Κάσος – Κάρπαθος - Καστελόριζο
Κύθηρα - Αντικύθηρα
Κάσος – Κάρπαθος - Καστελόριζο
Κύθηρα - Αντικύθηρα
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Γνωρίζαμε εκ των προτέρων τι είχαμε να αντιμετωπίσουμε για τα επόμενα 18νμ έως την νησίδα Ήμερη Γραμβούσα.
Πραγματικά, μόλις ξεμυτίσαμε από το φανάρι, το τοπίο άλλαξε μονομιάς. Το γλυκό πρόσωπο της θάλασσας έδωσε τη θέση του στα μεγάλα αφρισμένα κύματα που κατέβαιναν με δύναμη στην αριστερή μας μπάντα. Είχαμε καλοσυνηθίσει τόσες μέρες...

Αλλά μην είμαστε και αχάριστοι, ψιθύρισα. Εδώ και πέντε ημέρες, ο καιρός ήταν με το μέρος μας. Μην λησμονούμε πως βρισκόμαστε στο Αιγαίο, αρχές του Αυγούστου και τα μελτέμια σπάνια μας έχουν συνηθήσει σε τόσο μεγάλο διάστημα απουσίας τους.
Τα φουσκωτά χανόντουσαν μέσα στα τεράστια κύματα της ασπρισμένης θάλασσας. Μόνο οι κεραίες από τα VHF έκαναν που και που την εμφάνισή τους, ενώ ο αέρας δυνάμωνε συνεχώς. Έχοντας όμως τον καιρό στο πλάι, μπορούσαμε να διατηρούμε αξιοπρεπείς ταχύτητες, παίζοντας διαρκώς με τη μανέτα. Κάποιες φορές δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε τα απότομα σκασίματα των κυμάτων, που γίνονταν πιο έντονα, ενισχυόμενα από την δύναμη του αέρα με αποτέλεσμα ζωντανή θάλασσα να πλυμμηρίζει την κουβέρτα. Οι δυο σεντίνες, ήταν μόνιμα σε λειτουργία και ίσα που κατάφερναν να αδειάζουν τα νερά.
Ο κυματισμός όμως, ήταν αρκετά στρωτός και είχαμε την ευκαιρία για μια γρήγορη πλαγιοδρομία. Με το φουσκωτό να βρίσκεται πότε στις κορυφές των κυμάτων και πότε στα βαθιά κοιλώματά τους, δεν σας κρύβω πως ένιωθα ότι πέταγα. Το μυαλό μου λες και είχε σταματήσει. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Για την ακρίβεια, πέταγα από κύμα σε κύμα χαμένος στο απόλυτο μπλε. Στην άγρια θάλασσα που ένωνε το χρώμα της με τον καταγάλανο ουρανό. Κατέβαινα με δύναμη, διασχίζοντας πλάγια τη ράχη του κάθε κύματος για να βρεθώ στη συνέχεια στην κορυφή του επόμενου.

Έκοβα απότομα το τιμόνι, αποφεύγοντας την νέα κορφή που ετοιμαζόταν να σπάσει μπροστά μου, για να βρεθώ πάλι πίσω της και να αρχίσω να ξανακατεβαίνω στο πλάι, στη ράχη του κύματος. Έμενα καρφωμένος στη θέση μου, προσηλωμένος σε ένα «παιχνίδι» με τα κύματα, στο οποίο πολλές φορές έχω παρασυρθεί. Κάθε φορά, λες και κάτι με προγγάρει και αιχμαλωτίζει τη σκέψη μου.
Ένα σπρώξιμο στον ώμο μ’ έκανε να ξυπνήσω απ’ τον αγαπημένο μου λήθαργο. Είχα κάνει αρκετά μίλια, συντονισμένος απόλυτα στον παλμό της αγριεμένης θάλασσας. Αφοσιωμένος στο τιμόνεμα του σκάφους, που γίνεται εξαιρετικά δύσκολο, αφού λόγω μεγάλης ταχύτητας απαιτείται συνεχής εγρήγορση και στιγμιαίο «ζύγισμα» των κυμάτων, καθώς ελισόμαστε ουσιαστικά ανάμεσα από τα σκασίματά τους. Σκούπισα το μέτωπό μου απ΄ το αλάτι και κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να επανέλθω στην πραγματικότητα.

Στην Ήμερη Γραμβούσα

Πλησιάσαμε ήδη στην Ήμερη Γραμβούσα και πλέοντας ανοιχτά από την ανατολική της πλευρά, μπήκαμε στον υπήνεμο όρμο που βρίσκεται νότια, ακριβώς κάτω από το ενετικό κάστρο. Πλαγιοδετήσαμε στο μικρό ντοκάκι, απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Εδώ ο καιρός καταλαγιάζει και είναι ιδανικός τόπος για ανάπαυση και διανυκτέρευση.

Με τον ήχο του αέρα να λυσομανάει ακόμα μέσα στα αυτιά μας, βγάλαμε ένα τραπεζάκι και μερικές καρέκλες στο τσιμεντένιο ντοκάκι. Η άφιξή μας στην Κρήτη, γιορτάστηκε δεόντως. Παγωμένα ουζάκια συνοδευόμενα από θαλασσινούς μεζέδες και μια μεγάλη γαβάθα με πλούσια χωριάτικη σαλάτα. Η περιπετειώδης πλεύση μας , μάς άνοιξε την όρεξη ενώ μάς έκανε να απολαμβάνουμε ακόμη περισσότερο την απόλυτη ησυχία και την ερημιά αυτού του τόπου. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο που μας ζέσταινε γλυκά, αφήνοντας πάνω μας πολυάριθμα στίγματα από το αλάτι, οι αισθήσεις μας άρχισαν σιγά σιγά να μας εγκαταλείπουν και έτσι αποσυρθήκαμε για τον μεσημεριανό μας υπνάκο.
Από την Ήμερη Γραμβούσα θα ξεκινούσε η γνωριμία μας με τη δυτική και νότια Κρήτη, περιελαμβάνοντας την Γαύδο και το Γαιδουρονήσι (Χρυσή), για να καταλήξουμε στον κάβο Σίδερο, στο βορειοανατολικό άκρο της μεγαλονήσου. Μια διαδρομή 250 ναυτικών μιλίων, την οποία είχαμε σκοπό να την καλύψουμε μέσα σε 6 έως 8 ημέρες, επιλέγοντας και διανυκτερεύοντας στα καλύτερα σημεία της.
Το απόγευμα πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι, που ξεκινά λίγο πιο πέρα από το ντοκάκι και οδηγεί στο ερειπωμένο ενετικό κάστρο. Κτισμένο ψηλά, στην κορυφή των απόκρημνων βράχων της Ήμερης Γραμβούσας, με εκπληκτική θέα. Στα βόρεια, και σε απόσταση ενός μιλίου περίπου, με τον αέρα να λυσσομανάει ακόμα, διακρινόταν καθαρά ο επιβλητικός ορεινός όγκος της Άγριας Γραμβούσας και τα τεράστια κύματα που έσκαγαν με δύναμη στα κάθετα βράχια του. Ένα θέαμα αλησμόνητο που αποτύπωνε ολοκάθαρα την μανία της φύσης σ’ όλο της το μεγαλείο. Στα νότια, το τοπίο αλλάζει και η γαλήνια θάλασσα απλώνεται μπροστά μας σαν μια απέραντη λίμνη. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, τα φουσκωτά έστεκαν ακίνητα πάνω στα τιρκουάζ νερά ενώ στο βάθος η μαγευτική λιμνοθάλασσα του Μπάλου μας καλούσε κοντά της, προσφέροντάς μας ένα από τα ομορφότερα τοπία που έχουμε ποτέ αντικρίσει.

Στον εξωτικό Μπάλο και στο Ελαφονήσι

Η χερσόνησος της Γραμβούσας μαζί με την νησίδα Ήμερη Γραμβούσα και τη μικρότερη χερσόνησο Τηγάνι, οριοθετούν μια μεγάλη θαλάσσια και υπήνεμη περιοχή, διαμέτρου ενός ναυτικού μιλίου περίπου, με δυο εισόδους. Την δυτική, η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής λόγω της ύπαρξης διάσπαρτων υφάλων και σκοπέλων, και την βορινή, η οποία είναι ελεύθερη από επικίνδυνα σημεία και προστατεύεται από την νησίδα Άγρια Γραμβούσα που κόβει τους βοριάδες. Στη νότια πλευρά της θαλάσσιας αυτής περιοχής, σχηματίζεται η λιμνοθάλασσα του Μπάλου, με τα μαγευτικά νερά και την κατάλευκη άμμο, που κλείνει στα βόρειά της με μια φαρδιά λωρίδα άμμου, αφήνοντας ένα μικρό και πολύ ρηχό πέρασμα απ’ όπου μπορούμε να σύρουμε το φουσκωτό μέσα στη μικρή «λίμνη

Για να αποκτήσετε όμως μια πιο σαφή εικόνα, αξίζει πραγματικά να ανηφορίσετε στο πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί ψηλά στην κορυφή της χερσονήσου της Γραμβούσας, από όπου η θέα είναι συγκλονιστική. Θα μείνετε κυριολεκτικά άφωνοι, αντικρίζοντας ένα πρωτόγνωρο θέαμα που δεν συναντούμε πουθενά αλλού στην χώρα μας. Αστραφτερά και διαυγή νερά, σε όλους τους τόνους του μπλε και του πράσινου, με την εκτυφλωτική λευκή άμμο να εισχωρεί παντού. Ένα μαγευτικό τοπίο, καθαρά εξωτικό, που σε παραπέμπει σε κάποιο τροπικό μέρος. Η δύναμη του τοπίου είναι τέτοια, που αιχμαλωτίζει τη σκέψη μας, καθώς η ματιά μας σεριανίζει αχόρταγα, ξανά και ξανά προς κάθε κατεύθυνση, σαν να θέλει να αποσπάσει κάτι από την μοναδικότητά του.
Περπατώντας μέσα στη λιμνοθάλασσα, με το ύψος του νερού να μην ξεπερνά τους εξήντα πόντους, φτάσαμε στο μικρό ταβερνάκι με τα τραπεζάκια κάτω από τις καλαμωτές. Γύρω γύρω, πάνω στη φαρδιά αμμουδιά και μέσα στους θάμνους ήταν χωμένες κάποιες σκηνές, σ’ έναν ιδανικό τόπο για κατασκήνωση. Με το μελτέμι να κρατάει και τα κύματα να αφρίζουν πάνω στα βράχια της χερσονήσου Τηγάνι, λουφαγμένοι μέσα στη λιμνοθάλασσα, οι τσικουδιές διαδέχονταν η μια την άλλη. Στο βάθος, ο ήλιος σαν κατατακόκκινος δίσκος ζύγωνε στη θάλασσα, χαρίζοντάς μας ένα ανεπανάληπτο ηλιοβασίλεμα. Σ’ αυτόν τον τόπο, οι διακοπές αποκτούν το πραγματικό τους νόημα. Με όμορφα χρώματα γύρω μας και με χαρούμενες συζητήσεις, οι ώρες περνούσαν, οι τσικουδιές συνεχίζονταν, ενώ οι αισθήσεις μας άρχισαν σιγά σιγά να μας εγκαταλείπουν.
Πρωί πρωί, με τον καιρό να έχει κοπάσει αισθητά, βγαίναμε προσεκτικά από τον στενό δίαυλο ανάμεσα στο Τηγάνι και την Ήμερη Γραμβούσα. Βάλαμε πλώρη για το Ελαφονήσι, στο νοτιοδυτικό άκρο της Κρήτης.

Καλύψαμε γρήγορα τα 21 νμ που μας χώριζαν και σε λιγότερο από μια ώρα φτάσαμε ανοιχτά από το φανάρι που βρίσκεται στο δυτικό άκρο της νησίδας. Διατηρώντας αποστάσεις ασφαλείας, μπαίναμε αργά αργά στα αβαθή της νότιας πλευράς της Ελαφονήσου με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς οι ύφαλοι και οι βράχοι που ίσα που ξενερίζουν από τη θάλασσα, είναι διάσπαρτοι παντού και εκτείνονται σε μεγάλη έκταση. Μόλις φτάσαμε σε μικρό βάθος, πηδήξαμε από τα φουσκωτά και τα σύραμε με τα χέρια ώσπου οι γάστρες «κόλλησαν» πάνω στην άμμο.

Το Ελαφονήσι συνδέεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα κατάλευκης άμμου που εξέχει ελάχιστα από τη θάλασσα, ενώ σε κάποια σημεία διακόπτεται η συνέχειά της από πολύ ρηχά νερά. Γύρω από τη λωρίδα αυτή, σχηματίζεται μια μικρή λιμνοθάλασσα με απίστευτης διαύγειας νερά, ενώ στα σημεία που το νερό γλύφει την ακτή, η ψιλή αμμουδιά έχει ένα εκπληκτικό ροζ χρώμα από τριμμένα κοχύλια που πουθενά δεν έχουμε συναντήσει. Είχα ξαναεπισκεφθεί τον εξωτικό αυτόν τόπο αρκετά χρόνια πριν και ήθελα να διαπιστώσω αν διατηρούσε ακόμα την μαγεία του.

Με αρκετές καντίνες να έχουν ξεφυτρώσει εδώ κι εκεί, πολύχρωμες ομπρέλες και πλαστικές καρέκλες να έχουν απλωθεί παντού και πολύ κόσμο να απολαμβάνει τη βόλτα του στα ρηχόνερα, το τοπίο σίγουρα δείχνει διαφορετικό. Έχει χαθεί εκείνη η γλυκιά γοητεία του ανέγγιχτου και παρθένου τόπου που σε συγκλονίζει όταν τον πρωτοανακαλύπτεις. Η ομορφιά του τοπίου όμως είναι τέτοια, που ελάχιστα έχει απηρεαστεί. Ευτυχώς για μας, ήταν πολύ πρωί και οι ορδές των τουριστών δεν είχαν καταφθάσει ακόμα.

Έτσι, απολαύσαμε την ειδυλλιακή αυτή γωνιά και το μεσημεράκι κατευθυνθήκαμε προς την Παλιόχωρα, 10νμ πιο κάτω, όπου είχαμε σκοπό να ανεφοδιαστούμε. Δέσαμε στο υπό κατασκευή τότε λιμάνι, και αμέσως άρχισε ο μαραθώνιος ανεύρεσης καυσίμου. Πήγαμε και στα τέσσερα βενζινάδικα της πόλης, κανένα όμως δεν διέθετε ούτε μπιτόνια ούτε κάποιο μέσο μεταφοράς. Αφού ταλαιπωρηθήκαμε για δυο ώρες περίπου, ψάχνοντας μέσα στην αφόρητη ζέστη, απογοητευμένοι γυρίσαμε στα σκάφη. Ευτυχώς τα λιγοστά λίτρα που είχαν απομείνει στα τεπόζιτά μας, έφθαναν για να διανύσουμε τα 23νμ έως τα Σφακιά. Περνώντας ανοιχτά από τη Σούγια και την Αγ. Ρουμέλη, όπου καταλήγει το περίφημο φαράγγι της Σαμαριάς, σε λίγη ώρα δέναμε στο καινούργιο λιμανάκι που βρίσκεται λίγο πιο πέρα από τα Σφακιά, με το βενζινάδικο να δεσπόζει «λυτρωτικά» πάνω στο λόφο. Το μικρό φορτηγάκι με το πολυπόθητο υγρό, έφτασε γρήγορα και μεταγγίσαμε εύκολα 700 λίτρα καυσίμου.

Στο μαγευτικό Λουτρό

Περιμένοντας τα καφεδάκια μας σ’ ένα από τα παραλιακά μαγαζάκια του μικρού όρμου των Σφακίων, πιάσαμε κουβέντα με κάποιους ντόπιους που καθόντουσαν παραδίπλα. Σε λίγη ώρα, τα καφεδάκια παραγκωνίστηκαν και τα «αίματα» άναψαν για τα καλά, από τις κερασμένες τσικουδιές που κατέβαιναν μονορούφι. Οι Σφακιανοί βέβαια, πέρα από την παληκαριά τους και το περιβόητο «έθιμο» της βεντέτας, φημίζονται και για την απίστευτη φιλοξενία τους, που φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούν προσβολή άν φύγει από τον τόπο τους κάποιος περαστικός χωρίς να κεραστεί.
Έτσι κι εμείς, υποκύψαμε στις διαδοχικές τσικουδιές, που δεν άργησαν να μας ζαλίσουν. Δεν μας ένοιαζε όμως. Είχαμε άλλωστε να διανύσουμε σκάρτα 3 νμ, δυτικότερα τώρα, προς το υπέροχο Λουτρό όπου θα διανυκτερεύαμε.
Μπαίνοντας στα γαλήνια νερά του κόλπου που φιλοξενεί το παραθαλάσσιο χωριουδάκι Λουτρό, μείναμε καταγοητευμένοι από την πρώτη κιόλας ματιά.
Από όποια και γωνιά κι αν προσεγγίσεις αυτόν τον τόπο, εισπράττεις μια πολύ πολύ γλυκιά εικόνα. Τα κατάλευκα διώροφα σπιτάκια στη σειρά, είναι χτισμένα στη ρίζα μιας άγονης και απότομης πλαγιάς, καταλαμβάνοντας την δυτική και τη βορινή πλευρά του μικρού όρμου. Τα μπλε πορτοπαράθυρά τους, τα πολύχρωμα λουλούδια στα στενά μπαλκονάκια και κάποιοι φοίνικες που ξεπροβάλουν ανάμεσά τους, συνθέτουν μια από τις ομορφότερες θαλασσινές γειτονιές του Αιγαίου. Πραγματικά, είναι ένας τόπος φτιαγμένος για θαλασσινούς. Άλλωστε, η θάλασσα είναι και η μοναδική οδός επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, μιας και δεν υπάρχουν ούτε δρόμοι ούτε αυτοκίνητα. Οι λιγοστοί κάτοικοι και οι επισκέπτες του καλοκαιριού, εξυπηρετούνται από το καραβάκι που κάνει καθημερινά το δρομολόγιο: Σφακιά-Λουτρό-Αγ. Ρουμέλη.

Στη βορινή πλευρά του όρμου, βρίσκεται η παραλία του χωριού και μια μικρή ξύλινη προβλήτα ενώ στη δυτική, πλάι στην τσιμεντένια προβλήτα που πιάνει το καραβάκι της γραμμής, υπάρχουν ξύλινα «πατάρια» σε σειρά που μοιάζουν να αιωρούνται πάνω από τη θάλασσα, όπου έχουν τοποθετηθεί τα τραπεζάκια από τα λιγοστά ταβερνάκια και τις καφετέριες που υπόσχονται όμορφες και ρομαντικές στιγμές. Στα ξύλινα αυτά «πατάρια», που έχουν και τον ρόλο προκυμαίας, δέσαμε και τα φουσκωτά μας. Όλα έμοιαζαν τέλεια, μέχρι και στην πιο μικρή τους λεπτομέρεια. Μια μικρή βόλτα ήταν αρκετή για να καταλάβουμε πόσο υπέροχα «απομονωμένοι» ήμασταν. Νοιώθαμε πως φτάσαμε στην άκρη του κόσμου.
Χωρίς καμιά αμφιβολία, το Λουτρό είναι ένα αξιολάτρευτο μέρος, από τα ομορφότερα στη χώρα μας. Ολοφάνερα γοητευμένοι, αποφασίσαμε ομόφωνα να αλλάξουμε το πρόγραμμά μας. Η μια διανυκτέρευση λοιπόν, που είχαμε προγραμματίσει εξαρχής, έγιναν τρεις. Βρήκαμε δωμάτια που τα μπαλκονάκια τους «κρέμονταν» πάνω από τα σκάφη. Η αμεσότητα αυτή με τη θάλασσα ήταν μοναδική.

Παίρναμε το πρωινό μας στις πλωτές εξέδρες, που βρίσκονταν ακριβώς από κάτω και μετά επιβιβαζόμασταν στα σκάφη που έστεκαν δυο μέτρα πιο πέρα στη γαλήνια θάλασσα, για την καθημερινή μας βόλτα. Το σούρουπο, επιστρέφαμε από τις πανέμορφες γειτονικές παραλίες, ηλιοκαμένοι πια, για να δέσουμε στο ίδιο πάλι σημείο και ξανά πάνω στις πλωτές εξέδρες για το τελευταίο καφεδάκι της ημέρας, απολαμβάνοντας την ανείπωτη γαλήνη αυτού του τόπου. Μόλις η νύχτα σκέπαζε τα πάντα, μαζευόμασταν στο διπλανό μπαράκι και με συντροφιά τη θαυμάσια μουσική, αφήναμε το βλέμμα μας να περιπλανιέται στην ακύμαντη επιφάνεια του μικρού κόλπου καθώς η σκέψη μας έβαζε πλώρη για μακρινούς ορίζοντες.
Το Λουτρό προσφέρεται για ήσυχες διακοπές, ενώ αποτελεί ιδανικό αραξοβόλι, απόλυτα ασφαλές από τους βοριάδες. Παράλληλα, μπορεί να χρησιμοποποιηθεί και ως ορμητήριο για ημερήσιες εκδρομές τόσο στη γειτονική Γαύδο που απέχει μόλις 20 νμ, όσο και στις όμορφες παραλίες που βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση. Αλλά και για τους λάτρεις της πεζοπορίας, τα γειτονικά φαράγγια της Σαμαριάς και της Αράδαινας, αποτελούν σπουδαίους προορισμούς για εξερεύνηση.

Δυτικά από το Λουτρό συναντούμε τα Μάρμαρα, μια πολύ όμορφη βοτσαλωτή ακτή, όπου καταλήγει το φαράγγι της Αράδαινας. Στην άκρη της, το ταβερνάκι του Νικηφόρου, σκαρφαλωμένο πάνω στο βράχο με παραδοσιακές κρητικές γεύσεις και υπέροχη θέα, προσφέρει μοναδικές στιγμές ξεκούρασης. Λίγο πιο πέρα από τα Μάρμαρα, στη μεγάλη παραλία του Αγ. Παύλου, βρίσκεται το ομώνυμο πετρόχτιστο βυζαντινό εκκλησάκι, ακριβώς πάνω στη σκουρόχρωμη αμμουδιά με τα σκόρπια βότσαλα, στέκοντας εκεί επίμονα από τον 10ο αιώνα. Είναι απορίας άξιον πως δεν το έχει πάρει η θάλασσα, καθώς το χειμώνα που φυσούν οι νοτιάδες, δημιουργούν πολλές φορές τέτοια κύματα, που το σκεπάζουν ολόκληρο.
Ανατολικά από το Λουτρό, συναντούμε την παραλία των Γλυκών Νερών στη ρίζα του γκρίζου βράχου, που σαν κάθετος τοίχος υψώνεται επιβλητικά προς τον ουρανό. Οι σκηνές που είναι σκόρπιες εδώ κι εκεί στα βότσαλα της ακτής και η μικρή καντίνα, «στημένη» πάνω στον τσιμεντένιο βράχο μέσα στη θάλασσα, συμπληρώνουν αρμονικά το άγριο και επιβλητικό αυτό τοπίο.

Λίγο πιο πέρα, μας περιμένει η παραλία του Ίλιγγα, στρωμένη με ψιλό χαλικάκι και υπέροχα γαλαζοπράσινα νερά, την οποία διαδέχεται το μικρό και γραφικό λιμανάκι στα Σφακιά.
Οι μέρες παραμονής μας στο Λουτρό και στις παρακείμενες παραλίες, κύλησαν τόσο γλυκά και όμορφα που ξεχάσαμε τον τελικό προορισμό του ταξιδιού μας. Και είχαμε πολύ δρόμο ακόμα.
Με το πρώτο χάραμα, πίναμε το καφεδάκι μας στην καθιερωμένη μας πλωτή εξέδρα, και καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έβαφαν τα πάντα γύρω μας, αφήναμε στην πρύμνη μας το Λουτρό, κουβαλώντας μαζί μας την τελευταία εικόνα του, στολισμένη με τα ζεστά χρώματα του πρωινού.
Πορεία λοιπόν για Γαύδο, στις 180 μοίρες, 20 νμ νοτιότερα.

Στη Γαύδο

Ταξιδεύαμε σε μια ασάλευτη θάλασσα και μόνο λίγα εκατοστά της πρυμνιάς γάστρας ακουμπούσαν στο νερό. Στη μέση περίπου της διαδρομής, συναντηθήκαμε με μεγάλα βουβά κύματα του γαρμπή, που μας ανάγκασαν να περιορίσουμε λίγο την ξέφρενη πορεία μας. Πριν πλησιάσουμε στον προορισμό μας, αποφασίσαμε να αλλάξουμε την πορεία μας προς τη μικρή Γαυδοπούλα, που βρίσκεται 4 νμ βορειοδυτικά της Γαύδου. Αφού περιπλεύσαμε τη νησίδα, που η περίμετρός της δεν ξεπερνά τα 4 νμ, φουντάραμε προσωρινά στον νοτιοανατολικό όρμο της και ψαρέψαμε για λίγες ώρες στα πεντακάθαρα νερά της. Εξασφαλίζοντας το γεύμα των δύο επόμενων ημερών, αναχωρήσαμε για το νοτιότερο άκρο της χώρας μας, αλλά και της Ευρώπης.

Γαύδος λοιπόν, στην αγκαλιά του Λιβυκού πελάγους. Στο άκουσμα του ονόματός της και μόνο, οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε κάτι διαφορετικό, κάτι ιδιαίτερο. Ίσως επειδή αποτελεί έναν ξεκομμένο και μακρινό προορισμό. Ίσως επειδή το όνομα «Γαύδος», έχει γίνει συνώνυμο με λέξεις όπως ηρεμία, απομόνωση, γαλήνη. Ίσως πάλι επειδή έχουμε πλάσει στη φαντασία μας, έναν τόπο ανέγγιχτο και παρθένο, μακριά από κάθε είδους ανθρώπινη παρέμβαση. Έτσι, περιμένουμε να δούμε κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα μας μαγέψει και θα μας κρατήσει εκεί, όπως η Καλυψώ που κράτησε για έξι ολόκληρα χρόνια τον Οδυσσέα κοντά της.
Ελάχιστοι άνθρωποι ζουν εδώ, όχι πάνω από 50, σκορπισμένοι σε τέσσερις ή πέντε οικισμούς. Το Καστρί, η πρωτεύουσα του νησιού, σε φυσικά οχυρωμένη θέση, όπου υπάρχει το αγροτικό ιατρείο και το δημοτικό σχολείο της Γαύδου. Τα Βατσιανά, ο νοτιότερος οικισμός της Ευρώπης, το Καραβέ, το λιμάνι του νησιού. Το Σαρακήνικο, ο πιο πολυσύχναστος οικισμός που συγκεντρώνει και τους περισσότερους επισκέπτες.
Όπως πολύ καλά φαντάζεστε, πρόκειται για οικισμούς των δυο ή τριών οικογενειών.

Η γνωριμία μας με το νησί, άρχισε από τη δυτική πλευρά του, από το ακρωτήρι Κεφαλή έως το ακρωτήρι Τρυπητή. Όλο αυτό το κομμάτι είναι απόκρημνο και αφιλόξενο χωρίς καμιά παραλία. Έτσι, φτάσαμε σύντομα στο ακρωτήρι Τρυπητή, τον νοτιότερο κάβο της Ελλάδας. Εδώ βρίσκονται και οι μοναδικής ομορφιάς καμάρες, που διατρυπούν τη μικρή χερσόνησο και μοιάζουν με πύλες εξόδου προς την μαύρη Ήπειρο, η οποία βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη από 150νμ. Οι καμάρες αυτές ανατολικά και οι δυο μικρές νησίδες δυτικά, οριοθετούν έναν μεγάλο όρμο με διάφανα νερά, στον μυχό του οποίου υπάρχει μια παραλία με χοντρές κροκάλες. Ο όρμος αυτός, κόβει εντελώς τους βοριάδες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο για τις καθημερινές περιηγήσεις σας στο νησί. Από εδώ, το Καραβέ απέχει 3νμ, το Σαρακήνικο 4,5νμ ενώ ο περίπλους του νησιού δεν ξεπερνά τα 15νμ. Αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο πάνω στα σκάφη, κατευθυνθήκαμε προς την ανατολική πλευρά της Γαύδου, όπου βρίσκεται ο ανοιχτός όρμος Κορφοί. Είμασταν πολύ τυχεροί γιατί η θάλασσα έμοιαζε με απέραντη λίμνη και τα χρώματά της σ’ αυτόν τον όρμο ήταν απίστευτα όμορφα. Σίγουρα, από τα καλύτερα νερά που έχουμε συναντήσει στη χώρα μας, που ακόμα και εδώ στα απώτατα όριά της συνεχίζει να μας χαρίζει αλησμόνητες εικόνες. Εγκαταλείπαμε τα φουσκωτά διαρκώς και επιδιδόμασταν σε συνεχή μακροβούτια και κολύμπι στα απίστευτης διαύγειας νερά. Το βάθος από κάτω μας, έφτανε τα 10 μέτρα, κι όμως και το πιο μικρό βοτσαλάκι διακρινόταν πεντακάθαρα πάνω στην ολόλευκη άμμο. Πλάι μας, οι χαμηλοί βράχοι, με όψη κάθετων μαρμάρινων τοίχων, συμπλήρωναν επιβλητικά τον μοναδικό αυτόν τόπο.

Στα βόρεια του όρμου βρίσκεται και το Καραβέ, το κατ’ ευφημισμόν λιμάνι του νησιού. Μια πρόχειρη προβλήτα, όπου πιάνει το καράβι που ξεκινά από την Παλιόχωρα καθώς και τα τοπικά καΐκια που ξεφορτώνουν τις προμήθειές τους, μια ταβέρνα και πέντε σπιτάκια, αποτελούν όλη κι όλη την υποδομή του λιμανιού. Βγήκαμε για μια μικρή βόλτα, με σκοπό να πάρουμε και κάποια απαραίτητα πράγματα για την διαμονή μας στο φουσκωτό. Το μόνο όμως που βρήκαμε ήταν μερικά μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού. Ούτε καν τσιγάρα δεν υπήρχαν. Για πάγο βέβαια ούτε λόγος, αφού στο νησί δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και τα πάντα λειτουργούν με γεννήτριες.

Με την δύση του ήλιου, επιστρέψαμε στον όρμο της Τρυπητής, όπου είχαμε σκοπό να διανυκτερεύσουμε. Η γαλήνη και η ομορφιά του όρμου, έδρασαν καταλυτικά και σύντομα ο ύπνος μάς πήρε γλυκά πάνω στα φουσκωτά.
Το πρόγραμμα της επόμενης μέρας περιελάμβανε τον περίπλου των βορινών ακτών, όπου βρίσκονται και οι ομορφότερες παραλίες.

Πρώτος σταθμός ο όρμος Σαρακήνικο. Πλατιά αμμουδιά με αρμυρίκια και κέδρους. Αρκετά σπιτάκια, πρόχειρα κατασκευασμένα, που μοιάζουν περισσότερο με αυθαίρετα. Τρία – τέσσερα ταβερνάκια με καλαμωτές και σκηνές χωμένες μέσα στα κέδρα συμπληρώνουν την εικόνα αυτού του τόπου. Εδώ χτυπά η καρδιά του νησιού. Τα πάντα όμως κυλούν σε αργούς ρυθμούς. Εδώ ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία. Κολύμπι, ψάρεμα, παγωμένη μπύρα σε κάποιο από τα λιτά ταβερνάκια και το βράδυ φρέσκο ψάρι και κουβεντούλα μέχρι αργά. Λίγο πιο πέρα από το Σαρακήνικο, βρίσκεται η παραλία του Αη Γιάννη. Η χρυσαφένια αμμουδιά της βρίσκεται στην πλαγιά του λόφου, στολισμένη με κέδρους και αποτελεί αγαπημένο προορισμό των κατασκηνωτών. Δυτικότερα, συναντούμε τους όρμους Λαυρακά, Πύργου και Ποταμού. Ερημικές αμμουδιές με καταπράσινα νερά. Μόνο οι φοίνικες λείπουν για να συμπληρώσουν την εικόνα των εξωτικών αυτών τόπων.

Σε γενικές γραμμές, μπορώ να πω πως η Γαύδος μάς πρόσφερε σε μεγάλο βαθμό αυτά που περιμέναμε. Ίσως να ’μασταν απόλυτα ικανοποιημένοι αν δεν ήταν τόσο φανερή η εγκατάλειψη του νησιού και των ανθρώπων της από την πολιτεία. Η εγκατάλειψη αυτή μάς άγγιξε από την πρώτη κιόλας επαφή μας με το λιμάνι. Αν φαντάζεστε παραδοσιακούς οικισμούς με όμορφα σπιτάκια και μικρές γραφικές πλατείες, όμορφα καφενεδάκια και ταβερνούλες δίπλα στο κύμα, τότε σίγουρα θα απογοητευτείτε. Αν όμως, δεν νοιάζεστε για όλα αυτά, δεν σας ενδιαφέρει η άνεση και η πολυτέλεια, αν σας αρέσει να ζείτε λιτά ή αν έχετε την ανάγκη να ξεχάσετε για λίγο τον χρόνο και να νοιώσετε «μοναχοί», τότε η Γαύδος θα σας αποζημιώσει απλόχερα.

Παραλία Πρέβελη

Αφού περάσαμε λίγες μέρες στη Γαύδο, που στην πραγματικότητα έμοιαζαν πολύ περισσότερες, κάποιο απόγευμα βάλαμε πλώρη για το Φραγκοκάστελο, που βρίσκεται 5νμ ανατολικά από τα Σφακιά. Πρόκειται για ένα επιβλητικό και ίσως από τα καλύτερα διατηρημένα βενετσιάνικα κάστρα, χτισμένο κοντά στην ακτή, που η παρουσία του έχει ταυτιστεί με τους «Δροσουλίτες». Πρόκειται για ένα ανεξήγητο φαινόμενο, κατά το οποίο στις αρχές του Ιούνη και σε συγκεκριμένη μάλιστα χρονική στιγμή, εμφανίζονται σκιές που μοιάζουν με καβαλάρηδες που κατευθύνονται προς το κάστρο.
Πλησιάσαμε το κάστρο αρκετά, φωτογραφίζοντας τα τείχη του, που ήταν λουσμένα με τα γλυκά χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Αν και γνωρίζαμε πως στην περιοχή υπήρχαν αβαθή που εκτείνονται σε μεγάλη έκταση, συνεπαρμένοι ίσως από το όμορφο θέαμα, αλλά και παραπλανημένοι από το χρώμα της θάλασσας που αυτήν την ώρα δεν σου αποκαλύπτει την ύπαρξή τους, η προπέλα μας έσκαψε για λίγο τον βυθό, χωρίς ευτυχώς να προκληθεί κάποια ζημιά. Λίγο πριν το σούρουπο, μπήκαμε στον όρμο του Πλακιά όπου και διανυκτερεύσαμε.

Το επόμενο πρωινό μας βρίσκει αγκυροβολημένους δυο όρμους ανατολικότερα. Παραλία Πρέβελη. Εικόνα μαγευτική. Το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να ανηφορίσουμε το μονοπάτι που οδηγεί ψηλά στον απότομο βράχο. Το θέαμα που αντικρίζουμε είναι πρωτόγνωρο, καθώς στο δυτικό άκρο της παραλίας καταλήγουν τα νερά του Κουρταλιώτικου φαραγγιού. Οι όχθες του ποταμού είναι κατάφυτες με φοίνικες, ενώ δεξιά και αριστερά υψώνονται θεόρατοι βράχοι.
Νοικιάσαμε ένα κανό και διασχίσαμε το ποτάμι, κατευθυνόμενοι προς τις πηγές του. Μετά από δέκα λεπτά διαδρομής, η ομαλή ροή του ποταμού σταματάει και αναγκαζόμαστε να συνεχίσουμε με τα πόδια. Μικροί καταρράκτες και λιμνούλες μαζί με καλαμιές και φοινικόδενδρα, συνθέτουν εικόνες άγριας ζούγκλας. Για πολλές ώρες εξερευνήσαμε τον εξωτικό αυτόν τόπο, που τόσο γενναιόδωρα προίκισε η φύση.
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, πλήθος κόσμου κατέκλυζε κάθε γωνιά της παραλίας. Τη γαλήνη διαδέχεται η φασαρία, κι εμείς είμαστε ήδη πάνω στα φουσκωτά έτοιμοι για απόπλου. Ρότα για Ιεράπετρα, με ενδιάμεσο σταθμό τα Μάταλα όπου παρατηρήσαμε για λίγο τις περίφημες σπηλιές της μικρής χερσονήσου, που πριν λίγες δεκαετίες φιλοξενούσαν τα «παιδιά των λουλουδιών». Η πρόσβαση στις σπηλιές έχει απαγορευτεί, καθώς η αρχαιολογική υπηρεσία έχει τοποθετήσει συρματοπλέγματα που εμποδίζουν την είσοδο στους πεζούς. Παραπλέοντας κοντά στις ακτές, μας πήρε περίπου τρεις ώρες για να καλύψουμε τα υπόλοιπα 56νμ έως την Ιεράπετρα.
Μπαίνοντας στο λιμάνι της, κάποιοι ντόπιοι βλέποντας την προσπάθειά μας να βρούμε μια θέση για να δέσουμε, έτρεξαν προς το μέρος μας και με περίσσεια διάθεση, μάς βοήθησαν. Τους ρωτήσαμε για βενζινάδικο και πάγο, αλλά μας πληροφόρησαν πως το πρατήριο ήταν αρκετά μακριά, ενώ το παγοποιείο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα ήταν κλειστό. Η προθυμία τους όμως να μας εξυπηρετήσουν ήταν τόσο έκδηλη, κάτι που ξάφνιασε ακόμα και εμάς.
Κάποιοι έψαξαν και βρήκαν τον ιδιοκτήτη του παγοποιείου, ο οποίος μας προμήθευσε με τρεις κολώνες πάγου, ενώ κάποιοι άλλοι επικοινώνησαν με το βενζινάδικο και σε λιγότερο από μισή ώρα, κατέφθασε ένα φορτηγάκι με 650 λίτρα καυσίμου, μοιρασμένο σε πολλά δοχεία. Μέχρι και στην τράπεζα μας πήγαν με τα μηχανάκια τους για να βγάλουμε χρήματα. Τέτοια υποδοχή και φιλοξενία, δεν θυμάμαι να έχουμε ξανασυναντήσει. Άνθρωποι ζεστοί και ιδιαίτερα φιλικοί, που μας έκαναν να νοιώσουμε πολύ όμορφα.

Στη νησίδα Χρυσή

Τους ευχαριστήσαμε και αφού κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα, τους αποχαιρετήσαμε και βάλαμε πλώρη για τη νησίδα Χρυσή,ή αλλιώς Γαιδουρονήσι όπως είναι ευρύτερα γνωστό, 9νμ νοτιότερα.
Σε είκοσι λεπτά πλησιάσαμε στο νησί. Η προσέγγισή του είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί περιβάλλεται από πολυάριθμες ξέρες. Οι φίλοι μας όμως από την Ιεράπετρα φρόντισαν να μας υποδείξουν λεπτομερειακά την πορεία μας. Μπήκαμε στο στενό, ανάμεσα στη Χρυσή και το Μικρονήσι, και κρατιόμασταν αρκετά ανοιχτά από το δεύτερο. Η πλώρη μας κοιτούσε νότια, ώσπου στα δυτικά διακρίναμε το ταβερνάκι που βρίσκεται στη Χρυσή. Το «σημαδέψαμε» με την πλώρη μας και κατευθυνθήκαμε απευθείας προς αυτό. Πλαγιοδετήσαμε σ’ έναν πρόχειρα κατασκευασμένο ντόκο, σχεδόν μισοβυθισμένο, τον οποίο έφτιαξαν οι ψαράδες της Ιεράπετρας για να δένουν τα καΐκια τους. Σε λίγο βρισκόμασταν στο ταβερνάκι του κυρ Κώστα, που βρίσκεται αρκετά χρόνια εδώ. Το ταβερνάκι αυτό, είναι το μοναδικό κτίσμα στο νησί. Λιτό και φιλόξενο, με μερικά τραπεζάκια εδώ κι εκεί, κάτω από τη σκιά της καλαμωτής σκεπής. Καθίσαμε και δροσιστήκαμε με μια παγωμένη μπύρα.

Γύρω μας, το τοπίο παραμυθένιο. Η Χρυσή – Χρυσαία κατά τους αρχαίους Έλληνες – ονομάστηκε έτσι για τις εκπληκτικές παραλίες της, που χρυσίζουν δίπλα στα κρυστάλλινα νερά. Μια μικρή κουκίδα στον χάρτη, με περίμετρο που δεν ξεπερνά τα 7νμ, στην απεραντοσύνη του Λιβυκού πελάγους. Ειδυλλιακό μέρος με ολόλευκες αμμουδιές, κατάσπαρτες με πολύχρωμα μικροσκοπικά κοχύλια. Αμμόλοφοι στολισμένοι με κέδρους, που μόνο στην Αφρική ευδοκιμούν, τα κλαδιά των οποίων γερμένα από τους δυνατούς αέρηδες, σχηματίζουν σκιερές γωνιές που φιλοξενούν πολλές σκηνές. Μόνο ο ήχος των κυμάτων και η μανία των βοριάδων ακούγονται, διαταράσσοντας την απόλυτη γαλήνη αυτού του τόπου. Μακριά από τους θορύβους και τους ρυθμούς που έχουμε μάθει να ακολουθούμε, αποκομμένοι από κάθε τι σύγχρονο. Εδώ τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο και προγραμματισμένο. Απόλυτη ελευθερία. Ο χρόνος και τα ρολόγια δεν έχουν καμιά αξία. Μια μέρα μόνο μείναμε στο νησί, κι όμως ήταν αρκετή για να μας πείσει: ο παράδεισος είναι εδώ!

Αναχωρήσαμε από τον ονειρεμένο αυτόν τόπο, με προορισμό το Βάι, στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης. Ο καιρός όμως είχε αγριέψει για τα καλά. Παρά τις ευνοικές προγνώσεις για 3 έως 4 μποφόρ, είχαμε να αντιμετωπίσουμε έναν γεμάτο 7άρη που μάταια προσπαθούσαμε να τον βάλουμε στο πλάι. Η θάλασσα ήταν κάτασπρη κάτω από τον δυνατό ήλιο και με τον βοριά να λυσσομανάει, σφίξαμε τα δόντια και προχωρούσαμε σιγά σιγά μέσα σε ένα ιδιαίτερα άγριο τοπίο. Πολλές φορές τα φουσκωτά χανόντουσαν μέσα στα απειλητικά κύματα και με μεγάλη δυσκολία κρατιόμασταν σε οπτική επαφή. Άλλοτε πλησιάζαμε και άλλοτε απομακρυνόμασταν μεταξύ μας, ενώ η επικοινωνία με το VHF ήταν αδύνατη. Όχι πως υπήρχε κάποια βλάβη, αλλά ο καιρός ήταν τόσο δυνατός που δεν μας επέτρεπε να πάρουμε τα χέρια μας από το τιμόνι. Μετά από 17νμ, τα οποία τα καλύψαμε σε δυο ώρες περίπου, βρήκαμε καταφύγιο στον όρμο Καλό Νερό. Οι σπηλιάδες όμως είχαν τρομακτική δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να βγούμε στην ακτή για να δέσουμε. Με πολύ δυσκολία πλησιάσαμε σε ένα καίκι και πετάξαμε αρκετό σχοινί στους δυο ψαράδες που ήταν επάνω, αφού πρώτα έδεσα στην άκρη του ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, που βρήκα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, ώστε να ξεπεραστεί η αντίσταση του δαιμονισμένου αέρα. Οι ψαράδες πήδηξαν γρήγορα έξω, μας έδεσαν σε ένα από τα αρμυρίκια της ακτής και αρχίσαμε να τραβάμε όλοι μαζί τα φουσκωτά με τα χέρια ώσπου τα φέραμε δίπλα στην ακτή.

Άσπροι καθώς ήμασταν από το αλάτι, ρίξαμε λίγο νερό στα πρόσωπά μας και πατήσαμε στεριά. Οι καλοσυνάτοι ψαράδες, στόλιζαν την μετεωρολογική υπηρεσία με διάφορα κοσμητικά επίθετα για αρκετή ώρα, καθώς βασιζόμενοι στις προβλέψεις της, έριξαν τα πέντε μιλίων μήκους παραγάδια τους το προηγούμενο βράδυ, τα οποία βέβαια τους τα πήρε η θάλασσα. Απαρηγόρητοι όπως ήταν, μας απέτρεψαν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας με τέτοιον καιρό. Μας τόνισαν πως ο μόνος όρμος που απαγκιάζει είναι αυτός εδώ, και ότι εφόσον εδώ βγάζει 7 μπωφόρ, στην ανατολική πλευρά της Κρήτης θα έχει τουλάχιστον 10!
Έτσι λοιπόν, διανυκτερεύσαμε εδώ χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφήνοντας το Καρπάθιο να μας περιμένει. Όλο το βράδυ ο αέρας δεν μας άφησε σε ησυχία. Δεν είχε χαράξει καλά καλά η επόμενη μέρα, και σηκώσαμε άγκυρες. Είχαμε να καλύψουμε 28 νμ. Η θάλασσα εξακολουθούσε να είναι φορτωμένη. Για καλή μας τύχη, μετά τις νησίδες Καβάλοι, ο καιρός έπεσε κάτω απ’ τα 6 μπωφόρ και με αρκετή δυσκολία φτάσαμε στο Βάι, βρεγμένοι όμως μέχρι το κόκκαλο.
Μπροστά μας απλωνόταν, σαν όαση, το περίφημο φοινικόδασος. Εξωτική ομορφιά με τα φοινικόδενδρα να φτάνουν μέχρι την γαλαζοπράσινη θάλασσα. Ένα καθαρά τροπικό θέαμα που μαγεύει κάθε επισκέπτη. Το όνομα Βάι, προέρχεται από την λέξη «βάγια», όπως αλλιώς λέγεται η φοινικιά. Ολόκληρος ο χώρος είναι περιφραγμένος και η κεντρική είσοδός του παραμένει ανοιχτή από την ανατολή μέχρι την δύση του ήλιου.
Καθίσαμε σε ένα από τα γραφικά ταβερνάκια και πίνοντας τον καφέ μας, αναμέναμε να πέσει η θάλασσα. Πραγματικά, νωρίς το απόγευμα ο καιρός μας έκανε τη χάρη και ο άνεμος έπεσε στα 5 μποφόρ, με προγνωστικά περαιτέρω εξασθένησης όσο πέρναγε η ώρα.

...keep Ribbing!

West and South Crete (Balos – Elafonisi – Gavdos – Chrysi)
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα