Chios island
Tilos Island
Chios island
Tilos Island
By Thomas P.

Η Νίσυρος έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και την ίδια όψη με τα νησιά του συμπλέγματος των Αιολίδων νήσων της Τυρρηνικής θάλασσας. Έχεις έντονη την αίσθηση, πως λίγο πιο πέρα θα συναντήσεις το Λίπαρι, το Βολκάνο ή το Στρόμπολι. Λες και κάποιο αόρατο χέρι, απέσπασε τη Νίσυρο από τις Αιολίδες νήσους και την πέταξε ανατολικά, κάπου στην άκρη του Αιγαίου.

Kατά έναν περίεργο τρόπο, πάντοτε την προσπερνούσαμε βιαστικά ή στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούσαμε το μικρό και συμπαθητικό λιμανάκι της, ως σταθμό ξεκούρασης και διανυκτέρευσης, σε κάθε πέρασμά μας από τα Δωδεκάνησα. Έλλειπε αν θέλετε, εκείνο το γνωστό ερέθισμα που σε σπρώχνει να επισκεφθείς έναν τόπο.
Ίσως, επειδή δύσκολα θα ακούσεις κάτι γι αυτήν ή ακόμα πιο σπάνια θα τύχει να την έχει επισκεφθεί κάποιος φίλος, ώστε να σου μεταφέρει μερικές εικόνες του νησιού. Μόνο και μόνο γι αυτό, πως δηλαδή η Τήλος παραμένει ακόμα και σήμερα ανεξερεύνητη, κρατώντας πολύ καλά κρυμμένα τα μυστικά της, με έκανε αυτή τη φορά να τη θέσω ως πρώτη προτεραιότητα σ΄ αυτήν την περιπλάνησή μας στα Δωδεκάνησα.
Και βέβαια, η έκπληξή μας ήταν μεγάλη καθώς δεν περιμέναμε σε καμιά περίπτωση να μας εντυπωσιάσει σε τέτοιο βαθμό. Πραγματικά, είναι ένα πανέμορφο νησί με εξαιρετικές παραλίες, που παραμένουν ερημικές ακόμα και μεσούσης της θερινής περιόδου, ενώ είναι ιδανικές και για διανυκτέρευση αφού προστατεύονται πολύ καλά μέσα σε βαθείς απάνεμους όρμους. Αν και τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν το νησί, η Τήλος εξακολουθεί να μένει μακριά από τον μαζικό τουρισμό, αποτελώντας ένα από τα λιγοστά πλέον νησιά του Αιγαίου, που παραμένουν ανέγγιχτα και ανόθευτα. Μοιάζει δηλαδή, να διατηρεί τους καθημερινούς του ρυθμούς αναλλοίωτους, χωρίς την ανάπτυξη «τουριστάδικων» υποδομών και νοοτροπιών, επιτρέποντάς μας έτσι, να γνωρίσουμε τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων του, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρίσματα του νησιού, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα.

Στα Λιβάδια

Πολύ σπάνια θα ακούσουμε κάποιο σκάφος να διαταράσσει την απόλυτη γαλήνη του όρμου όπου έχουμε αγκυροβολήσει, και ακόμα πιο σπάνια θα βρεθούμε δίπλα δίπλα με κάποιο άλλο σκάφος, την ίδια στιγμή που στα περισσότερα νησιά των Δωδεκανήσων συγκεντρώνονται πλέον ολόκληροι στόλοι σκαφών αναψυχής. Ακόμη και μέσα στο λιμάνι των Λιβαδιών, υπάρχουν πολύ λίγα σκάφη αγκυροβολημένα, έχοντας έτσι την πολυτέλεια να επιλέγουμε τη βολικότερη θέση για να δέσουμε.

Τη Νίσυρο την ανακάλυψα εντελώς τυχαία πριν από πολλά χρόνια, αρκετά πριν ενταχθώ στην κατηγορία των «φουσκοτοπαθών». Ήταν τότε, που παθιασμένοι με το υποβρύχιο ψάρεμα, ψάχναμε απόμερους τόπους που έμοιαζαν ονειρεμένοι ψαρότοποι στη φαντασία μας. Είχαμε πάρει λοιπόν το πλοίο της γραμμής για την Κω, και από τα Καρδάμαινα με ένα μικρό καραβάκι, βγήκαμε στη Νίσυρο. Βέβαια τότε, δεν δίναμε και πολύ μεγάλη σημασία σε ό,τι υπήρχε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά μας ένοιαζε περισσότερο ό,τι αφορούσε το βυθό της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τις στιγμές που βιώσαμε, όταν κάθε μέρα διασχίζαμε το νησί από το Μανδράκι ως το Αυλάκι, με ένα κακόμοιρο σκουριασμένο παπάκι που είχαμε νοικιάσει. Πριν ακόμα χαράξει, με τους εξοπλισμούς στους ώμους και με την εξάτμιση να τρυπά το σκοτάδι, το παπάκι αγκομαχούσε μέχρι να μας ανεβάσει ψηλά, ώσπου να αρχίσει η κατάβαση προς το Αυλάκι, όπου φτάναμε πριν καλά καλά ξημερώσει. Αφήναμε τους σάκους μας πάνω στον εγκατελειμένο ντόκο, και με τα αιχμηρά χαλίκια που εξείχαν να μας τρυπούν τα πόδια, λόγω της διάβρωσης του τσιμέντου από την αρμύρα, φορούσαμε γρήγορα γρήγορα τις καταδυτικές στολές μας. Μέχρι αργά το απόγευμα ήμασταν στο νερό και σχεδόν νύχτα, εξαντλημένοι και κατάκοποι επιστρέφαμε στο Μανδράκι. Ακολουθούσε ένα γρήγορο μπάνιο, η καθιερωμένη μας βόλτα στα στενά δρομάκια, και μετά το σύντομο πέρασμά μας από την Ηλικιωμένη, καταλήγαμε στη «Φάμπρικα» της Πάτυς και του Σάχμαν. Στο όμορφο αυτό ουζερί, περνάγαμε τα όμορφα βράδια μας, συντροφιά με καλή μουσική και τους αλησμόνητους μεζέδες των καλών μας φίλων.

Από τότε, επισκέφθηκα πολλές φορές τη Νίσυρο, πάντοτε όμως με το φουσκωτό μου. Κι ας ερχόμασταν αντιμέτωποι με τις απίστευτες θάλασσες ανατολικά της Αμοργού, κι ας νοιώθαμε στο πετσί μας την αρμύρα και τη μανία των Αστυπαλιώτικων καιρών. Με πήρε αρκετό καιρό για να καταλάβω, πως αυτό το νησί ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου.

Προσεγγίζοντας τη Νίσυρο, αυτή τη φορά μέσα σε ένα ασυνήθιστα ασάλευτο Αιγαίο, αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που τελικά με συγκινεί, όπως και πολλούς άλλωστε, σ΄αυτό το νησί. Χωρίς να διαθέτει αυτά που λίγο πολύ όλοι ψάχνουμε στις διακοπές μας, αμμουδιές με καταπράσινα νερά, εντυπωσιακά γραφικά χωριά ή υπήνεμους όρμους για διανυκτέρευση, όντας νησί αλίμενο, αφού κι αυτό ακόμα το λιμάνι της είναι ανασφαλές, καταφέρνει τελικά να σε γοητεύει και να σε καλεί ξανά και ξανά κοντά του. Κατά έναν περίεργο τρόπο, συγκεντρώνει μόνιμους και φανατικούς θαμώνες, που την επισκέπτονται σταθερά σχεδόν κάθε χρόνο. Ίσως η μυστηριακή γοητεία του ηφαιστείου που πλανάται παντού, η τουριστική ανάπτυξη που δεν έχει αγγίξει τούτο τον τόπο, η αφοπλιστική ηρεμία και γαλήνη που εισπράττεις σε κάθε σου βήμα, η μοναχικότητα των ορεινών χωριών της, με φανερά τα σημάδια εγκατάλειψης που σε αγγίζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή, ή ακόμα και η ξεχωριστή ποιότητα των ανθρώπων που την επισκέπτονται κάθε χρόνο, να είναι μερικά από τα θέλγητρα αυτού του τόπου. Έχω την εντύπωση πως δύσκολα θα το πρότεινα ως ταξιδιωτικό προορισμό, γιατί είναι ένα νησί που δεν απευθύνεται στους πολλούς. Δεν έχει αν θέλετε. εκείνα τα χειροπιαστά χαρακτηριστικά, που θα προσελκύσουν τον απλό τουρίστα. Όπως και νά χει όμως, είναι γεγονός πως είναι ένα εντελώς ξεχωριστό νησί του Αιγαίου, που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Αυτό και μόνο, αποτελεί έναν σημαντικό λόγο για να το επισκεφθούμε.

Στη Νίσυρο υπάρχουν δυο παραθαλάσσιοι οικισμοί που βρίσκονται στις βορινές ακτές. Το Μανδράκι στα δυτικά, που είναι η πρωτεύουσα και η καρδιά του νησιού, και το μικρό χωριό των Πάλων στα ανατολικά. Στην ενδοχώρα συναντούμε δυο πολύ μικρά ορεινά χωριά, τον Εμπορειό και τα Νικιά, χτισμένα στις κορυφές των ψηλών λόφων που κυκλώνουν το ηφαίστειο.
Όλα τα χωριά βρίσκονται σε πολύ κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους, ώστε μπορούμε να τα επισκεφθούμε άνετα μέσα σε μια μέρα. Για να τα γνωρίσουμε όμως, αλλά και για να γευτούμε την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα αυτού του νησιού, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο χρόνο. Και βέβαια, μην ξεχνάμε το περίφημο ηφαίστειο, που έχει κάνει διάσημη τη Νίσυρο σε όλο τον κόσμο, και στο οποίο οφείλονται πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του νησιού.

Στο Μανδράκι

Με το γνωστό ενοχλητικό αντιμάμαλο του λιμανιού να μας ταλαιπωρεί, δέσαμε προσωρινά πλάι σε μια ψαρόβαρκα, και βγήκαμε για την συνηθισμένη μας βόλτα στο Μανδράκι. Ο οικισμός ξεκινά από το λιμάνι και απλώνεται δυτικά, παράλληλα με τη θάλασσα. Ακολουθώντας τον κεντρικό παραλιακό δρόμο, που σε πολλά σημεία του υπάρχουν μαγαζάκια και ταβερνάκια πλάι στο κύμα, σε λίγα λεπτά θα οδηγηθούμε στη ρίζα του βράχου, πάνω στον οποίο δεσπόζουν τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου και το ολόλευκο, επιβλητικό μοναστήρι της Παναγιάς της Σπηλιανής, που είναι και η προστάτιδα του νησιού. Αν βρεθούμε στην κορυφή του βράχου την ώρα του ηλιοβασιλέματος, θα απολαύσουμε ένα μαγευτικό θέαμα τόσο προς το πέλαγος όσο και προς τα λευκά σπιτάκια του Μανδρακιού, με τις επίπεδες οροφές τους.
Πολλές γνήσιες νησιώτικες εικόνες ξετυλίγονται μπροστά μας, καθώς περπατάμε στα σοκάκια του οικισμού. Παραδοσιακά σπιτάκια, άλλα από τοπική ηφαιστειογενή πέτρα και άλλα ασβεστωμένα ή βαμένα με γήινους χρωματισμούς, με μπλε πορτοπαράθυρα και μικρά ολάνθιστα μπαλκόνια, δημιουργούν σε πολλά σημεία του οικισμού, αριστουργήματα αισθητικής και φαντασίας. Όσο προχωρούμε προς το εσωτερικό του χωριού, τόσο τα λιθόστρωτα σοκάκια στενεύουν, σε βαθμό που να χωρούν ίσα ίσα δυο άνθρωποι για να περάσουν. Όποιο στενάκι και να πάρουμε, κάποια στιγμή θα βγούμε στη διάσημη πλέον Ηλικιωμένη. Η «κυρία» αυτή λοιπόν, είναι μια μικρή και μακρόστενη πλατεία, όπου χτυπά η καρδιά του νησιού. Κάποτε, σημείο συγκέντρωσης των ηλικιωμένων του χωριού, κάτω από τη σκιά των μεγάλων δέντρων, σήμερα σημείο αναφοράς και συνάντησης για ντόπιους και επισκέπτες. Γεμάτη συνήθως με κόσμο, με τα τραπεζάκια από τα ταβερνάκια και τα καφενεία, να καταλαμβάνουν τον περιορισμένο χώρο της, αποτελεί το ζωντανότερο κομμάτι του Μανδρακιού.

Στους Πάλους

Επιστρέφοντας στο λιμάνι, το οποίο δεν μπορεί να μας εγγυηθεί μια όμορφη και ευχάριστη διανυκτέρευση, λύσαμε και κατευθυνθήκαμε στο μοναδικό ασφαλές λιμανάκι του νησιού, που βρίσκεται στους Πάλους, 1,5 μίλι ανατολικότερα από το Μανδράκι. Με την επέκταση μάλιστα του βορινού κυματοθραύστη και με τη δημιουργία νέας μπούκας στον ανατολικό λιμενοβραχίονα, προστατεύεται πολύ καλά πλέον, ακόμα και όταν πνέουν πολύ ισχυροί βορειοδυτικοί άνεμοι.

Τα τελευταία χρόνια, στο ευρύχωρο λιμανάκι των Πάλων βρίσκουν καταφύγιο όλο και περισσότερα σκάφη. Εξακολουθεί όμως να αποτελεί ένα μικρό και ήσυχο ψαροχώρι, με ένα καφενείο και δυο τρία ταβερνάκια πλάι στη θάλασσα με πολύ καλούς μεζέδες. Αν προνοήσουμε, μπορούμε να εξασφαλίσουμε κάποιο από τα λιγοστά ενοικιαζόμενα δωμάτια, που βρίσκονται λίγα βήματα πιο πέρα από το λιμάνι.
Ιδανικό αραξοβόλι για διανυκτέρευση στο σκάφος, που μπορεί θαυμάσια να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο για τις καθημερινές μας εξορμήσεις στο νησί. Με αφετηρία τους Πάλους, μπορούμε εύκολα να προσεγγίσουμε τις παραλίες του νησιού, καθώς και τις όμορφες ακτές στο κοντινό Γυαλί, ενώ έχουμε τη δυνατότητα να νοικιάσουμε κάποιο αυτοκίνητο ή μηχανάκι και να επισκεφθούμε τον Εμπορειό, τα Νικιά και το ηφαίστειο, ή να πραγματοποιούμε τις νυχτερινές εξόδους μας στο Μανδράκι.

Στον Εμπορειό και τα Νικιά

Από τους Πάλους και σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων, βρίσκεται ο Εμπορειός. Χτισμένος αμφιθεατρικά στην ανατολική πλαγιά του λόφου, αποτελεί το χωριό «φάντασμα», αφού πολύ λίγα είναι τα σπίτια που κατοικούνται πια. Έρημα και με φανερά τα σημάδια της εγκατάλειψης τα περισσότερα, συνεχίζουν όμως να εκπέμπουν μια γλυκιά γοητεία.
Ανηφορίζοντας το κεντρικό δρομάκι, προχωρώντας προς το βορινό άκρο του χωριού, η ερήμωσή του γίνεται ακόμα πιο αισθητή, δημιουργώντας μας ανάμικτα συναισθήματα. Σπάνια θα διασταυρωθούμε με κάποιον ντόπιο, αφού ελάχιστοι συνεχίζουν να μένουν εδώ, καθώς οι περισσότεροι ζουν μόνιμα πια στους Πάλους. Το μοναδικό σημείο που εξακολουθεί να δίνει ζωή στον τόπο είναι η μικρή πλατεία. Εδώ βρίσκεται και το «μπαλκόνι του Εμπορειού», όπως ονομάζεται το ιστορικό καφενεδάκι, με παραδοσιακή κουζίνα και όμορφη θέα προς την καλντέρα, που επιμένει να υποδέχεται τους επισκέπτες του καλοκαιριού. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, πλάι στο καφενεδάκι έχει ανοίξει και μια μικρή ταβέρνα, μετατρέποντας τη μικρή πλατεία σε βραδυνό στέκι, που μας επιφυλάσσει πολύ όμορφες στιγμές.

Τα τελευταία χρόνια, αρκετά παλιά σπίτια έχουν πουληθεί σε ξένους, οι οποίοι έχουν σκοπό να τα αναπαλαιώσουν, δίνοντας έτσι ξανά ζωντάνια στον Εμπορειό. Η υπέροχη θέα άλλωστε, τόσο προς το πέλαγος από τη μια μεριά όσο και προς το ηφαίστειο από την άλλη, αλλά και η υποβλητική γαλήνη του τόπου, αποτελούν πολύ σημαντικά θέλγητρα, που δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
Απέναντι από τον Εμπορειό προς το νότο, με την κοιλάδα των κρατήρων να παρεμβάλλεται ανάμεσά τους, βρίσκονται τα Νικιά. Το δεύτερο ορεινό χωριό του νησιού, και σίγουρα το πιο γραφικό. Σκαρφαλωμένο στη νότια πλευρά του βράχου, με απεριόριστη θέα προς το πέλαγος και τις απόκρημνες ακτές της Τήλου, που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από τη θάλασσα, λίγα μίλια πιο κάτω. Από τον μεγάλο τσιμεντοστρωμένο χώρο στάθμευσης, που βρίσκεται μπροστά από τα πρώτα σπίτια, ξεκινά τα φαρδύ κεντρικό μονοπάτι που διασχίζει το μικρό χωριό. Σε λίγα λεπτά, βρισκόμαστε στην περίφημη «Πόρτα», όπως είναι γνωστή η μικρή βοτσαλωτή πλατεία.

Μια από τις πιο όμορφες εικόνες που μπορούμε να αντικρίσουμε σε ελληνικό νησί, μια απολύτως γνήσια και πολύ γοητευτική νησιώτικη γειτονιά, με την κατάλευκη εκκλησιά των «Εισοδίων της Θεοτόκου» να δεσπόζει στο κέντρο της. Ένα καφενείο και ένα μικρό ταβερνάκι γύρω από το υπέροχο βοτσαλωτό της πλατείας, συμπληρώνουν ένα μάλλον θεατρικό σκηνικό, που θα το ζήλευε κάθε σκηνοθέτης. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα από την πλατεία, θα φτάσουμε στο χείλος του βράχου, από όπου η άμεση θέα προς τον κρατήρα «Στέφανο» είναι συγκλονιστική και πραγματικά κόβει την ανάσα. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά διαβήκαμε τα στενά σοκάκια του χωριού, και αυτό που μας άγγιξε πολύ έντονα ήταν η κατανυκτική γαλήνη που λες και μετουσιωνόταν σε διαδοχικές μαγικές εικόνες, με φόντο το εκτυφλωτικό λευκό των ασβεστωμένων σπιτιών.

Στην κοιλάδα των κρατήρων

Εκείνο βέβαια που θα μας μείνει πραγματικά αξέχαστο, είναι η επίσκεψή μας στην κοιλάδα των κρατήρων, που βρίσκεται ανάμεσα στα δυο ορεινά χωριά του νησιού. Πλησιάζοντας τον «Στέφανο», όπως ονομάζεται ο εντυπωσιακότερος από τους κρατήρες, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κοιλάδας, μας περιμένει ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Ασυνήθιστες εικόνες, που δεν συναντούμε πουθενά αλλού στη χώρα μας, συνιστούν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Μια τεράστια χοάνη, με το βάθος της να φτάνει τα τριάντα μέτρα περίπου, και τα λευκοκίτρινα χρώματα να κυριαρχούν στον πυθμένα της, μας κάνουν προς στιγμή να ξεχάσουμε πως βρισκόμαστε σε κάποιο ελληνικό νησί και μας παραπέμπουν σε κάποιον μακρινό σεληνιακό τόπο. Κατεβαίνοντας από το στενό μονοπάτι, μέσα στην σχεδόν αποπνιχτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η έντονη μυρωδιά από το θειάφι, πλησιάσαμε στις περίφημες «ξεφυσίστρες». Τις ποικιλόμορφες και ακανονίστου σχήματος και μεγέθους οπές που είναι διάσπαρτες στον πυθμένα του κρατήρα, συγκροτημένες σε μικρές νησίδες. Μέσα από αυτούς τους αλλόκοτους σχηματισμούς, αναδύονται συνεχώς ατμοί υδροθείου, ενώ ο έντονος κοχλασμός που ακούγεται από το βάθος των οπών, μας τονίζει πως το ηφαίστειο υπάρχει και είναι ακόμα ενεργό.

Στις παραλίες της Νισύρου

Ακόμα κι όταν αποφασίσουμε να περιπλεύσουμε τις ακτές της Νισύρου, των οποίων η συνολική ακτογραμμή δεν ξεπερνά τα 14 ναυτικά μίλια, θα αντικρίσουμε ασυνήθιστες εικόνες και μοναδικά γλυπτά που έχει δημιουργήσει η λάβα. Με το σκοτεινό χρώμα της θάλασσας να κυριαρχεί γύρω από το νησί, και με τους σκουρόχρωμους κάβους να αγκαλιάζουν τις λιγοστές παραλίες του, που είναι στρωμένες με μαύρη άμμο ή μαύρα ολοστρόγγυλα βότσαλα, γίνεται φανερά έκδηλος ο ηφαιστειογενής χαρακτήρας της Νισύρου.

Οι πιο πολυσύχναστες παραλίες, που τις προτιμούν ιδιαίτερα οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, βρίσκονται πλάι από τα λιμάνια των δυο παραθαλάσσιων οικισμών. Πίσω ακριβώς από τον λόφο όπου βρίσκεται η Παναγιά η Σπηλιανή, ξεκινά η μεγάλη παραλία «Χοχλάκοι». Όπως μαρτυρά και το όνομά της, είναι στρωμένη με μεγάλα βότσαλα, ολόμαυρα και γυαλιστερά, ιδιαίτερα στα σημεία της ακτής που βρέχονται μόνιμα από τη θάλασσα. Η δεύτερη πολυσύχναστη παραλία βρίσκεται έξω από το λιμάνι των Πάλων, και εκτείνεται για αρκετές εκατοντάδες μέτρα, αφήνοντας αρκετό ελεύθερο χώρο στους πολλούς επισκέπτες της, που όλοι μοιάζουν να απολαμβάνουν την όμορφη αμμουδιά της.

Καβατζάροντας το Κατσούνι, το βορειοανατολικότερο άκρο του νησιού, και σε απόσταση δυο ναυτικών μιλίων περίπου, βρίσκονται οι δυο πιο απομακρυσμένες παραλίες του νησιού. Η μεγάλη παραλία «Λιές», με ωραιότερο το νοτιότερό της τμήμα, εκεί που βρίσκεται και το εξαιρετικό ταβερνάκι «Όαση». Ένα μοναχικό και λιτό κτίσμα, με τον συμπαθητικό και μικρό υπαίθριο χώρο του, που αποτελεί μια απρόσμενη και πολύ ευχάριστη παρουσία μέσα στην ερημιά των ανατολικών ακτών.
Κάτω από τη σκιά της καλαμωτής, πραγματική όαση δροσιάς για τις παρέες που γεμίζουν τα λιγοστά τραπεζάκια, όπου τα διαδοχικά ουζάκια συνοδεύονται από γέλια και πειράγματα που διαταράσσουν ευχάριστα την απόλυτη γαλήνη του τόπου. Λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από το ταβερνάκι, ξεκινά το μονοπάτι, που σε δέκα λεπτά μας βγάζει στην ομορφότερη και δημοφιλέστερη ακτή του νησιού. Ανάμεσα σε δυο χαμηλούς κάβους, στη μέση περίπου της ανατολικής πλευράς του νησιού, απλώνεται η περίφημη Παχιά Άμμος. Στρωμένη με χοντρή μαύρη άμμο, που ανηφορίζει αρκετά απότομα από το σημείο που η θάλασσα γλύφει την ακτή, αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Φουνταρισμένοι αρόδου στη βορινή πλευρά της Παχιάς Άμμου, αφιερώνοντάς της ολόκληρη την τελευταία μέρα παραμονής μας στο νησί, απολαύσαμε για ακόμη μια φορά την εξαιρετική αυτή παραλία, μέχρι που η σκιά άρχισε να σκεπάζει τα πρώτα μέτρα της αμμουδιάς.

Στο Αυλάκι

Πλέοντας αρκετά κοντά στις απότομες και αφιλόξενες νοτιοανατολικές ακτές, δεν αργήσαμε να προσεγγίσουμε στο Αυλάκι, που βρίσκεται στα νότια του νησιού. Στο επίνειο, πριν από πολλά χρόνια των Νικιών, όπου είχαμε προγραμματίσει την τελευταία διανυκτέρευση, πριν την αναχώρησή μας για την Τήλο. Στο ερημωμένο και μικρό λιμανάκι, που μοιάζει με φάντασμα του παρελθόντος τώρα πια, ίσα που χωρούν δυο τρία φουσκωτά για να δέσουν. Πλαγιοδετημένοι στη μικρή αγκαλιά του τσιμεντένιου ντόκου, αρχικά νοιώθαμε κάπως άβολα ανάμεσα στα τρία τέσσερα μισογκρεμισμένα πετρόχτιστα κτίσματα που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω μας. Ξηλωμένα παράθυρα, γκρεμισμένες οροφές και σωριασμένες πέτρες εδώ κι εκεί, που σε συνδυασμό με το γκρίζο τοπίο τριγύρω συνέθεταν μάλλον ένα απόκοσμο και αρκετά θλιμμένο σκηνικό.
Η μόνη νότα αισιοδοξίας στο μικρό λιμανάκι, ήταν τα πολύχρωμα φουσκωτά μας και η συνεχής κινητικότητά μας στο ντοκάκι και στο σύντομο ανηφορικό τσιμεντένιο δρομάκι που οδηγούσε στα χαλάσματα.
Απρόσμενα όμως, και πολύ σύντομα μάλιστα, αρχίσαμε σιγά σιγά να νοιώθουμε πολύ οικεία με το μοναχικό λιμανάκι. Βγάλαμε το πτυσσόμενο τραπέζι και τις καρέκλες στο ντοκάκι, σε απόσταση μόλις λίγων πιθαμών από τα πλαγιοδετημένα φουσκωτά, δίνοντας ξανά ζωντάνια στον ξεχασμένο αυτόν τόπο. Κάποια στιγμή, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, βρεθήκαμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι, συντροφιά με το ουζάκι μας, να συζητάμε και να προσπαθούμε να αποκαλύψουμε τι είναι τελικά αυτό που μας γοητεύει και μας κάνει να πιάνουμε Νίσυρο, κάθε φορά που περιπλανιόμαστε στα Δωδεκάνησα. Κάτω από το φως του σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού, που έκανε ακόμα πιο μ

...keep Ribbing!

Nisiros Island
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Read more