είναι κάθετα κομμένα, σχηματίζονται πολύ όμορφες ολόλευκες αμμουδιές όπου απολαμβάνουν το μπάνιο τους αρκετοί λουόμενοι. Όμορφα ξενοδοχεία, κάμπινγκ, beach bar αλλά και πολύ ωραίες κατοικίες κοσμούν την -έτσι κι αλλιώς- πανέμορφη ακτογραμμή. Και όταν βέβαια η πλώρη μας έφτασε κάτω από την μεσαιωνική καστροπολιτεία της Tropea μείναμε άφωνοι από το επιβλητικό θέαμα που αντικρίζαμε. Όταν σχεδίαζα αυτό το ταξίδι επέλεξα την Tropea ως σταθμό ανεφοδιασμού και ξεκούρασης περισσότερο, και αυτό λόγω της στρατηγικής της θέσης και της όμορφης μαρίνας της. Σε καμιά περίπτωση δεν φανταζόμουν πως θα μας προκύψει ένας υπέροχος προορισμός, που χωρίς καμιά αμφιβολία πρόκειται για τον ομορφότερο τόπο ολόκληρης της ανατολικής ακτής της Καλαβρίας.
Αντικρίσαμε, λοιπόν, ένα «μικρό Μπονιφάτσιο». Στο χείλος των κάθετα κομμένων ασβεστολιθικών βράχων, στα 50 μέτρα περίπου από το επίπεδο της θάλασσας, δεσπόζει η μαγευτική πολιτεία, με τα πολυόροφα παστέλ σπίτια να μοιάζουν πως αιωρούνται στο κενό. Ακριβώς από κάτω, τα μοναδικά τιρκουάζ χρώματα της θάλασσας έκαναν ακόμα πιο επιβλητική την εικόνα που αντικρίζαμε. Σαν ένας πίνακας ζωγραφικής τον οποίον ήθελες να θαυμάζεις με τις ώρες.
Το πρώτο που κάναμε ήταν να φουντάρουμε αρόδου και να ετοιμάσουμε ένα καφεδάκι on board. Άλλωστε, πιο ωραίο σημείο για να θαυμάσουμε την Tropea δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε. Ξεχάσαμε το πρόγραμμα και τους προορισμούς μας και ομόφωνα αποφασίσαμε να παραμείνουμε για μια μέρα σε αυτόν τον όμορφο τόπο.
Κατευθυνθήκαμε στη μαρίνα που βρίσκεται βορειοανατολικά της Tropea, στη ρίζα του βράχου πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η καστροπολιτεία. Είναι μια υπέροχη και ευρύχωρη μαρίνα, φτιαγμένη σε ένα πολύ όμορφο και ήσυχο περιβάλλον, ιδανική για διαμονή και διανυκτέρευση. Επιπλέον μας παρέχει ό,τι κι αν χρειαστούμε (καύσιμα, νερό και ρεύμα), ενώ υπάρχουν ακόμα μπάνια, τουαλέτες, καφέ, εστιατόριο και πλυντήρια. Αφού πήγαμε στα γραφεία της μαρίνας (όπου μας χρέωσαν 60 ευρώ για τη διαμονή μας), καθίσαμε για ένα καφεδάκι, απολαμβάνοντας το όμορφο θέαμα που μας χάριζαν τα σκάφη που ήταν δεμένα στη μαρίνα, κάτω από τον βράχο της καστροπολιτείας. Δεν κρατιόμασταν βέβαια και, παρά την κούρασή μας, ξεχυθήκαμε για να εξερευνήσουμε την παλιά πόλη.

Γνωρίζοντας την παλιά πόλη

Έξω ακριβώς από τη μαρίνα, στο δυτικό της άκρο, ξεκινούν τα 200 περίπου σκαλοπάτια που, σμιλευμένα μέσα στον κατακόρυφο βράχο, οδηγούν στην παλιά πόλη. Μετά από την εντυπωσιακή ανάβασή μας, σταθήκαμε για λίγες ανάσες θαυμάζοντας την πανοραμική θέα προς τη μαρίνα. Από εδώ ξεκινά ένας λαβύρινθος από πολύ στενά πλακόστρωτα δρομάκια, τα οποία είναι τόσο όμορφα που δεν ξέρεις ποιο να πρωτοπερπατήσεις. Η παλιά πόλη είναι γεμάτη από υπέροχα κτίρια του 17ου αιώνα, με πολλά παλάτια και σπίτια ευγενών και πολλές εκκλησίες. Όλα έδειχναν πως η μικρή πόλη είχε γνωρίσει σημαντική ευημερία ανά τους αιώνες, και αυτή η χλιδή του παρελθόντος φαινόταν παντού.

Βγήκαμε σύντομα στην πλατεία Duomo, όπου δεσπόζει ο καθεδρικός ναός της SS di Romania, προστάτιδας της πόλης. Είναι ένα μεγαλοπρεπές και αξιοθαύμαστο κτίριο που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική παράδοση της Tropea. Πήραμε το στενό δρομάκι Via Roma και βγήκαμε στο φαρδύ κεντρικό λιθόστρωτο Vittorio Emanuelle, στο μέσο περίπου του οποίου βρίσκεται η κεντρική πλατεία Ercole. Όλα έμοιαζαν μαγευτικά, με πολύ κόσμο να περιφέρεται χαζεύοντας κτίρια και μαγαζάκια, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που απολάμβαναν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και το χρώμα αυτού του τόπου καθισμένοι στα καφέ και τα εστιατόρια, παρέα πάντα με ένα κομμάτι πίτσα, παραδοσιακά φαγητά, τοπικά θαλασσινά πιάτα ή τη σπεσιαλιτέ της πόλης που είναι τα γλυκά κόκκινα κρεμμύδια.
Μετά από τόση θάλασσα που διανύσαμε για δύο συνεχόμενες μέρες, όλα έμοιαζαν τόσο γιορτινά και χαρμόσυνα, που μας έκαναν να καθίσουμε στο πιο κεντρικό καφέ χαζεύοντας τα πάντα και τους πάντες γύρω μας!
Ο περίπατος στον κεντρικό δρόμο Vittorio Emanuelle είναι μια πραγματική εμπειρία. Στη μέση περίπου βρίσκεται η υπέροχη πλατεία Piazza Ercole, ενώ συνεχίζοντας πιο κάτω ο δρόμος καταλήγει σε ένα από τα ομορφότερα μπαλκόνια της Τυρρηνικής. Αριστερά μας δεσπόζει η Santa Maria dell’ Isola. Ένα μοναδικής αρχιτεκτονικής μοναστήρι, που αποτελεί και το «έμβλημα» της Tropea. Χτισμένο στην κορυφή ενός βράχου-νησίδα που συνδέεται με τη στεριά με μια φαρδιά λωρίδα άμμου, αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας και δεξιά μας, απλώνεται η υπέροχη αμμουδιά που φιλοξενεί πολύ κόσμο, ενώ στο βάθος η ματιά μας χάνεται στο απέραντο γαλάζιο της Τυρρηνικής θάλασσας.

Μείναμε αρκετή ώρα να θαυμάζουμε την υπέροχη θέα από το μπαλκόνι της V. Emanuelle και αφού τραβήξαμε όσες φωτογραφίες μπορούσαμε, περιπλανηθήκαμε στα στενά της πόλης τα οποία κρύβουν πολλές όμορφες εικόνες. Πολύ παλιά κτίρια με μοναδικά στοιχεία και εντυπωσιακές εισόδους, στοές που φιλοξενούν καταπληκτικά μαγαζάκια και εστιατόρια επενδυμένα από τοπική πέτρα, καθώς και αρκετές μικρές και μεγάλες πλατείες που σε προκαλούν να ξανακαθίσεις για ένα καφεδάκι σε ένα από τα μικρά καφέ που βγάζουν τα τραπεζάκια τους στο λιθόστρωτο. Μέχρι να πέσει η νύχτα περιπλανιόμασταν στην παλιά πόλη, και μόνο όταν νιώσαμε πως τα πόδια μας δεν βαστούσαν άλλο πήραμε το δρόμο για τη μαρίνα. Η κούρασή μας ήταν μεγάλη και η καμπίνα του σκάφους πολύ άνετη και γλυκιά, μας υποσχόταν έναν απολαυστικό ύπνο...
Το επόμενο πρωινό με δυσκολία ξεμυτίσαμε από την καμπίνα του Shearwater και αφού ήπιαμε το πρώτο μας καφεδάκι, ξανατραβήξαμε για την παλιά πόλη. Θέλαμε για ακόμα μία φορά να τη χαρούμε, με λιγότερο όμως τώρα κόσμο, αφού οι περισσότεροι λείπουν αυτές τις ώρες στις γειτονικές παραλίες.

Μέχρι το μεσημέρι περιπλανιόμασταν στα σοκάκια και ικανοποιημένοι απόλυτα, αφού πρώτα ψωνίσαμε τα αναμνηστικά μας δωράκια, απολαμβάναμε το τελευταίο μας καφεδάκι στην Piazza Ercole.

Αξίζει να σημειώσουμε πως, σύμφωνα με το μύθο, η πόλη ιδρύθηκε από τον Ηρακλή, από τον οποίο πήρε και το πρώτο της όνομα: Πόρτο Ηρακλής (Porto Herculis). Το σημερινό της όνομα έχει και αυτό ελληνικές ρίζες, από το χωριό Τρόπαια της Αρκαδίας Πελοποννήσου. Η Tropea θεωρείται ένας από τους καλύτερους ταξιδιωτικούς προορισμούς της Καλαβρίας. Και όχι άδικα βέβαια, αφού τα κάλλη της είναι πολλά. Με υπέροχα πλακόστρωτα δρομάκια και παλάτια, πολλές εκκλησίες και μεσαιωνικά κτίρια μοναδικής αρχιτεκτονικής, μικρές κρυμμένες πλατείες με καφέ και εστιατόρια, με υπέροχα σημεία που σου χαρίζουν μαγευτικές πανοραμικές εικόνες και εξαιρετικά όμορφες αμμουδιές που βρέχονται από υπέροχα νερά. Πέρα όμως από όλα αυτά, μόνο και μόνο η πανοραμική θέση στην οποία χτίστηκε η καστροπολιτεία (η οποία μοιάζει να κρέμεται πάνω από τη θάλασσα), αποτελεί μια εκπληκτική εικόνα, που μόνο γι’ αυτήν αξίζει να επισκεφθεί κανείς την Tropea, την «Ακτή των Θεών», το «Διαμάντι της Τυρρηνικής», όπως δικαίως αποκαλείται.

...keep Ribbing!                

The Strait of Messina and Tropea
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα