Σκιάθος
Σποράδες και Ανατολικό Πήλιο
Σκιάθος
Σποράδες και Ανατολικό Πήλιο
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

.. εκείνη η απόλυτη αίσθηση ελευθερίας
κι εκείνη η υπέροχη μοναξιά μέσα στο πέλαγος
όταν οι άνεμοι λυσομανούν ή όταν η θάλασσα ναρκώνεται.
Ώρες ηρεμίας και πολλές φορές ευτυχίας
που εναλλάσσονται με στιγμές φόβου και αγωνίας,σε μια σχέση πάθους...

Τέσσερις άνθρωποι, στριμωγμένοι στο μικρό τζιπάκι που αγκομαχούσε σε κάθε ανηφόρα σέρνοντας πίσω του το υπέρβαρο φουσκωτό. Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ και ταξιδεύαμε με μικρή ταχύτητα στους έρημους δρόμους. Ακόμα κι αυτή η ρυμούλκηση του σκάφους, για άλλους ανιαρή και επικίνδυνη, για μας έχει πάντα τη δική της γοητεία. Αποτελεί μέρος του ταξιδιού μας.
Που και που, έριχνα μερικές λοξές ματιές στον καθρέφτη για να σιγουρευτώ πως όλα ήταν εντάξει στο φουσκωτό που πιστά «ακολουθούσε», ενώ η κουβεντούλα μέσα στο τζιπάκι κρατούσε καλά. Με ατέλειωτες συζητήσεις για τη θάλασσα, φέρνοντας στο μυαλό μας δύσκολες αλλά και ονειρεμένες στιγμές που μας έχει χαρίσει, πέρασε ευχάριστα η ώρα και σύντομα φθάσαμε στο πολυπόθητο σημείο. Οι ρόδες του τρέιλερ βρίσκονται μισοβυθισμένες στο νερό. Το σκάφος ρίχνεται με λαχτάρα στα ήρεμα νερά του ορμητηρίου μας.

Είναι κάτι που επαναλαμβάνεται πολύ συχνά κι όμως, είναι από τα λίγα πράγματα στη ζωή μας που αυτή η επανάληψη όχι μόνο δεν κουράζει αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη μαγεία της πρώτης φοράς.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να μετριάσω αυτή τη λαχτάρα και αυτό το πάθος που μας κάνουν να κινούμαστε με απίστευτες ταχύτητες ώστε να βρεθούμε το συντομότερο δυνατό πάνω στο φουσκωτό. Και πάντοτε, σχεδόν λαχανιασμένοι, σαν να προσπαθούμε να αποδράσουμε από κάπου, παίρνουμε τη θέση μας πίσω από την κονσόλα. Το χέρι μας πηγαίνει μηχανικά στο κλειδί του χειριστηρίου. Μια μικρή περιστροφή και ο κινητήρας αρχίζει να γουργουρίζει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η ένταση καταλαγιάζει μέσα μας και μια ανείπωτη γαλήνη πλημμυρίζει την ψυχή μας.
Κάνουμε σιγά σιγά ανάποδα και μετά από κάποιους ελιγμούς βγαίνουμε από το λιμανάκι μας, ενώ η πλώρη μας αρχίζει να κοιτά προς το ανοιχτό πέλαγος. Αυτό ήταν! Η χαρά μας κορυφώνεται, καθώς οι παγιδευμένες μας αισθήσεις αρχίζουν σιγά σιγά να αφυπνίζονται. Ένα ακόμα ταξίδι αρχίζει. Και ξανά φεύγουμε. Και η προπέλα μας κόβει τη θάλασσα, που βαθιά χαραγμένη ασπρίζει πίσω μας. Και είμαστε ταξιδευτές, που οδηγούμε αυτό το ταξίδι. Και το ταξίδι μάς ταξιδεύει.
Έχουμε πάψει να πατάμε στη γη...

Πορεία προς το Χορευτό

Καβατζάραμε το νότιο φανάρι της Κασσάνδρας και κατευθυνθήκαμε νοτιοδυτικά. Η πορεία μας θα περνούσε από τα ομορφότερα σημεία του ανατολικού Πηλίου και θα συνέχιζε στις Σποράδες, καλύπτοντας μια απόσταση 350 συνολικά ναυτικών μιλίων.
Πορεία 222 μοιρών λοιπόν και η πλώρη μας σημάδευε το παραθαλάσσιο χωριό Χορευτό στις ανατολικές ακτές του Πηλίου.

