Lipsi Island
Lipsi Island
Chios island
Lipsi Island
Lipsi Island
Chios island
By Thomas P.

Ο δυνατός αέρας ήταν ο μόνιμος σύντροφός μας,
που έκανε ακόμα πιο έντονη και άγρια την ερημιά αυτού του τόπου.
Σαν να βρισκόμασταν σε έναν άλλο κόσμο,
κάπου στην άκρη της γης.
Πέρα στο πέλαγος,
χωρίς καμιά επαφή με κανέναν και τίποτα...

Αφήσαμε πίσω μας τους Λειψούς και μπήκαμε σε πορεία διακοσίων δέκα μοιρών. Είκοσι ένα μίλια μπροστά από την πλώρη μας βρισκόταν ο ανατολικός κάβος ενός μικρού νησιού, που είχαμε αρκετά χρόνια να επισκεφθούμε. Τότε, ακόμα και αυτό το ίδιο του το όνομα, προκαλούσε την απορία και φάνταζε παντελώς άγνωστο. Τα τελευταία χρόνια, αν και άρχισε να ακούγεται κάπως, ανάμεσα σε σκαφοπαρέες κυρίως, εν τούτοις πολλοί λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν που ακριβώς βρίσκεται. Εξακολουθώντας να μοιάζει πολύ πιο απόμακρο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, και ας βρίσκεται καταμεσής του Αρχιπελάγους, μέσα στον δίαυλο που χωρίζει τις Κυκλάδες από τα Δωδεκάνησα. Γέφυρα σύνδεσης των δυο πιο διάσημων νησιωτικών συμπλεγμάτων μας, ανήκοντας μάλιστα στο δεύτερο, κι όμως τυγχάνει πλήρους μοναξιάς και απομόνωσης. Προικισμένο με ένα καταπληκτικό και εξαιρετικά μεγάλο φυσικό λιμάνι στη νότια πλευρά του, θα περίμενε κανείς λόγω της θέσης του στο ναυτικό χάρτη, να υποδέχεται πάρα πολλά σκάφη καθημερινά, σαν σταθμός έστω ανάπαυλας στο πέρασμα από τις Κυκλάδες για τα Δωδεκάνησα και το αντίστροφο. Το απόλυτα ασφαλές όμως λιμάνι του, συχνά μοιάζει με μια απάνεμη παγίδα όπου μπορεί να εγκλωβιστούμε για μέρες, περιμένοντας τον καιρό να καταλαγιάσει.

Τα Λέβιθα λοιπόν, μοιάζουν να έχουν τις δικές τους ξεχωριστές μετεωρολογικές σταθερές. Μην ξεγελιόμαστε αν κατεβαίνουμε από την Πάτμο χωρίς καθόλου μελτέμι. Μπορεί ως τα μισά για Λέβιθα να είναι μπουνάτσα, και όσο πλησιάζουμε να έχει μαΐστρο που φτάνει τα πέντε μποφόρ. Και δεν είναι μόνο αυτό. Τα Λέβιθα παρουσιάζουν δυο πρόσωπα. Ένα καλό, που βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του, και ένα πολύ κακό, που βρίσκεται στις δυτικές ακτές και όσο προχωρούμε προς τις Κυκλάδες γίνεται ακόμα χειρότερο. Άλλος Θεός εξουσιάζει τον ανατολικό κάβο του νησιού, και άλλος τον δυτικό. Αν στον ανατολικό κάβο τον έχει πεντάρη, είναι βέβαιο ότι στον δυτικό κάβο εξαρίζει και πιθανόν να τον κάνει εφτάρη. Και μιλάμε για μια απόσταση μόλις τεσσάρων ναυτικών μιλίων. Τότε, το μπουγάζι Κίναρου Αμοργού, βγάζει πολύ σκληρές θάλασσες, αποτελώντας ένα από τα χειρότερα περάσματα του Αιγαίου, που μπορεί να μετατρέψει το ταξίδι μας σε μια μικρή Οδύσσεια.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μας κόπηκε η ανάσα περνώντας ανατολικά της Αμοργού, νοιώθοντας στο πετσί μας όλη τη μανία του Ικάριου που ξεσπά σε τούτη εδώ τη θάλασσα.

«Aν είναι καθαρό μελτέμι, γρεγαλίζει από το πρωί και σιγά σιγά τον εφέρνει γρεγοτραμουντάνα», μας επισημαίνει πολύ χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Καμπόσος, που δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά από θάλασσα, και συνεχίζει:
«πολλές φορές όμως, τον έχει μαΐστρο από το πρωί. Συνήθως το απόγευμα τον καργάρει και τον κρατά φορτωμένο για Αμοργό. Μόνο το πρωί, πριν αρχίσει να μαιστραλίζει, μπορούμε να ταξιδέψουμε για Αμοργό. Κοντά στις ανατολικές ακτές της, έχει τέτοιο αντιμάμαλο που χορεύει ολάκερη η θάλασσα δεξιά κι αριστερά.
Τα βουνά της Αμοργού χύνουν το διάολό τους!
Γι' αυτό πρέπει να περνάμε δυο με τρία μίλια ανοιχτά από τον ανατολικό κάβο του νησιού»
.
Ίσως η δύσκολη και συχνά αδύνατη προσπέλαση προς τα Δωδεκάνησα ή τις Κυκλάδες, να είναι ο κυριότερος λόγος της περιορισμένης, για τη θέση του νησιού, προσέγγισης σκαφών αναψυχής. Τη στιγμή μάλιστα που το πέρασμα από τις Κυκλάδες για τα Δωδεκάνησα, μπορεί να γίνει πιο ανώδυνα από την Τήνο ή τη Μύκονο, περνώντας στα νότια της Ικαρίας και από εκεί κατηφορίζοντας να φτάσουμε στον προορισμό μας εύκολα, αφού τα νησιά είναι απλωμένα στη σειρά και οι αποστάσεις μεταξύ τους πολύ μικρές. Όσον αφορά την επιστροφή μας, ανεβαίνοντας μέσα από την εσωτερική θάλασσα Δωδεκανήσων – παραλίων Τουρκίας, όπου ο καιρός είναι ένα με δύο μποφόρ λιγότερος από ότι στον διαχωριστικό δίαυλο των δυο κυριότερων νησιωτικών μας συμπλεγμάτων, είναι προτιμότερο να ψηλώσουμε ως τα νότια της Ικαρίας και από εκεί, έχοντας τον καιρό στη μπάντα, να περάσουμε ευκολότερα στη Μύκονο.
Αν λοιπόν προγραμματίζουμε να περάσουμε από τα Λέβιθα, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μεταφράζουμε σωστά τις μετεωρολογικές προγνώσεις.

Προσεγγίζοντας στο νησί

Στη δική μας πορεία από τους Λειψούς για τα Λέβιθα, ενώ μέχρι τα μισά της διαδρομής επικρατούσε πλήρης άπνοια, από εκεί και πέρα ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν υπολογίσιμο πεντάρη, που μας δυσκόλεψε αρκετά να προσεγγίσουμε στο Φανάρι, το ανατολικό άκρο του νησιού.
Μόλις καβατζάραμε, όλα ήταν διαφορετικά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και μας επέτρεψε να πλησιάσουμε τον φάρο από το νοτιά πλέον, για να παρατηρήσουμε τις σωριασμένες πέτρες από το μισογκρεμισμένο κτίσμα που υπάρχει ακριβώς μπροστά του. Κάποτε φιλοξενούσε τον φαροφύλακα που τον συντηρούσε και τον άναβε κάθε βράδυ.

Πλέοντας πολύ κοντά στις νότιες ακτές, με κατεύθυνση προς το φυσικό λιμάνι που βρίσκεται στη μέση περίπου του νησιού, περάσαμε πλάι από μια στενή βάλα με μια μικρή παραλία στο μυχό της, στρωμένη με μεγάλες πέτρες.

Από εδώ και πέρα, το τοπίο αλλάζει και γίνεται πιο επιβλητικό. Ο ορεινός όγκος του νησιού σηκώνεται ψηλότερα ενώ πιο χαμηλά, τα βράχια γίνονται απόκρημνα, και πέφτοντας κατακόρυφα στη θάλασσα σχηματίζουν εντυπωσιακές κάθετες σχισμές. Σε λιγότερο από δυο μίλια από το Φανάρι, βρίσκεται η είσοδος του μεγάλου όρμου, που αγγίζει τα οκτακόσια μέτρα πλάτος. Στο εσωτερικό του, σχηματίζονται δυο κυρίως στενόμακροι ορμίσκοι. Ο ένας προχωρά προς τα ανατολικά, στενεύοντας πολύ στην κατάληξή του, και φιλοξενεί το μικρό λιμανάκι, ενώ ο άλλος που είναι και φαρδύτερος, προχωρά προς τα δυτικά.
Μπαίνοντας μέσα στον όρμο, η μνήμη μου σχεδόν αυτόματα, με πήγε αρκετά χρόνια πίσω. Τότε που ο ενθουσιασμός παράβγαινε συχνά της λογικής μας, και με ένα μικρότερο φουσκωτό, με τον ήλιο να γέρνει προς τη δύση του στην αριστερή μας μπάντα, ξεκινούσαμε από την Οφιδούσα, το νησάκι που βρίσκεται δυτικά της Αστροπαλιάς. Με τον καιρό πότε νά΄ρχεται κατάπλωρα και πότε στην αριστερή μας μάσκα, κάναμε δυο ώρες να καλύψουμε τα τριάντα μίλια ως τα Λέβιθα. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο, νύχτα πια και χωρίς GPS, αφού τότε δεν υπήρχαν, με τα φακουδάκια που χρησιμοποιούσαμε για ψαροτούφεκο ψάχναμε στη δυτική πλευρά του κόλπου, κάποιο σημείο για να δέσουμε. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, κατασκηνώσαμε πάνω στα βράχια, στερεώνοντας πολύ καλά τις σκηνές μας για να μην τις πετάξει στη θάλασσα ο δυνατός βοριάς.

Στο μικρό ντοκάκι

Αυτή τη φορά, κατευθυνθήκαμε στον ανατολικό ορμίσκο και δέσαμε στο μικρό τσιμεντένιο μόλο. Στα ρεμέντζα που έχουν φτιάξει ο Δημήτρης και οι γιοί του, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος να ξεσύρουν τα σκάφη όταν φυσά με μανία ο μαΐστρος, ήταν δεμένα αρόδου αρκετά ιστιοπλοϊκά.

Μας υποδέχθηκε μια σιδερένια πινακίδα που έγραφε: TAVERNA LEVITHA, και μια άλλη ξύλινη που ήταν γερμένη πάνω στους θάμνους, που έλεγε: «μην αφήνετε τα σκουπίδια σας στο νησί». Πήραμε το φαρδύ μονοπάτι που ξεκινά από το μόλο και προχωρούσαμε προς την ταβέρνα, που βρίσκεται λίγο παραπάνω. Κάπου στα μισά της διαδρομής, συναντήσαμε τον Δημήτρη Καμπόσο. Τον καλημερίσαμε και συνεχίσαμε παρέα προς τον «μικροσκοπικό οικισμό», που έχει δημιουργήσει με πολύ κόπο μαζί με τα παιδιά του. Μας κέρασε καφεδάκι, που τον έψησε η γυναίκα του η κυρά Ειρήνη, και κάτω από τη σκιά της καλαμωτής, πιάσαμε την κουβέντα.

Τα Λέβιθα, όπως μας είπε, κατοικούνται εδώ και τριακόσια χρόνια από την οικογένεια Καμπόσου. Στο μικρό αυτό οροπέδιο, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ταβερνάκι και είναι το μοναδικό στο νησί, σπέρνανε παλιά τα σιτάρια και αλωνίζανε στο μικρό πέτρινο αλώνι. Τώρα, ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία.

Διατηρώντας τη μεγαλύτερη παραδοσιακή κτηνοτροφική μονάδα από όλα τα γύρω νησιά, που αριθμεί 600 κατσίκια και πρόβατα, παράγουν τυρί και μυζήθρα που είναι και οι σημαντικότεροι πόροι επιβίωσής τους. Το καλοκαίρι λειτουργούν το ταβερνάκι, και συμπληρώνουν το εισόδημά τους. Η κυρά Ειρήνη είναι στην κουζίνα, ο Δημήτρης στην ψησταριά και τα τρία αγόρια τους, υποδέχονται και σερβίρουν τους επισκέπτες. Ο Σταύρος, ο Τάσος και ο Μανώλης. Αυτοί είναι όλοι κι όλοι και οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού. Το τέταρτο παιδί τους, η Μαρία, ζει πλέον μόνιμα στην Πάτμο όπου έφτιαξε την οικογένειά της, και επισκέπτεται τα καλοκαίρια και τις γιορτές το νησί της. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συζύγους του Σταύρου και του Τάσου, οι οποίες το χειμώνα βρίσκονται στην Πάτμο για τις ανάγκες των μικρών παιδιών τους.
Το τρεχαντήρι της οικογένειας, είναι και το επιδοτούμενο καραβάκι της γραμμής Λέβιθα Πάτμου, με έδρα τα Λέβιθα. Με αυτό γίνεται ο ανεφοδιασμός σε λάδια, ψωμιά, ζυμαρικά, λαχανικά και καύσιμα. Αυτό το δωδεκάμετρο σκαρί, είναι και το μοναδικό μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.

«Το χειμώνα, όταν λείπει το καίκι, νοιώθουμε ένα μεγάλο κενό. Είναι κομμάτι της οικογενείας», μας λέει φανερά συγκινημένη η Μαρία.
Με τηλέφωνο που ευτυχώς υπάρχει από το ‘70, με ρεύμα που τους παρέχει μια μεγάλη γεννήτρια και οι ηλιακές εγκαταστάσεις, και με μια δεξαμενή νερού, χωρητικότητας διακοσίων κυβικών, που φροντίζει να τη γεμίζει η υδροφόρα που έρχεται δυο φορές το χρόνο, εξασφαλίζονται οι βασικές τουλάχιστο προϋποθέσεις για να μπορέσει να υπάρξει ζωή στο νησί.

Από εκεί και πέρα όμως, χρειάζονται και άλλα πράγματα να γίνουν για να μπορέσει να σταθεί αυτή η μικρή κοινωνία στο νησί, ώστε να μην αναγκαστεί κάποια στιγμή να το εγκαταλείψει. Βέβαια, ενέργειες όπως αυτή κάποιων κρατικών ανευθύνων να κόψουν κάποια στιγμή την επιδότηση του τρεχαντηριού, που εκτελεί το δρομολόγιο Λέβιθα Πάτμου μια φορά την εβδομάδα, αποκόπτοντας ουσιαστικά τα Λέβιθα από τον υπόλοιπο κόσμο, αγανακτούν τους λιγοστούς κατοίκους της μικρής αυτής νησίδας και τους ωθούν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.

«ζυμωθήκαμε από μωρά και τα τρία παιδιά στο νησί. Αν και όλοι μας βγάλαμε το λύκειο στην Πάτμο, αποφασίσαμε συνειδητά να μείνουμε στον τόπο μας», θα μας πει ο Σταύρος, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας.
Είναι αλήθεια, πως όλοι τους δείχνουν να έχουν συμβιβαστεί με τη μοναξιά τους. Την απολαμβάνουν πραγματικά και δεν την αλλάζουν με τίποτα, αν και κάποιες φορές γίνεται πολύ σκληρή.

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι, σαν να γνωριζόμασταν από παλιά, κουβεντιάζοντας για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα το χειμώνα. Άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και φιλικοί, χωρίς να έχει επηρεαστεί η συμπεριφορά τους από την «απομόνωσή τους» πάνω σε μια κουκίδα γης, γεγονός που δείχνει μια θαυμαστή ωριμότητα και μια φιλοσοφημένη στάση ζωής, απαραίτητα στοιχεία που τους οδήγησαν να παραμείνουν συνειδητά στον τόπο τους.

Στο Γεράνι και το Κάστρο

Το απόγευμα, κατεβήκαμε στο μικρό μόλο και λύσαμε το φουσκωτό. Θέλαμε να διανυκτερεύσουμε στο Γεράνι. Τον διπλανό στενό ορμίσκο, με τα καθαρά γαλαζοπράσινα νερά, που προστατεύει καλύτερα από τις ριπές του μαΐστρου. Στο μυχό του υπάρχει μια μικρή παραλία που είναι στρωμένη με βότσαλα, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα συναντούμε το μικρό πηγάδι που τροφοδοτεί με ένα μόλις, αλλά τόσο πολύτιμο, κυβικό νερού την ημέρα τον μικρό «οικισμό». Δέσαμε στο ντοκάκι των δυο τετραγωνικών μέτρων που υπάρχει στην ανατολική πλευρά του ορμίσκου. Από εδώ, μπορούμε να φτάσουμε συντομότερα στο ταβερνάκι, ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι που τρέχει παράλληλα με την ξερολιθιά.

Η ώρα είχε προχωρήσει, και με την αφόρητη ζέστη να υποχωρεί αισθητά, ανηφορίζαμε στη δυτική πλαγιά του όρμου του Γερανιού. Είχαμε σκοπό να επισκεφθούμε το Κάστρο που βρίσκεται στην κορυφή της, αλλά και να θαυμάσουμε τη θέα από ψηλά. Προχωρούσαμε πάνω στις πέτρες, προσπαθώντας να ακολουθούμε το κακοτράχαλο και συχνά δυσδιάκριτο μονοπάτι. Όσο πλησιάζαμε στην κορυφή τόσο η αδρεναλίνη μας ανέβαινε. Κάστρο όμως δεν βλέπαμε πουθενά. Κάποια στιγμή, διακρίναμε μερικές πελώριες και άριστα πελεκημένες πέτρες, τοποθετημένες σε τρεις τέσσερις σειρές η μια πάνω στην άλλη, που φανέρωναν την ύπαρξη ενός πολύ παλιού τείχους. Είναι ότι απέμεινε για να μας θυμίζει την παρουσία του Κάστρου. Πίσω από τα ερείπια, απλώνεται ένα μικρό πλάτωμα από όπου η θέα είναι μαγευτική.

Από την ανατολική πλευρά του πλατώματος, διακρίνονται τα λευκά κυβόσχημα σπιτάκια της οικογένειας Καμπόσου, οι αποθήκες, το τυροκομείο, το εκκλησάκι της Παναγιάς και η μεγάλη δεξαμενή του νερού. Μπροστά από τα σπιτάκια, βρίσκεται ένα μικρό «δασάκι» από φραγκοσυκιές, περιφραγμένο με χαμηλή ξερολιθιά. Λέγεται πως τα φραγκόσυκα που κάνουν είναι τα καλύτερα των Δωδεκανήσων. Πιο πέρα, απλώνεται σαν μια μεγάλη πεδιάδα, το μοναδικό οροπέδιο του νησιού, που αποτελεί και το στενότερο σημείο του.

Στα βόρεια, διακρίνεται καθαρά ο Γλαρόλαιμος, μια λεπτή λωρίδα στεριάς που εισέρχεται στη θάλασσα και στρέφει ανατολικά, δημιουργώντας ένα ασφαλές αγκυροβόλιο, μόνον όμως στους δυτικούς ανέμους.
Στα δυτικά, βρίσκεται ο δεύτερος ψηλότερος λόφος του νησιού, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ένα παλιό ιταλικό φυλάκιο.
Το θέαμα γίνεται συγκλονιστικότερο, όταν στρέψουμε το βλέμμα μας προς το νοτιά. Προχωρήσαμε λίγα βήματα και καθίσαμε στην άκρη των βράχων, που μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό. Κάτω ακριβώς από τα πόδια μας, απλώνεται ο μεγάλος κόλπος του νησιού και ο στενόμακρος ορμίσκος που βρίσκεται το λιμανάκι του. Στο βάθος, το βαθυγάλαζο πέλαγος και η θολή γραμμή του ορίζοντα, όπου μοιάζει να ακουμπά ο καθαρός ουρανός.
Βγάλαμε κάτι πρόχειρες προμήθειες από το σακίδιό μας, και αφουγκραζόμενοι την ανείπωτη και γαλήνια ευδαιμονία των εικόνων που αντικρίζαμε, περιμέναμε το ηλιοβασίλεμα.
Μείναμε εκεί, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει, οπότε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Νύχτα πια, φτάσαμε στο ταβερνάκι. Τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα με παρέες διαφόρων εθνικοτήτων, που τα γέλια και οι φωνές τους ζωντάνευαν τον απόμερο αυτόν τόπο. Φορώντας τα καλά τους ρούχα, βγήκαν από τα σκάφη τους για τη βραδινή τους βόλτα. Όλοι έμοιαζαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι στο μικρό ταβερνάκι, που πλάι στα λευκά σπιτάκια, έμοιαζε με μικρή λιθόστρωτη κεντρική πλατεία κάποιου χωριού. Μια γοητευτική γειτονιά, κάτω από το λιγοστό φωτισμό της καλαμωτής, μέσα στην ερημιά του Αιγαίου.

Η αρχική μας πρόθεση να αφιερώσουμε ακόμα δυο μέρες στα Λέβιθα έμεινε στα χαρτιά, αφού η θάλασσα είχε διαφορετικά σχέδια. Ο καιρός για το επόμενο τριήμερο προβλεπόταν άσχημος. Ανεβήκαμε για το πρωινό μας καφεδάκι στο ταβερνάκι και χαιρετήσαμε τους φίλους μας. Ο Δημήτρης μας συνόδεψε μέχρι το φουσκωτό. Κατηφορίζοντας το μονοπάτι, του είπα πως παλιότερα που είχα πρωτοέρθει στα Λέβιθα, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η απουσία ψαριών στον κατά τα άλλα εκπληκτικό βυθό του νησιού.
«η θάλασσα πάει κατά διαόλου. Τα συρόμενα εργαλεία είναι η καταστροφή της. Σκοτώνουν όλο το γόνο και τα αυγά», μου απάντησε και καθώς μονολογούσε, σήκωσε το βλέμμα του και γεμάτος αγανάκτηση τά ‘χε βάλει με τους Καλύμνιους. Έσκυψε, έλυσε τους κάβους και τους πέταξε στο φουσκωτό. Σηκώνοντας τα χέρια για να μας χαιρετήσει, ενώ απομακρυνόμασταν σιγά σιγά, φώναξε:
«οι Καλύμνιοι είναι σκέτη φυλοξέρα. Καλό ταξίδι, και να μας ξανάρθετε».

...keep Ribbing!

Levitha Island
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Read more