Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
Παραπλέοντας τις βορειοδυτικές ακτές
του Θωμά Παναγιωτόπουλου

Aφήνοντας στην πρύμνη μας την Bastia που πραγματικά λατρέψαμε, αποτελώντας και τη βάση μας για την περιήγησή μας στην καταπληκτική ενδοχώρα της Κορσικής, η πλώρη μας στράφηκε προς το νότο. Είχαμε σκοπό να κατεβούμε χαμηλά και να διανυκτερεύσουμε σε κάποιον ασφαλή όρμο της νοτιοανατολικής πλευράς του νησιού, έχοντας σαν πρώτη επιλογή για την τελευταία μας διανυκτέρευση στην Κορσική την Santa Giulia.

Η Santa Giulia βρίσκεται πέντε μίλια νοτιότερα από το Porto Vecchio, και από φωτογραφίες που είχαμε δει φάνταζε ως μία από τις ωραιότερες παραλίες του νησιού. Από την Bastia μέχρι εκεί μάς χώριζαν 75 ναυτικά μίλια, είχαμε όμως μια ολόκληρη μέρα μπροστά μας και έτσι περιπλέαμε τη γαλήνια θάλασσα της ανατολικής ακτής με χαμηλή ταχύτητα, εξερευνώντας τον τόπο και απολαμβάνοντας μια υπέροχη κρουαζιέρα.
Ολόκληρο αυτό το κομμάτι της Κορσικής είναι επίπεδο και μοιάζει με έναν απέραντο κάμπο όπου συναντούμε στη σειρά πολλές λίμνες, τα ανατολικά όρια των οποίων φτάνουν μέχρι την ακτογραμμή. Είναι μια αρκετά μονότονη διαδρομή, αφού μόνιμα η πορεία σου είναι παράλληλη με τις ολόισιες αμμουδιές που εκτείνονται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων, χωρίς εναλλαγές, χωρίς όρμους και απόκρημνες ακτές. Ταξιδεύαμε πλάι σε μια απέραντη πεδιάδα, με μηδενικό σχεδόν υψόμετρο, όμως η οργιώδης βλάστηση και τα πολύ ψηλά δέντρα, αποτέλεσμα των πολλών λιμνών αλλά και των ποταμών που εκβάλλουν στην ανατολική ακτή, γέμιζαν όμορφα το οπτικό μας πεδίο.

Στα 14 ναυτικά μίλια νοτιότερα από τη λίμνη Biguglia βρίσκεται η μαρίνα Porto Campoloro. Από μακριά ακόμα διακρίνεται ένα ολόκληρο δάσος από ιστία που προεξέχουν από τα προστατευτικά μπλόκια της μαρίνας. Συνεχίσαμε την παράκτια πορεία μας πλάι σε λιμνοθάλασσες και μια απίστευτη φύση που έμοιαζε με ζούγκλα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις λίμνες Diane και Urbino, βρίσκεται η άλλοτε πρωτεύουσα της Κορσικής, η Aleria (γνωστή και ως Alalia), η οποία ιδρύθηκε το 546 π.Χ. από τους Φωκαείς της Ιωνίας.
30 ναυτικά μίλια νοτιότερα από το Porto Campoloro βρίσκεται η μεγάλη μαρίνα Solenzara, σε στίγμα B 41° 51΄ 36 και Α 9° 24΄ 22. Μπήκαμε σιγά σιγά από την είσοδό της που βλέπει στο σιρόκο και κάναμε μια σύντομη περιήγηση. Η μαρίνα Solenzara είναι ένα πραγματικό στολίδι για την περιοχή και παρέχει όλες τις ευκολίες για τα πολυάριθμα σκάφη που φιλοξενεί. Υπάρχει μεγάλη γλίστρα για την ανέλκυση και καθέλκυση των σκαφών, πρατήριο καυσίμων και συνεργείο κινητήρων, ενώ λίγο πιο πέρα υπάρχουν παντοπωλεία, εστιατόρια και καφετέριες στη σειρά, που εξυπηρετούν τις ανάγκες των επισκεπτών.

Κι ενώ ολόκληρη η ανατολική ακτογραμμή της Κορσικής, από τη Bastia έως τη μαρίνα Solenzara, είναι μια απέραντη και σχεδόν ολόισια αμμουδιά πολλών ναυτικών μιλίων, χωρίς να σχηματίζεται κανένας απολύτως όρμος, από εδώ και κάτω το τοπίο αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει. Οι καταπράσινοι λόφοι σηκώνονται σε αρκετό υψόμετρο και οι ακτές γίνονται πιο απότομες, σχηματίζοντας μάλιστα πολύ μεγάλους και βαθείς όρμους.
Τρία ναυτικά μίλια βορειότερα από τον κόλπο του Porto Vecchio συναντούμε τον μεγάλο όρμο Pinarellu. Η είσοδός του βλέπει στον γρέγο και φιλοξενεί πάρα πολλά σκάφη που είναι αγκυροβολημένα αρόδου. Το ομορφότερο σημείο του όρμου είναι το νότιο τμήμα του, που καταλήγει στη μικρή νησίδα με τον χαρακτηριστικό γενοβέζικο πύργο στην κορυφή του.

 

Στον όρμο Porto Vecchio

Ο Vecchio αποτελεί τον μεγαλύτερο όρμο της ανατολικής πλευράς της Κορσικής, μιας και εισχωρεί στη στεριά σε μήκος τεσσάρων ναυτικών μιλίων, ενώ το πλάτος του σε κάποια σημεία φτάνει μέχρι και το ένα ναυτικό μίλι. Είναι από τους πιο πολυσύχναστους όρμους της Κορσικής και η κίνηση των σκαφών είναι πολύ μεγάλη. Τα βάθη του, όμως, είναι πολύ μικρά, ενώ οι διάσπαρτες ξέρες κρύβουν κινδύνους. Για αυτόν το λόγο άλλωστε υπάρχει ένας σηματοδοτημένος θαλασσινός διάδρομος, ο οποίος οδηγεί με ασφάλεια στη μαρίνα που βρίσκεται στον μυχό του μεγάλου όρμου.
Τα σκάφη που έβγαιναν από τη μαρίνα ήταν πάρα πολλά και έτσι αναγκαστήκαμε να περιμένουμε έξω από τον πράσινο φανό της μπούκας μέχρι να μειωθεί η κίνηση. Λίγα μέτρα δεξιά από την μπούκα βρίσκεται το βενζινάδικο, όπου η ουρά των σκαφών που περίμεναν για να βάλουν καύσιμα ήταν πολύ μεγάλη. Περιμέναμε για αρκετή ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μας, δεν είχαμε όμως άλλη επιλογή αφού έπρεπε να φουλάρουμε τις δεξαμενές μας, μιας και την επόμενη μέρα θα πραγματοποιούσαμε το πρώτο μεγάλο πέρασμα της επιστροφής. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στα γραφεία της μαρίνας και καταφέραμε τελικά να βρούμε μια ελεύθερη θέση για να παραμείνουμε λίγες ώρες.

Πολύ γρήγορα πήραμε το τροχοφόρο τραινάκι που ξεκινά κάθε ώρα έξω από τη μαρίνα και σύντομα μάς μετέφερε στη μικρή καστροπολιτεία του Porto Vecchio. Χτισμένη στην κορυφή του καταπράσινου λόφου που βρίσκεται στη βορινή πλευρά του λιμανιού, μοιάζει να επιτηρεί ολόκληρο τον κόλπο.
Σταθήκαμε για λίγο έξω από την Porte Genoise, που βρίσκεται στη νότια πλευρά της καστροπολιτείας και αποτελούσε τη μοναδική είσοδο της πόλης κατά τη γενοβέζικη περίοδο.

Είναι μια μικρή πέτρινη στοά που σφραγίζεται από μια πολύ ισχυρή πόρτα, ο μηχανισμός της οποίας λειτουργεί ακόμα και σήμερα. Πάνω από την πύλη είναι τοποθετημένο ένα μεγάλο κανόνι που βλέπει προς το λιμάνι, από όπου την εποχή εκείνη έφταναν όλες οι προμήθειες.Για πολλή ώρα περιπλανιόμασταν στα στενά δρομάκια που είναι γεμάτα μαγαζιά, εστιατόρια και καφετέριες, καταλήγοντας στην «πλατεία Ελευθερίας» που βρίσκεται μπροστά από το ψηλό πέτρινο καμπαναριό της εκκλησίας που χτίστηκε το 1868. Απολαύσαμε ένα τονωτικό καφεδάκι κάτω από την πυκνή σκιά των δέντρων, και μετά από λίγες στιγμές ξεκούρασης πήραμε τον δρόμο προς τη μαρίνα.
Βγαίναμε αργά αργά από την μπούκα της και η κίνηση των σκαφών εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν το Porto Vecchio ως ορμητήριο και βάση για τις καθημερινές εξορμήσεις τους. Κάτι που δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο, αφού γύρω από τον μεγάλο κόλπο βρίσκονται αρκετοί όρμοι και πολλές αμμουδιές, οι οποίες μάλιστα είναι από τις ομορφότερες του νησιού. Λίγα μίλια βόρεια -και κυρίως νότια από τον κόλπο του Porto Vecchio- συναντούμε πραγματικά παραδεισένιες ακτές. Μοναδικό μειονέκτημα είναι πως στην καρδιά του καλοκαιριού γίνεται το αδιαχώρητο από σκάφη που κατακλύζουν κάθε παραλία, και δεν μπορεί κανείς να τις απολαύσει και να τις χαρεί με ησυχία.

Τρία μίλια πιο κάτω από το νότιο κάβο του κόλπου του Porto Vecchio, ακριβώς απέναντι από τις νησίδες Cerbicale, απλώνεται η υπέροχη ακτή Palombaggia. Τα μοναδικά νερά, η κατάλευκη αμμουδιά που απλώνεται σε έκταση δυόμισι χιλιομέτρων και τα όμορφα πεύκα κατά μήκος της, συνιστούν μία από τις πιο δημοφιλείς παραλίες της Κορσικής. Πολλά σκάφη είναι αγκυροβολημένα αρόδου, ενώ χιλιάδες είναι οι λουόμενοι που την επισκέπτονται τους καλοκαιρινούς μήνες.

Διασχίζοντας την ενδοχώρα
Η Κορσική δεν φημίζεται μόνο για τις εξωτικές παραλίες και τις θαλασσινές καστροπολιτείες της. Και δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως γνώρισε την Κορσική εάν δεν περιπλανηθεί στο ορεινό της τμήμα για το οποίο είναι εξίσου διάσημη.
Αυτό κάναμε κι εμείς και αποζημιωθήκαμε με το παραπάνω! Τελικό προορισμό της ολοήμερης ορεινής περιπλάνησής μας είχαμε ορίσει τη διάσημη περιοχή «Les Calancques».

Βρισκόμασταν στα 400 μέτρα υψόμετρο και σε κάθε στροφή του δρόμου αποκαλυπτόταν μια φανταστική ακτογραμμή με θαυμάσια θέα προς τον κόλπο του Porto. Το συναρπαστικότερο όμως, που είναι και αυτό που κάνει τούτο τον τόπο τόσο διάσημο, είναι οι παραμυθένιοι σχηματισμοί των κατακόκκινων γρανιτένιων βράχων, που συνιστούν ένα απίθανο και μεγαλειώδες γεωλογικό φαινόμενο. Οι αέρηδες και η αρμύρα έχουν διαβρώσει τους κατακόκκινους βράχους δίνοντάς τους εκπληκτικά σχήματα που μοιάζουν με έργα τέχνης.

Μετά από λίγες στροφές φτάσαμε στο ορεινό χωριό Piana που είναι χτισμένο στα 438 μέτρα, πάνω σε ένα μικρό οροπέδιο. Είναι ένα πολύ όμορφο χωριό με υπέροχα πέτρινα σπίτια και όλοι σταματούν εδώ για λίγες στιγμές χαλάρωσης. Πολλοί μάλιστα διαμένουν στην Piana που αποτελεί ένα εξαίρετο ορμητήριο, αφού πολύ κοντά της βρίσκονται μερικές από τις ομορφότερες περιοχές της Κορσικής, ενώ από εδώ ξεκινούν υπέροχα μονοπάτια που καταλήγουν σε εκπληκτικά σημεία, προσελκύοντας πεζοπόρους από όλα τα μέρη του κόσμου.
Είχαμε διασχίσει την Κορσική, μιας και, ξεκινώντας από τη Βastia που βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της, φτάσαμε δυτικά έως τον κόλπο του Porto. Ίσως αυτή να είναι και η ομορφότερη ορεινή διαδρομή του νησιού.

Στην εξωτική Santa Giulia

Μια ανάσα νοτιότερα ανοίγεται ο καταπληκτικός όρμος της Santa Giulia, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος μας σταθμός επί κορσικάνικου εδάφους. Μείναμε πραγματικά εκστασιασμένοι όταν, μετά τα μισά του όρμου, το βαθύ μπλε της θάλασσας έδινε τη θέση του σε ένα εκπληκτικό τιρκουάζ χρώμα που απλωνόταν σε ολόκληρο τον όρμο.

Όσο προχωρούσαμε τα νερά γίνονταν όλο και ρηχότερα, ενώ η ολόλευκη αμμουδιά που είναι στρωμένη στον βυθό έκανε ακόμα πιο μαγική την εικόνα αυτού του όρμου. Η εικόνα της ξύλινης προβλήτας, που υποστηριζόμενη από κάθετους πασάλους έμοιαζε να αιωρείται πάνω από τα απίστευτα διάφανα νερά, ήταν από τις ομορφότερες εικόνες που έχουμε ποτέ αντικρίσει. Προσεγγίσαμε με πολύ μικρή ταχύτητα ώστε να μην ενοχλούμε τους λουόμενους, και δέσαμε στη βορινή πλευρά, πλάι στα tenders που ήταν προσωρινά πλαγιοδετημένα.

Μπροστά ακριβώς από την ξύλινη προβλήτα βρίσκεται το ξενοδοχείο Moby Dick. Οι χαμηλές και πολύ κομψές εγκαταστάσεις του, φωλιασμένες μέσα στην πυκνή βλάστηση, όχι μόνο δεν αλλοιώνουν το φυσικό τοπίο, αλλά αντίθετα το αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο. Αν δεν βλέπαμε την ξύλινη πινακίδα του μάλλον θα περνούσε απαρατήρητο, αφού μόνο οι χαμηλές σκουρόχρωμες σκεπές διακρίνονταν κάτω από τα πεύκα της ακτής.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στο νότιο άκρο της ολόλευκης αμμουδιάς, όπου καταλήγει ένα στενό κανάλι που συνδέει τον όρμο με τη λίμνη που υπάρχει ακριβώς από πίσω του. Ανεβήκαμε στην πλαγιά του χαμηλού λόφου και ανάμεσα από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων παρατηρούσαμε ένα πραγματικά παραδεισένιο τοπίο. Ολόκληρη η ακτή της Santa Giulia είναι μια απέραντη και καλοσχηματισμένη ολόλευκη αμμουδιά, με διάφανα τυρκουάζ νερά που θα τα ζήλευε ακόμα και το πιο διάσημο εξωτικό νησί. Χωρίς καμιά αμφιβολία είναι ένας εκπληκτικός τόπος, πραγματικό στολίδι για ολόκληρο το νησί.
Περπατούσαμε συνέχεια κατά μήκος της αμμουδιάς και, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε εδώ. Να κοιμηθούμε εν πλω, λίγα εκατοστά πάνω από τα ονειρεμένα νερά, πλαγιοδετημένοι στην ξύλινη προβλήτα. Θέλαμε από εδώ να αποχαιρετίσουμε την Κορσική, και καθώς θα την αφήναμε στην πρύμνη μας, η εικόνα της Santa Giulia να είναι εκείνη που θα μας συντρόφευε στο μεγάλο μας ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα.

Η νύχτα είχε σκεπάσει τα πάντα αλλά δεν μας έπιανε ύπνος εκείνο το βράδυ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και εμείς βρεθήκαμε να χαράζουμε τη μακρινή πορεία της επιστροφής. Απλώσαμε το ναυτικό χάρτη της Μεσογείου μέσα στην καμπίνα και αρχίσαμε να μετράμε μίλια, να σημειώνουμε τα σημεία ανεφοδιασμού, και να επιλέγουμε τόπους διανυκτέρευσης. Μετά από λίγη ώρα ορίστηκε η τελική μας πορεία, όπου δόθηκε μεγάλη σημασία στους τοπικούς καιρούς των θαλάσσιων περιοχών που θα διασχίζαμε, σε συνάρτηση βέβαια με την αυτονομία του σκάφους. Ήταν βέβαιο πως οι καιροί πια θα ήταν ούριοι -μέχρι το στενό της Μεσσήνης τουλάχιστον-, και έτσι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας.
Θα διασχίζαμε την Τυρρηνική θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος μέσα σε τρεις μέρες, διάστημα στο οποίο έπρεπε να καλύψουμε μεμιάς τα 650 ναυτικά μίλια μέχρι την Πλαταριά. Ουσιαστικά είχαμε μπροστά μας δύο μεγάλες περατζάδες. Μία με την πλώρη μας στραμμένη στον σιρόκο, και μία με την πλώρη μας να βλέπει στον γρέγο. Μόνο για ανεφοδιασμό και για διανυκτέρευση θα σταματούσαμε, βάζοντας σαν στόχο κάθε ανατολή και κάθε δύση του ήλιου να μας έβρισκε εν πλω...
Δεν ξέρω αν τελικά μας άφησαν οι σκέψεις μας να κοιμηθούμε καθόλου, αλλά πριν ακόμα χαράξει βρισκόμασταν στο πόδι.

Το περίφημο δάσος d' Aitone

Ακολουθώντας το δρόμο D 84, οδηγηθήκαμε στο περίφημο δάσος d' Aitone. Είναι το ομορφότερο της Κορσικής, εκτείνεται σε περισσότερα από 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ανάμεσα στην Evisa και το Col de Vergio, και αποτελεί μοναδικό προορισμό για χιλιάδες επισκέπτες που πραγματοποιούν μονοήμερες εξορμήσεις, απολαμβάνοντας την όμορφη και παρθένα φύση που χαρίζει πραγματικά μαγευτικές εικόνες. Θεαματικά φαράγγια, καταρράκτες, μικρές διαδοχικές πισίνες και υπέροχα μονοπάτια προσελκύουν καθημερινά πολλούς πεζοπόρους κάθε ηλικίας. Σε πολλά σημεία του δρόμου ήταν παρκαρισμένα δεκάδες αυτοκίνητα, οι επιβάτες των οποίων διέσχιζαν με τα πόδια αρκετά μεγάλες αποστάσεις μέχρι να βρει ο καθένας το καταφύγιό του, είτε πάνω σε κάποιον επίπεδο βράχο με θέα τις εντυπωσιακές και βαθιές χαράδρες, είτε μέσα στην κοίτη του ποταμού για να απολαύσουν το μπάνιο τους σε λιλιπούτειες φυσικές πισίνες.

Είναι χαρακτηριστικό πως πολύ συχνά συναντιόμασταν με μικρές αγέλες αδέσποτων γουρουνιών, που φυσικά αποτελούσαν τις μασκότ του δάσους.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας, λίγο πριν την Evisa, τα αυτοκίνητα που ήταν πλάι στον δρόμο παρκαρισμένα σχημάτιζαν μια ουρά εκατοντάδων μέτρων, γεγονός που δεν μας άφησε αδιάφορους. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά φτάσαμε στο βάθος του φαραγγιού, όπου όλη η φύση υποκλινόταν στο πηγαίο... τραγούδι των τρεχούμενων νερών. Κάθε βράχος και κάθε γωνιά είχαν καταληφθεί από μικρές παρέες που χαλάρωναν στις απλωμένες πετσέτες τους, ακούγοντας τους ήχους των μικρών καταρρακτών. Όπου δε τα νερά λίμναζαν, σχηματίζοντας φυσικές πισίνες, γινόταν το αδιαχώρητο, κυρίως από πιτσιρικάδες που επιχειρούσαν θεαματικές βουτιές. Τοπία παραδεισένια που μας έφεραν έντονα στο μυαλό τις δικές μας «βάθρες» στη Σαμοθράκη και οι σκέψεις μας ταξίδεψαν για λίγο στη μακρινή πατρίδα...

Στη ρότα του γυρισμού

Ήταν νύχτα ακόμα και η πλώρη μας έμπαινε σιγά σιγά στη μακρινή της ρότα. 102 μοίρες πορεία και 191 ανοιχτά μίλια μέχρι τη νησίδα Ventotene των Pontine islands. Μετά από τρεις ώρες πλεύσης το στίγμα μας ήταν Β 41° 13΄ 51΄΄ Α 10° 53΄ 30΄΄. Κρατούσαμε σταθερά την πορεία μας και αφήναμε δυτικά μας την Κορσική. Είχαμε ήδη απομακρυνθεί 73 ναυτικά μίλια από το στενό του Bonifacio, και η Τυρρηνική θάλασσα μάς είχε πάρει για τα καλά στα σωθικά της.
Μετά από οκτώ ώρες απίθανης πλεύσης, προσεγγίσαμε στη νησίδα Ventotene. Ανεφοδιαστήκαμε με καύσιμα και χωρίς να χάσουμε καιρό ήμασταν ξανά εν πλω. Έπειτα από μία ώρα περιπλέαμε τις νότιες ακτές της Ischia, γνωστή κατά τους αρχαίους χρόνους ως Πιθηκούσες. Στο ηφαιστειογενές αυτό νησί ιδρύθηκε από Ευβοείς, τον 8ο αιώνα π.Χ., η πρώτη ελληνική αποικία της Μεγάλης Ελλάδας.

Ετοιμάσαμε ένα καφεδάκι και αφήσαμε το φουσκωτό ακυβέρνητο, να παρασέρνεται από τη βαθιά σκουρόχρωμη θάλασσα. Μας έμεναν μόλις 16 ναυτικά μίλια για το Capri, όπου σκοπεύαμε να διαντυκτερεύσουμε. Βρισκόμασταν ξανά στα παλιά μας λημέρια, και θαυμάζαμε για άλλη μία φορά τα εντυπωσιακά κάθετα βράχια της νότιας πλευράς του Capri.
Η νύχτα μάς βρήκε αγκυροβολημένους πίσω από τα περίφημα Faraglioni, να καταστρώνουμε την πορεία της επομένης.

Είχαμε καλύψει πολύ εύκολα τα 234 ναυτικά μίλια και σύντομα θα ξεκινούσαμε το δεύτερο σκέλος της επιστροφής μας. Επιλέξαμε να μην ακολουθήσουμε παράκτια πλεύση και να ανοιχτούμε στο πέλαγος, σημαδεύοντας απευθείας το στενό της Μεσσήνης στα 150 ναυτικά μίλια. Η πορεία μας αυτή περνούσε λίγο ανατολικότερα από το Stromboli και έτσι σκοπεύαμε να κάνουμε μια μικρή στάση στη νησίδα αυτή, από την οποία μας χώριζαν 114 ναυτικά μίλια.
Πολύ πριν χαράξει η επόμενη μέρα, ο κινητήρας πήρε μπροστά και η πλώρη μας τρυπούσε το σκοτάδι. Μόλις άρχιζε να χαράζει αυξήσαμε την ταχύτητά μας και πιάσαμε τους 23 κόμβους. Το φουσκωτό γλιστρούσε στη γυάλινη επιφάνεια της θάλασσας σε ένα... σχεδόν εξωπραγματικό τοπίο, που συνέθεταν η απόλυτη άπνοια, η υγρασία και ο χαμηλός φωτισμός. Για περισσότερο από δύο ώρες βιώναμε αυτήν την ξεχωριστή εμπειρία καλύπτοντας μια απόσταση 45 ναυτικών μιλίων, ώσπου ο ήλιος άρχισε να αναδύεται πίσω από τους ορεινούς όγκους της Ιταλίας. Βρισκόμασταν ανοιχτά από τον κόλπο του Πολύκαστρου και απολαμβάναμε για δεύτερη συνεχή μέρα την ανατολή του ήλιου εν πλω, ταξιδεύοντας σε μια κατακόκκινη θάλασσα.

 

Στη νησίδα Stromboli

Είχε πάει οκτώμιση η ώρα και θέλαμε ακόμα 40 μίλια για το Stromboli. Η απόσταση ήταν αρκετή, ο ορεινός όμως όγκος του νησιού άρχισε να διακρίνεται στον ορίζοντα. Το Stromboli είναι το βορειοανατολικότερο από τα Αιόλια νησιά και το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο που «καπνίζει» αδιάκοπα εδώ και πολλούς αιώνες. Γι' αυτό άλλωστε είναι γνωστό και ως «ο Φάρος της Τυρρηνικής». Τα αραιά σύννεφα αντικατοπτρίζονταν στην αρυτίδωτη θάλασσα, χαρίζοντάς μας ένα απίθανο θέαμα καθώς η ίσαλος χάραζε την επιφάνειά της με ταχύτητα 33 κόμβων. Αν και στο παρελθόν είχαμε επισκεφθεί το Stromboli με το εξάμετρο τότε Mostro, η απίστευτη μπουνάτσα μάς προκαλούσε για μια δεύτερη περιήγηση.

Η όψη του Stromboli από μακριά μοιάζει με έναν μεγάλο κρατήρα που, με φαρδιά βάση, αναδύεται μέσα από τη θάλασσα. Πλησιάσαμε στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, εκεί όπου δεσπόζει η κατάμαυρη και σχεδόν αμμώδης πλαγιά που χάνεται μέσα στα βαθιά, σκουρόχρωμα νερά. Σταθήκαμε για αρκετή ώρα να παρατηρούμε την κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται ο ενεργός κρατήρας που συνεχίζει να βγάζει καπνούς, στεφανώνοντας ολόκληρο το νησί. Κάθε λίγο, μικρές πέτρες που εκσφεδονίζονταν από το ηφαίστειο κατηφόριζαν στην κατάμαυρη πλαγιά, αφήνοντας ένα συνεχές ίχνος καπνού στο κατρακύλισμά τους.

Περιπλέαμε πολύ κοντά στη βορειοανατολική ακτή, όπου σχηματίζονται πολλές και μικρές παραλίες στρωμένες με μαύρη άμμο. Ακριβώς από πάνω, στα πλατώματα των ηφαιστειακών βράχων, είναι χτισμένα τα λευκά σπιτάκια που έχουν έντονα τα κυκλαδίτικα χαρακτηριστικά. Γυρίσαμε το βορειοανατολικό άκρο του Stromboli, όπου βρίσκονται αγκυροβολημένα αρόδου πολλά σκάφη, μιας και δεν υπάρχει λιμάνι στο νησί. Από εδώ ξεκινά και η μεγάλη μαύρη αμμουδιά που φτάνει μέχρι τον μικρό μόλο όπου βρίσκεται και το βενζινάδικο.

Πίσω από αυτήν την αμμουδιά όπου τραβούν τις βάρκες τους οι ντόπιοι, βρίσκεται και ο κυρίως οικισμός του νησιού, με το καμπαναριό της εκκλησίας San Vincenzo να ξεχωρίζει ανάμεσα στα ολόλευκα σπιτάκια. Αφού βάλαμε καύσιμα, επισκεφθήκαμε τον βράχο Strombolicchio που βρίσκεται ένα μίλι βορειοανατολικά από το Stromboli. Ο βράχος αυτός ορθώνεται σε ύψος αρκετών δεκάδων μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πόλους έλξης για τους επισκέπτες του αρχιπελάγους.

 

Στην τελική ευθεία

Η θάλασσα συνέχιζε να μοιάζει με λίμνη, και έπειτα από αυτήν τη σύντομη περιπλάνησή μας στο Stromboli η πλώρη μας ξαναμπήκε στην πορεία της, σημαδεύοντας το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, στα 38 ναυτικά μίλια πιο κάτω. Κι ενώ ολόκληρη η Τυρρηνική θάλασσα ήταν σε λήθαργο, το στενό έβραζε από το κακό του.

Μέσα σε λίγη ώρα διασχίσαμε το στενό και σύντομα βγήκαμε από τα σωθικά του. Η πλώρη μας στράφηκε προς τη δύση και η θάλασσα ξανάμοιαζε με λίμνη μέχρι το Capo Spartivento. Καβατζάροντας τον κάβο, πήραμε πορεία προς τον γρέγο σημαδεύοντας τη Roccella Ionica. Αν και είχαμε ακόμα αρκετές ώρες μπροστά μας, προτιμήσαμε να περάσουμε εδώ το βράδυ μας, μιας και η Roccella Ionica αποτελεί το πιο όμορφο σημείο διανυκτέρευσης στην ευρύτερη περιοχή.
Είχαμε διανύσει ακόμα 224 ναυτικά μίλια και ετοιμαζόμασταν για τον διάπλου του Ιονίου, που ήταν και το τελευταίο σκέλος της επιστροφής μας. Αποφασίσαμε να μην ανέβουμε έως τον Κρότωνα και να πάρουμε πορεία 67 μοιρών, απευθείας για την Πλαταριά στα 192 ναυτικά μίλια. Έτσι, θα αποφεύγαμε και το ορτσάρισμα στον κόλπο του Squillace, ο οποίος συχνά βγάζει πολύ σκληρές θάλασσες.

Η ανατολή της επόμενης μέρας μάς βρήκε να κοιμόμαστε στη μικρή καμπίνα. Η συσσωρευμένη κούραση δεν μας επέτρεψε να σηκωθούμε πριν το χάραμα και έτσι βγαίναμε κατά τις επτά η ώρα από την μπούκα της μαρίνας.

Η θάλασσα για τρίτη συνεχόμενη μέρα ήταν ασάλευτη και όλα έδειχναν πως θα είχαμε ένα ακόμα απολαυστικό ταξίδι. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τις ιταλικές ακτές και ολόκληρο το Ιόνιο έμοιαζε με μια απέραντη λίμνη.

Παραδομένοι στο μεγαλείο του απέραντου γαλάζιου, οι σκέψεις μας ταξίδευαν στα μαγευτικά μέρη που επισκεφθήκαμε και μόνο κάθε μία ώρα σηκωνόμασταν για να σημειώσουμε το στίγμα μας στο ημερολόγιο του σκάφους. Η θάλασσα μάς χάριζε υπέροχη πλεύση και έπειτα από επτά ώρες μπαίναμε στον όρμο της Πλαταριάς, συμπληρώνοντας 650 ναυτικά μίλια μέσα σε τρεις μέρες.

Συνολικά, στο ταξίδι μας αυτό προς την Κορσική καλύψαμε περισσότερα από 2.000 ναυτικά μίλια, μέσα σε είκοσι περίπου μέρες. Μπορεί να ήμασταν κουρασμένοι, όμως η χαρά του ταξιδιού και η ευτυχία που νιώθαμε υπερκάλυπταν την εξάντλησή μας και μόνο τα χαμόγελα και μια βαθιά ικανοποίηση διακρίνονταν στα ηλιοκαμμένα πρόσωπά μας...

...keep Ribbing!                

With a south-easterly course … just before the return
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Περισσότερα