Φωλιασμένοι στα μαγικά μας μπαλόνια, βυθισμένοι στη γλυκιά ξεγνοιασιά μας, απολαμβάναμε την πλήρη ελευθερία μας, που μόνο στην απεραντοσύνη της θάλασσας αποκτά χειροπιαστή υπόσταση. Με τον ήλιο να πλημμυρίζει με φως όλο τον ορίζοντα και να σιγοψήνει τα πρόσωπά μας, ταξιδεύαμε με 30 κόμβους σε μια θάλασσα ονειρεμένη. Μόνο τα απόνερά μας τάραζαν τα γαλήνια νερά, που μας χάρισαν μια απολαυστική πλεύση. Καλύψαμε γρήγορα τα 40νμ που μας χώριζαν, και πλησιάζοντας στη μεγάλη παραλία φουντάραμε λίγα μέτρα από την αμμουδιά. Τα λιγοστά χαμηλά σπιτάκια που μόλις διακρίνονται μέσα από την πυκνή βλάστηση,απλώνονται κατά μήκος της ακτής και συνιστούν ένα πολύ όμορφο και ήσυχο χωριό. Ηλιοκαμμένοι και φανερά ευτυχισμένοι απολαμβάναμε το ουζάκι μας σε ένα από τα λιτά ταβερνάκια της ακτής, ρίχνοντας που και που κοφτές ματιές στο αγαπημένο μας φουσκωτό. Αφού φάγαμε, με ζωγραφισμένα τα χαμόγελα στα ψημένα από τον ήλιο πρόσωπά μας, σηκωθήκαμε από το τραπέζι, γεμίσαμε τα μικρά ποτήρια μας και μετακινηθήκαμε λίγο πιο πέρα. Απλωθήκαμε μπροστά από την πλώρη μας και ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, αγναντεύαμε μάλλον αφηρημένα τον καθαρό ορίζοντα. Είμασταν δυο τρία μέτρα από την ακροθαλασσιά και κουβεντιάζαμε για πολύ ώρα όταν ξαφνικά γέμισε η θάλασσα με ραχιαία πτερύγια που κινούνταν νωχελικά. Δεν μας πήρε πολύ ώρα για να καταλάβουμε πως ήταν αναρίθμητα δελφίνια σε διάφορους σχηματισμούς. Όπου έφτανε η ματιά μας, υπήρχαν δελφίνια. Ένα υπερθέαμα που ποτέ δεν έχουμε ξανασυναντήσει. Πεταχτήκαμε όρθιοι και με ένα σάλτο βρεθήκαμε στο φουσκωτό. Σηκώσαμε γρήγορα γρήγορα την άγκυρα και κατευθυνθήκαμε προς αυτά. Την διάθεσή μας όμως για παιχνίδι δεν συμμερίστηκαν τα όμορφα θηλαστικά που αργά άργά καταδύονταν και εξαφανιζόταν από το οπτικό μας πεδίο.
Με την εικόνα της μυστηριώδους αυτής μαζικής συγκέντρωσης των δελφινιών αποτυπωμένη μέσα μας, μια εικόνα που δεν θα λησμονήσουμε ποτέ, κινήσαμε νοτιότερα. Από εδώ και κάτω σε μια απόσταση μόλις 6 ναυτικών μιλίων, βρίσκονται μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της χώρας μας. Μοναδικές ακτές απίστευτης ομορφιάς με εξαιρετικά μεγάλες αμμουδιές και υπέροχα νερά, όπου καταλήγουν καταπράσινες πλαγιές, άλλοτε ομαλά και άλλοτε τόσο απότομα που μας κόβουν την ανάσα.

Στο νότιο άκρο της αμμουδιάς του Χορευτού, υπάρχει το ομώνυμο λιμανάκι που αν και πρόχειρα φτιαγμένο, αποτελεί ένα ασφαλές αγκυροβόλιο το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως ορμητήριο για τις εξορμήσεις μας στις γύρω παραλίες. Αμέσως νοτιότερα απλώνεται η καταπληκτική παραλία των Αγίων Σαράντα με τα σμαραγδένια νερά και την χρυσαφένια πλατιά αμμουδιά της. Στο νότιο τμήμα της, ένας ξεκομμένος βράχος πάνω στην αμμουδιά, δημιουργεί μια μικρότερη παραλία, όπου βρίσκεται το ξύλινο μπαράκι, που χωμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση της απότομης πλαγιάς, με τις ψάθινες ομπρέλες του απλωμένες στην αμμουδιά, δίνει μια εξωτική νότα στην ομορφότερη ίσως ακτή του ανατολικού Πηλίου.
Κατηφορίζοντας πλάι στις κατάφυτες πλαγιές, περάσαμε από την πολύ όμορφη παραλία της Πλάκας, που συγκεντρώνει λίγο κόσμο λόγω της δύσκολης πρόσβασής της. Αμέσως μετά ξεκινά ο παραθαλάσσιος οικισμός του Αη Γιάννη με πολλά μαγαζιά και ταβερνάκια κατά μήκος της ακτής. Αποτελεί το πιο γνωστό θέρετρο του Αιγαιοπελαγίτικου Πηλίου, με πλήρη τουριστική υποδομή, συγκεντρώνοντας πολύ κόσμο τους καλοκαιρινούς μήνες. Στη βορινή πλευρά της παραλίας του Αη Γιάννη βρίσκεται το ομώνυμο λιμανάκι, ενώ στη νότιά του, το φαράγγι που ρίχνει τα νερά του στη θάλασσα προσφέρει ένα πολύ όμορφο θέαμα. Μετά το φαράγγι ξεκινά η πανέμορφη αμμουδιά «Παπά Νερό», με καταπράσινα νερά και πολύ χώρο ώστε να μην νοιώθουμε στριμωγμένοι.

Στην ονειρεμένη Νταμούχαρη

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στη βορινή πλευρά της μικρής χερσονήσου της Νταμούχαρης, μπροστά στον παλιό ξενώνα της Φωτεινούλας, βρίσκεται το Αυλάκι, ένας πολύ μικρός ορμίσκος όπου συνωστίζονταν κάποτε τα καίκια, βρίσκοντας απάγκιο από τους νοτιάδες. Καβατζάροντας τη μικρή χερσόνησο, μπαίναμε αργά αργά στο λιμανάκι της ονειρεμένης Νταμούχαρης. Φουντάραμε αρόδου και κολυμπήσαμε λίγα μέτρα για να βγούμε στην ακτή. Καθισμένοι σ΄ένα από τα δυο πέτρινα ταβερνάκια με τους ζεστούς και φιλόξενους ιδοκτήτες, είμασταν για πολύ ώρα αμίλητοι προσπαθώντας να κρατήσουμε μέσα μας όση ομορφιά μπορούσαμε.

Όταν πριν από αρκετά χρόνια ανακαλύψαμε την Νταμούχαρη, αγνοώντας μέχρι τότε παντελώς την ύπαρξή της, αυτό που μας έκανε να την επισκεφθούμε ήταν περισσότερο το ασυνήθιστο όνομά της. Αφήσαμε το αυτοκίνητο εκεί που τερμάτιζε ο δρόμος και συνεχίσαμε με τα πόδια. Κατηφορίσαμε το απότομο καλντερίμι και βγήκαμε σ΄ ένα λιθόστρωτο μονοπάτι, τόσο πνιγμένο στην οργιαστική βλάστηση, που πολλές φορές αναγκαζόμασταν να σκύβουμε για να περάσουμε από κάτω. Λεμονιές, λιόδεντρα, μανώλιες , πεύκα και ένα εντυπωσιακό καραγάτσι, το μαύρο ξύλο του οποίου ήταν περιζήτητο για την κατασκευή των ξύλινων σκαριών.
Η έκπληξή μας ήταν ανείπωτη, όταν κάποια στιγμή, ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων άρχισε να φαίνεται η θάλασσα, λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μας. Βγαίνοντας στο ξέφωτο, μείναμε άφωνοι από το παραμυθένιο θέαμα που αντικρίσαμε. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Κανένας μας δεν φανταζόταν πως θα ερχόμασταν κατά πρόσωπο με ένα τόσο μαγευτικό τοπίο, αφού τίποτα δεν πρόδιδε την παρουσία του.
Τα καταπράσινα νερά, που σαν μια μεγάλη πισίνα, κλείνονται από δυο κατάφυτες μικρές χερσονήσους, τα τρία παλιά πέτρινα κτίσματα γύρω απ΄αυτό το φυσικό λιμανάκι, σε συνδυασμό με την απόλυτη γαλήνη του τόπου, δημιουργούν ένα παραδεισένιο σκηνικό που σου προκαλεί αυθόρμητα επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού. Μια απίστευτη θαλασσινή γειτονιά, που όμοιά της δεν υπάρχει σ΄ολόκληρο το Αιγαίο.

Τούτος ο τόπος, μας επεφύλασσε ακόμα μια έκπληξη. Ακολουθώντας για λίγα μόλις μέτρα το λιθόστρωτο μονοπάτι, βγήκαμε σε μια συναρπαστική παραλία με ολόλευκα μεγάλα βότσαλα, στη δυτική πλευρά της οποίας καταλήγει ένας ξεροπόταμος, στη ρίζα ακριβώς της κατακόρυφης επιβλητικής πλαγιάς. Περπατήσαμε πολλές φορές, πάνω κάτω το λιθόστρωτο μονοπάτι, βγαίνοντας μια στο υπέροχο λιμανάκι και μια στην όμορφη παραλία, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο πως τίποτα από αυτά που βλέπαμε δεν ήταν ψέματα.
Από τότε επισκέπτομαι συνεχώς την Νταμούχαρη, με το φουσκωτό μου, και τα συναισθήματα που νοιώθω είναι ακριβώς τα ίδια με την πρώτη φορά που αντίκρισα την απόκρυφη αυτή γωνιά. Δεν μπορώ όμως ακόμα να ξεκαθαρίσω από ποια πλευρά είναι εντυπωσιακότερη. Πλησιάζοντάς την από τη στεριά περπατώντας στο λιθόστρωτο μονοπάτι ή μπαίνοτας σιγά σιγά με το σκάφος από τη στενή είσοδο του όρμου; Δυο εξίσου μαγικές εικόνες που σου κόβουν τη μιλιά, που δεν χορταίνεις όσες ώρες κι αν στέκεσαι αμήχανος γυρίζοντας το βλέμμα σου προς κάθε κατεύθυνση.

Χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει, με εξαίρεση τα μικρά ενοικιαζόμενα πέτρινα σπιτάκια πάνω από το κεντρικό λιθόστρωτο μονοπάτι, που με πολλή αγάπη και μεράκι έφτιαξε ο Αποστόλης, όχι μόνο διατηρώντας τον αυθεντικό χαρακτήρα της Νταμούχαρης, αλλά δίνοντας ακόμη περισσότερη «χάρη» και ομορφιά στον τόπο τούτο. Χρησιμοποιώντας γήινα υλικά, δημιούργησε έναν μαγευτικό οικισμό πνιγμένο κυριολεκτικά μέσα σε διάφορα είδη δέντρων και πολύχρωμων λουλουδιών, σημείο αναφοράς πλέον για την Νταμούχαρη. Η διαμονή σε κάποιο από τα πέτρινα μονόχωρα σπιτάκια, που το καθένα φέρει και το όνομα στενού συγγενικού προσώπου του Αποστόλη, είναι μια αξέχαστη εμπειρία, ενώ το βράδυ το μπαράκι-καράβι του μικρού αυτού οικισμού, διακοσμημένο με παλιά οικογενειακά κειμήλια και ακόμα παλιότερα ναυτικά αντικείμενα, αναλαμβάνει να σας ταξιδέψει με την εξαιρετική μουσική του.
Πέρασαν αρκετές ώρες, ώσπου τελικά σηκωθήκαμε από το ταβερνάκι και κατεβήκαμε στην παραλία με τα κάτασπρα βότσαλα, την παλιά Νταμούχαρη όπως ονομάζεται. Φτάσαμε στο ξύλινο γεφύρι που βρίσκεται στο τέλος της παραλίας, απ΄όπου ξεκινούν τα «καγκιόλια».

Το παλιό γραφικό καλντερίμι, που ανηφορίζει απότομα την σχεδόν κάθετη καταπράσινη πλαγιά, και συνδέει την Νταμούχαρη με τη Τσαγκαράδα και τα υπόλοιπα ορεινά χωριά του ανατολικού Πηλίου. Αξίζει πραγματικά τον κόπο να το περπατήσουμε, τόσο για να απολαύσουμε την εκπληκτική θέα από ψηλά, αλλά και για να πάρουμε μια εικόνα για το πως τον 19ο αιώνα μετέφεραν από αυτό το καλντερίμι, με μουλάρια τα εμπορεύματα στα ορεινά χωριά, από την Νταμούχαρη. Για πολλούς αιώνες, σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή του ανατολικού Πηλίου, η Νταμούχαρη ήταν το μόνο φυσικό λιμάνι και η μοναδική οδός επικοινωνίας των ορεινών χωριών με τον έξω κόσμο. Εκεί, συνωστίζονταν τα ξύλινα τότε εμπορικά και ξεφόρτωναν τις πραμάτειες τους στην παλιά αποθήκη που στέκει ακόμα, σε πείσμα της αδιαφορίας των αρμοδίων, έτοιμη όμως να σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή, στη βορινή πλευρά του όρμου, πλάι στη βυθισμένη προκυμαία. Από την αποθήκη αυτή, ξεκινούσαν τα ζώα φορτωμένα με διάφορα αγαθά, και ανηφορίζοντας τα «καγκιόλια» μετέφεραν τα πράγματα στην Τσαγκαράδα, στο Μούρεσι και τα μακρυνότερα χωριά.

Λίγο πριν τη δύση του ήλιου, ανεβήκαμε στον λοφίσκο που χωρίζει το λιμανάκι από την παραλία της Νταμούχαρης. Εδώ βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου που έφτιαξαν οι Ενετοί για να προστατεύονται από τους Σαρακηνούς κυρίως πειρατές. Λέγεται, πως όταν οι πειρατές πολιορκούσαν το κάστρο, οι Ενετοί που ήταν κλεισμένοι μέσα προσεύχονταν στην Παναγιά να τους «δώσει χάρη». Dammi χάρη, dammi χάρη παρακαλούσαν, που σημαίνει «δωσ’ μου χάρη». Αυτή είναι και η επικρατέστερη εκδοχή της προέλευσης του ονόματος της Νταμούχαρης.

Την επόμενη μέρα κινήσαμε λίγο πιο κάτω όπου βρίσκεται η σπηλιά του Κρυφού Σχολειού, λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αμέσως μετά, το φουσκωτό γλιστρούσε σιγά σιγά στα νερά της Φακίστρας. Μιά από τις πιο παρθένες και κρυφές παραλίες του Πηλίου, με αμμουδιά και γκρεμισμένες πέτρες γύρω γύρω, ανάμεσα στα απόκρημνα εντυπωσιακά βράχια. Αξίζει τον κόπο να ανηφορίσετε το μικρό μονοπάτι που βρίσκεται στη βορινή πλευρά της, το οποίο προχωρά μέσα στην οργιαστική βλάστηση και οδηγεί ψηλά στον απόκρημνο βράχο, από όπου η θέα είναι συναρπαστική.
Περνώντας από έναν βραχώδη ανοιχτό όρμο, φτάνουμε στον Μυλοπόταμο, την πολυφωτογραφημένη και πιο διάσημη ίσως παραλία του Πηλίου. Ο βράχος που κόβει τη βοτσαλωτή παραλία στα δύο, αφήνοντας μια μεγάλη καμάρα στα σπλάχνα του, μέσα από την οποία επικοινωνούν οι δυο παραλίες μεταξύ τους, χαρίζει ένα υπέροχο θέαμα, που αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Το μικρό μπαράκι, που μοιάζει χωμένο μέσα στον απόκρημνο βράχο και το ταβερνάκι πιο πάνω, φροντίζουν να δροσίζουν τους επισκέπτες σε ένα πολύ όμορφο και φιλόξενο περιβάλλον.

Στη νότια πλευρά του Μυλοπόταμου, τα νερά του επιβλητικού φαραγγιού που κυλούν στη θάλασσα, χαρίζουν μια συναρπαστική εικόνα που σε υποβάλλει με την άγρια ομορφιά της.
Συνεχίζοντας την πορεία μας νοτιότερα, τα επιβλητικά βουνά του Πηλίου αρχίζουν σιγά σιγά να χαμηλώνουν, η οργιαστική βλάστηση να δίνει τη θέση της σε σχοίνα και θάμνους, οι όμορφες παραλίες όμως συνεχίζουν να ξετυλίγονται στη σειρά, προκαλώντας μας να βουτήξουμε στην κάθεμιά τους.

Μια αλησμόνητη εμπειρία

Η γαλήνια θάλασσα και η υπέροχη κρουαζιέρα μας, με πήγαν μερικά χρόνια πίσω, όταν σ΄αυτή ακριβώς τη θαλάσσια περιοχή που τώρα μας έδειχνε το πιο γλυκό της πρόσωπο, συνάντησα τα ψηλότερα κύματα που έχω δει ποτέ. Επιστρέφοντας από τις Κυκλάδες, περάσαμε τα στενά του Ευβοικού και φτάσαμε στον Κατηγιώργη όπου και διανυκτερεύσαμε. Την επομένη το πρωί βγαίναμε από το στενό της Σκιάθου, με έναν απίστευτο καιρό. Φίδια έβγαζε, αναγκάζοντάς μας να ταξιδεύουμε με μια μέση ταχύτητα μόλις έξι κόμβων. Είχαμε ξεγελαστεί από τα 17 μόλις μίλια που είχαμε να διανύσουμε έως τον Αη Γιάννη, και πιστέψαμε πως θα τα καταφέρναμε σχετικά εύκολα. Η θάλασσα όμως δεν συμμεριζόταν την άποψή μας αυτή. Ο δυνατός βορειοδυτικός άνεμος είχε σηκώσει τεράστια κύματα, που σαν πελώριες γροθιές έρχονταν κατά πάνω μας.
Είμασταν σε μια απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή, κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι αρκετά άβολα. Πολλοί έχουν την ψευδαίσθηση πως πλέοντας κοντά στην ακτή είναι πιο ασφαλείς. Σε μια πιθανή αβαρία όμως, τα κύματα θα μας τσάκιζαν πάνω στα βράχια πριν προλάβουμε να κάνουμε οτιδήποτε. Αφού ανοιχτήκαμε λοιπόν στο ένα ναυτικό μίλι περίπου, σφίγγοντας τα δόντια προχωρούσαμε σιγά σιγά μέσα σ΄ έναν πραγματικό χαλασμό. Όταν κάποιες στιγμές φέρναμε το σκάφος στη μπάντα, πλέαμε στο κοίλο των κυμάτων τα οποία υψώνονταν γύρω μας σε τρομακτικό ύψος, που μας προκαλούσε τρόμο και δέος. Κι όταν οι κορφές τους έσπαγαν, νοιώθοντας σαν ποντίκια μέσα στη φάκα, αυξάναμε απότομα τις στροφές του κινητήρα προσπαθώντας να αποφύγουμε το γύρισμά τους, που φάνταζε σαν μια τεράστια υδάτινη αρπάγη που ήθελε να μας καταπιεί. Κι όταν στρέφαμε τη μάσκα στον καιρό, παίζοντας συνεχώς με τη μανέτα, την σπρώχναμε βίαια μπροστά για να ανέβουμε στο στήθος του κύματος, ενώ μόλις πιάναμε κορυφή, το στιγμιαίο «κράτει» ήταν απαραίτητο για να μην γκρεμιστούμε στο απύθμενο βάραθρο που σχηματίζονταν μπροστά μας. Αμέσως μετά, ακολουθούσε το απότομο "πρόσω" με ταυτόχρονη κοφτή στροφή κατά 90 μοίρες περίπου, φέρνοντας το σκάφος στην πλάτη του ίδιου κύματος και παράλληλα με την πορεία του, προσπαθώντας έτσι να μην χάνει η ίσαλος την επαφή της με τη θάλασσα.
Στρέφοντας στη συνέχεια την πλώρη σε μικρή γωνία με τη ράχη του κύματος, κατηφορίζαμε προς το κοίλο, για να αρχίσουμε πάλι να ανεβαίνουμε προς το επόμενο κύμα, με τα μάτια καρφωμένα μπροστά να σαρώνουν με γρήγορες κινήσεις δεξιά κι αριστερά την κορυφογραμμή του, προσπαθώντας να ζυγίσουν την ανάπτυξή του, υπολογίζοντας έγκαιρα την περιοχή του σκασίματός του. Η προσήλωσή μου ήταν τόσο βαθιά, που μόνο μια φορά, στο ανέβασμα κάποιου κύματος κι ενώ πλησίαζα προς την κορυφή του, κατάφερα να ρίξω μια κλεφτή ματιά προς την πρύμνη μας. Το θέαμα που αντίκρισα δεν πρόκειται να το ξεχάσω όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ένα απίστευτο βάραθρο σχηματίζονταν πίσω από το επτάμετρο φουσκωτό, που έμοιαζε πολύ μικρό σε σχέση με τον όγκο του κύματος, το οποίο μάλιστα είχε τόσο απότομη κλίση που είχα την αίσθηση πως δεν θα κατάφερνα να το ανέβω, παρά τα 200 άλογα που είχα στον καθρέφτη μου.

Η προσπέλαση κάθε κύματος ήταν ένας αγώνας δεξιοτεχνίας και αδιάκοπης παρατήρησης, χωρίς να σου επιτρέπεται, όχι να χαλαρώσεις έστω για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά ούτε καν μια γρήγορη ματιά να ρίξεις στα όργανα του κινητήρα. Για την αντιμετώπιση τόσο δύσκολων θαλασσών, έχουμε στα χέρια μας δυο πολύ σημαντικά όπλα, που είναι και τα κυριότερα, μετά την ασφάλεια, πλεονεκτήματα του φουσκωτού. Τις γρήγορες και απότομες εναλλαγές της ταχύτητας και την απίστευτη ευελιξία του φουσκωτού.

Δίχως αυτά τα δυο, δεν είναι δυνατόν να παλαίψουμε τέτοιον καιρό. Ο συνδυασμός αυτών των δύο πλεονεκτημάτων του φουσκωτού, συνοδευόμενος με το γρήγορο διάβασμα της θάλασσας και το σωστό συγχρονισμό, θα μας αποφέρουν το μέγιστο των δυνατοτήτων του σκάφους.
Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να μας τα μάθει κανένα σχολείο και καμιά ηλεκτρονική συσκευή. Χρειάζεται άριστη γνώση του σκάφους μας και πολλές ώρες πλεύσης, παρατήρησης αλλά και αντίληψης. Μόνον με αυτές τις προυποθέσεις θα νοιώσουμε ικανοί, αξιόπλοοι και ασφαλείς, ενώ παράλληλα θα μπορέσουμε να φτάσουμε σ΄ ένα υψηλό επίπεδο προσδιορισμού των όρίων μας, ώστε να είμαστε σε θέση να εκτιμούμε σωστά τη θάλασσα και να μην υπερβάλλουμε, όπως κάναμε εμείς στην τρελή πορεία μας προς τον Αη Γιάννη, ξεπερνώντας πολλές φορές τα όριά μας.

Πλησιάζαμε επιτέλους στον Αη Γιάννη, κάνοντας τρεις ολόκληρες ώρες για 17 νμ. Κι όμως, θα ορκιζόμουν πως βάσταξε ατέλειωτες ώρες εκείνη η πλεύση. Η ψυχική κόπωση περισσότερο και η συσσωρευμένη κούραση με έκαναν να τρέχω σαν τρελός στα τελευταία πέντε μίλια. Οι ψαράδες βλέποντας την τρελή πορεία του φουσκωτού, μαζεύτηκαν στο λιμανάκι και μας περίμεναν. Εντυπωσιασμένοι με την πολύ καλή και εξαιρετικά γρήγορη, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πλεύση μας, μας πλησίασαν και γρήγορα γρήγορα μας βοήθησαν να δέσουμε. Τα κύματα έσκαγαν με μεγάλη δύναμη στον κυματοθραύστη, και ζωντανή θάλασσα περνούσε από πάνω του, πλημμυρίζοντας τη μικρή προκυμαία. Μην μπορώντας να σταθούμε εκεί, αφήσαμε το φουσκωτό και τραβηχτήκαμε πιο πέρα, μακριά από τα σκασίματα της θάλασσας. Απορημένοι οι ψαράδες, έκαναν έναν κύκλο γύρω μας και ρωτούσαν πως είναι δυνατόν αυτή η «φούσκα» να πηγαίνει τόσο καλά σε τέτοιο καιρό. Μας ενημέρωσαν μάλιστα, πως ο άνεμος ήταν τόσο ισχυρός, που ξερίζωσε πολλά δέντρα και έριξε κάτω έναν γερο πλάτανο διακοσίων ετών...

Αυτή τη φορά, η θάλασσα θύμιζε περισσότερο λίμνη και έτσι φτάσαμε γρήγορα στο στενό της Σκιάθου, στρέφοντας την πλώρη μας στο λιμανάκι του Κατηγιώργη. Όμορφος παραθεριστικός οικισμός, με λίγα σπίτια και μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια στην πλαγιά του νότιου λόφου με υπέροχη θέα προς τη θάλασσα και τη γειτονική Σκιάθο. Δυο ταβερνάκια στην ακροθαλασσιά που προσφέρουν φρέσκα θαλασσινά και μια καφετέρια πάνω στην αμμουδιά, τα μεγάλα αρμυρίκια κατά μήκος της μικρής ακτής και η καθαρή θάλασσα χαρακτηρίζουν την όμορφη αυτή γωνιά του νότιου Πηλίου, που τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνει όλο και περισσότερο κόσμο.
Διανυκτερεύσαμε στο μικρό λιμανάκι που προστατεύεται από τους βοριάδες με έναν μικρό λιμενοβραχίονα, αν και γνωρίζαμε πως η μόνιμη σχεδόν ρεστία του δεν θα μας άφηνε σε ησυχία.

Για όσους ταξιδεύουν

  • Οι βορειοανατολικοί άνεμοι που πνέουν συνήθως το καλοκαίρι, δημιουργούν μεγάλα κύματα, καθώς η ανάπτυξή τους δεν παρεμποδίζεται από την παρουσία νησιών, που σκάνε με δύναμη στις ανατολικές ακτές του Πηλίου, εξαφανίζοντας πολλές φορές ολόκληρες παραλίες.
  • Μοναδικά λιμανάκια που προσφέρουν αρκετά καλή ασφάλεια, από το στενό της Σκιάθου και για πολλά μίλια βορειότερα, είναιτου Χορευτού, του Αη Γιάννη και της Νταμούχαρης. Λείπει όμως η οργανωμένη μαρίνα που θα παρέχει την απόλυτη ασφάλεια και τα απαραίτητα εφόδια για τα τουριστικά σκάφη, ή έστω και ένα μεγάλο λιμάνι που θα υπάρχουν απλά θέσεις ελλιμενισμού.
  • Ανεφοδιασμός σε καύσιμα, είναι μια επώδυνη διαδικασία, αφού μόνο με κάποιο ταξί από τον Αη Γιάννη, που θα μας μεταφέρει στο πλησιέστερο βενζινάδικο, είναι δυνατόν να εξοικονομήσουμε κάποια λίτρα.
  • Σε ολόκληρη την πλευρά του ανατολικού Πηλίου, μόνο στον Άη Γιάννη θα βρούμε μαγαζιά για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, καθώς και νυχτερινή ζωή με πολύ κόσμο, με την προυπόθεση πρώτα να βρούμε κάποια κενή θέση στο μικρό λιμανάκι του, που δεν χωρά καλά καλά τις βάρκες των ντόπιων.
  • Στο φυσικό λιμανάκι της Νταμούχαρης, που προστατεύεται από τους βορειοανατολικούς ανέμους με έναν πρόχειρο λιμενοβραχίονα, μόνο μικρά σκάφη μπορούν να δέσουν στα βράχια του όρμου, κι αυτά με αρκετή δυσκολία. Τα μεγαλύτερα, πρέπει να φουντάρουν αρόδο και αν δεν υπάρχει υπηρέτρια, λίγα μέτρα κολύμπι θα μας βγάλει στην ακτή.
  • Στο απόμερο λιμανάκι του Χορευτού, που έχει αρκετό χώρο αλλά μοιάζει περισσότερο παρατημένο στην τύχη του, μπορούμε να διανυκτερεύσουμε άνετα, ενώ με λίγα λεπτά περπάτημα θα φτάσουμε στα ταβερνάκια της απέραντης αμμουδιάς.
  • Ολόκληρη η ακτογραμμή του ανατολικού Πηλίου, κρύβει μαγευτικά σημεία και εκπληκτικές αμμουδιές. Η Νταμούχαρη όμως, καθώς και οι παραλίες των Αγίων Σαράντα και του Μυλοπόταμου, είναι χωρίς καμμιά αμφιβολία προορισμοί που θα μας μαγέψουν και θα μας τραβούν για πάντα κοντά τους.

...keep Ribbing!              

Traveling to Eastern Pelion
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα