Erikoussa
Diapodia Islands, Mathraki
Erikoussa
Diapodia Islands, Mathraki

Othoni

By Thomas P.

«Εκεί που τα νερά του Ιονίου ανταμώνουν τα νερά της Αδριατικής.
Εκεί που οι αμμουδιές είναι απέραντες και αμόλυντες. Οι θάλασσες κρυστάλλινες και γαλήνιες.
Εκεί που δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στο μεγαλείο της Φύσης»

Απόλυτα ικανοποιημένοι και γεμάτοι με όμορφα συναισθήματα τραβήξαμε για τους Οθωνούς, επτά μίλια βορειότερα. Το βορειοδυτικότερο σύνορο της χώρας μας, το μεγαλύτερο από τα Διαπόντια νησιά, με έκταση 10 τ.χλμ. και 100 μόνιμους κατοίκους. Στις αρχές του αιώνα μας υπήρχαν 13 οικισμοί. Ήταν τότε που ζούσαν πολλοί άνθρωποι στο νησί, οι οποίοι ασχολούνταν με την γεωργία και την παραγωγή λαδιού, ενώ ακόμα και σήμερα ονομαστό είναι το μέλι των Οθωνών. Το εμπόριο άκμαζε χάρη σε έναν ικανό στόλο από ιστιοφόρα πλοία που διέθεταν οι Οθωνίτες. Με την εμφάνιση όμως των ατμόπλοιων, τα ιστιοφόρα έγιναν ασύμφορα. Έτσι, οι ναυτικοί μπάρκαραν στην Αμερική προς αναζήτηση νέων ευκαιριών. Σήμερα ο πληθυσμός έχει μειωθεί δραματικά, ενώ πολλοί από τους εναπομείναντες ντόπιους περνούν τον χειμώνα στην γειτονική Κέρκυρα.

Το νησί διαθέτει δύο λιμάνια. Το Αυλάκι, παλιό ψαράδικο λιμανάκι ανοιχτό στους ανατολικούς ανέμους. Η είσοδος του είναι αρκετά δύσκολη και χρειάζεται προσοχή στην προσέγγιση λόγω ξερών. Το νέο, ευρύχωρο λιμάνι, στον όρμο της Άμμου, ανοιχτό στους νοτιάδες το οποίο και επιλέξαμε να μας φιλοξενήσει για λίγες μέρες.


Στα δεξιά υπάρχει η προβλήτα όπου δένει το καράβι, παραδίπλα μία όμορφη παραλία όπου αρκετός κόσμος κάνει μπάνιο μιας και τα νερά είναι πεντακάθαρα, ενώ πιο πέρα τα φουσκωτά μας δεμένα πλάι-πλάι. Συνιστούμε το σημείο αυτό - ακριβώς απέναντι από την είσοδο του όρμου - γιατί είναι το μόνο μέρος που, ακόμα και όταν βγάζει αέρα, η θάλασσα είναι αρυτίδωτη. Επιπλέον είναι πολύ ήσυχα για ύπνο, ενώ απέχει λίγα μέτρα από το κέντρο του χωριού.  


Κατά μήκος του όρμου υπάρχουν αρκετά σπιτάκια, δύο-τρία καφενεία-εστιατόρια και παντοπωλεία μαζί, και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός μικρού, γραφικού χωριού. Άμμος, όπως ονομάζεται.


Κι ενώ δεν είχε πολλή ώρα που ήμασταν αγκυροβολημένοι, εμφανίστηκε η λιμενική αρχή του νησιού. Το μόνο από τα Διαπόντια που διαθέτει λιμενικό σταθμό. Μετά τον τυπικό έλεγχο ακολούθησε κουβεντούλα ενώ πρόθυμα μας δόθηκε κάθε πληροφορία. Μας πληροφόρησαν ότι κανέναν κίνδυνο δεν διατρέχουν τα σκάφη ενώ με έκπληξη μάθαμε πως δεν διέθεταν ταχύπλοο. Την στιγμή μάλιστα που στην Κέρκυρα υπάρχουν οκτώ!

Το απογευματάκι κάναμε τη βόλτα μας στον μικρό ασφαλτοστρωμένο δρόμο της παραλίας, και έπειτα ήπιαμε το καφεδάκι μας σε ένα από τα καφενεία του παραθαλάσσιου οικισμού. Ο κόσμος αρκετός. Δεν διαταράσσει όμως καθόλου την υπέροχη γαλήνη του τόπου. Η πρώτη μας επαφή με τους Οθωνίτες μάς άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Είναι τόσο γνήσιοι άνθρωποι που δεν μπορούν παρά να σε κερδίσουν.
Εντύπωση μας έκανε που πάγος δεν υπήρχε πουθενά. Φυλάξαμε μερικά μπουκάλια νερού στον καταψύκτη του καφενείου ώστε να έχουμε λίγο πάγο για την επόμενη μέρα.

Περίπλους του νησιού
Το επόμενο πρωινό ξεκινήσαμε για τον γύρο του νησιού αφού ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Βγήκαμε από το ορμητήριό μας με κατεύθυνση ανατολική. Σε όλη την ανατολική πλευρά του νησιού τα νερά είναι ρηχά ενώ οι κατάφυτες πλαγιές κατεβαίνουν ομαλά προς τη θάλασσα. Φτάσαμε στον βορειοανατολικό κάβο, το ακρωτήριο Καστρί. Ψηλά δεσπόζει ο μεγάλος πέτρινος φάρος.
Παραπλεύσαμε τη βόρεια πλευρά η οποία από το ένα άκρο της έως το άλλο σχηματίζει έναν μεγάλο όρμο, τον όρμο Φύκι.
Στις πλαγιές η βλάστηση είναι πυκνή, με ελαιώνες και κυπαρίσσια. Πλησιάσαμε στον βορειοδυτικό κάβο, το ακρωτήριο Μπόχα. Από εδώ, το Ότραντο της Ιταλίας απέχει μόλις 43 ναυτικά μίλια.
Συνεχίσαμε τη ρότα μας στις δυτικές ακτές, οι οποίες είναι και οι πιο θεαματικές. Ψηλά και απόκρημνα βράχια που σχηματίζουν υπέροχες σπηλιές στο κατέβασμά τους στη θάλασσα. Αλλά και μικρές, όμορφες παραλίες, ιδανικές για να περάσετε ολόκληρη την μέρα σας, εφόσον βέβαια ο μαΐστρος το επιτρέπει.
Στη νότια πλευρά του νησιού υπάρχουν δύο μεγάλοι όρμοι. Ο πρώτος, ο όρμος της Καλυψούς και ο δεύτερος, ο όρμος της Άμμου όπου και το νέο λιμάνι. Μπήκαμε στον πρώτο όρμο. Στα αριστερά μας, η σπηλιά όπου η Καλυψώ φιλοξένησε τον Οδυσσέα. Στο βάθος, το θέαμα πραγματικά εντυπωσιακό. Ο ορεινός όγκος κόβεται απότομα, σχηματίζοντας μία τεράστια, κάθετη επιφάνεια στη βάση της οποίας βρίσκεται η περίφημη ακτή «Λευκή άμμος».

Παραλία αρκετών μέτρων, στρωμένη με μικρά, λεία βοτσαλάκια με υπέροχο σχήμα. Τα νερά είναι κρυστάλλινα με καταπληκτικούς χρωματισμούς. Παραδίπλα, οι κατολισθήσεις από τις έντονες βροχοπτώσεις κάλυψαν ένα μεγάλο τμήμα της ακτής. Από τα ωραιότερα και πιο επιβλητικά τοπία στην χώρα μας - όλο το τοπίο θυμίζει έντονα το πόρτο Κατσίκι στη Λευκάδα-.
Είναι τόσο γοητευτικός τούτος ο τόπος, που σε χρόνο μηδέν φουντάραμε τις άγκυρες και σχεδόν ταυτόχρονα βουτήξαμε στα υπέροχα νερά. Οι ώρες περνούσαν αλλά κανείς δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του.
Άλλοι ήταν ξαπλωμένοι στους καναπέδες των φουσκωτών και άλλοι στα υπέροχα, λαμπερά βότσαλα της ακτής. Αμίλητοι απολαμβάναμε το μοναδικό αυτό θέαμα με τον κομμένο βράχο να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Είναι τέτοια η μαγεία του τοπίου, που έχεις την αίσθηση ότι σε τούτο τον τόπο, κυρίαρχος είναι η φύση. Οι θεόρατοι βράχοι που ορθώνονται επιβλητικοί και η θάλασσα.

Το σούρουπο, αφήσαμε πίσω μας τον υπέροχο αυτόν όρμο και κατευθυνθήκαμε στο αραξοβόλι μας, λίγα λεπτά πιο πέρα. Μπήκαμε αργά-αργά για να μην ενοχλήσουμε τα ιστιοφόρα και δέσαμε στη μικρή μας γωνιά. Κάναμε το μπάνιο μας στα σκάφη, βάλαμε τα βραδινά μας ρούχα και βγήκαμε για τη νυχτερινή μας βόλτα. Τα λιγοστά ταβερνάκια ήταν γεμάτα και με αρκετή δυσκολία βρήκαμε τραπέζι. Όλος ο κόσμος του νησιού είναι εδώ, ενώ τα βοηθητικά φουσκωτάκια των ιστιοπλοϊκών έρχονταν συνέχεια στην ακτή.

Στην ενδοχώρα
Την επόμενη μέρα πήραμε τον ανηφορικό και όλο στροφές χωματόδρομο που οδηγεί στα Βιντσεντσιάτικα. Όσο ανεβαίναμε, τόσο η θέα προς το λιμάνι γινόταν ομορφότερη. Μετά από αρκετή ώρα πεζοπορίας, φτάσαμε στο μικρό χωριό. Τα παλιά πέτρινα σπιτάκια που διατηρούν αναλλοίωτο το χρώμα τους και το λιθόστρωτο καλντερίμι μέσα στα πανύψηλα ελαιόδεντρα, δημιουργούν την αίσθηση ότι ο χρόνος εδώ έχει σταματήσει. Το μικρό καλντερίμι συνεχίζει κι έξω απ' το χωριό. Παρ' όλη την κούρασή μας, το περπατήσαμε και φτάσαμε σ' ένα πολύ στενό μονοπάτι κρυμμένο καλά μέσα σε θάμνους και κυπαρίσσια. Φαινόταν να οδηγεί στο Μεροβίγλι, την ψηλότερη κορυφή στα 394 μέτρα. Σε κάποιο σημείο όμως, το μονοπάτι χάνεται μέσα στην πυκνή βλάστηση και έτσι η προσπάθειά μας ν' ανέβουμε στην κορυφή στάθηκε άκαρπη. Η όλη διαδρομή όμως άξιζε τον κόπο.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, σε λίγη ώρα βρισκόμασταν ξανά στο χωριό. Το όνομά του οφείλεται σε κάποιον Βιντσέντσο που πρώτος κατοίκησε εδώ. Όλο κι όλο το χωριό, επτά πέτρινα σπιτάκια, ενώ μόνο τρεις οικογένειες ζουν εδώ. Ήμασταν τυχεροί που συναντήσαμε τον εβδομηντάχρονο κύριο Σωκράτη Τσίρο. Μας κέρασε ουζάκι στην πανοραμική βεράντα του σπιτιού του, ενώ με συγκίνηση θυμόταν το παρελθόν. Πως έφυγε για τη Νέα Υόρκη όπου εργαζόταν ως μπογιατζής, πως αργότερα έφερε και την οικογένειά του... Τώρα πια έχει επιστρέψει στις ρίζες του. Μας ξενάγησε σ' ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι. «Αυτό ήταν παλιά ελαιοτριβείο, το 'χε ο παππούς μου», μας λέει με καμάρι. Πραγματικά, το διατηρεί σε άριστη κατάσταση. Πόσιμο νερό φέρνει με μία αντλία και ένα μεγάλης διαμέτρου λάστιχο από ένα πηγάδι, 200 μέτρα πιο πέρα. Για πότισμα είχει φτιάξει δύο μεγάλες δεξαμενές που γεμίζουν από λούκια τα οποία συλλέγουν βρόχινο νερό από τις στέγες. Μερακλής άνθρωπος με κέφι και όρεξη για ζωή. Είχε ένα μικρό τρακτέρ με τρέιλερ για να κατεβαίνει στο λιμάνι, ενώ εντύπωση μάς έκανε το γκαράζ του. Πόσο περιποιημένο το διατηρούσε, ενώ το είχε βάψει με έντονα χρώματα. Ίσως έτσι να προσπαθούσε να δώσει ζωντάνια σ' ένα χωριό που σιγά-σιγά χάνεται. Συγκινημένοι από τη φιλοξενία και το μεράκι αυτού του ανθρώπου αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Ο κυρ Σωκράτης μάς υπέδειξε ένα μονοπάτι που συντόμευσε κατά πολύ την επιστροφή μας. Σε λίγη ώρα εξουθενωμένοι από το πολύωρο περπάτημα βρισκόμασταν στη θάλασσα, πλάι στα σκάφη.

Το σούρουπο μάς βρήκε στο Αυλάκι, το παλιό λιμανάκι, καθισμένους σε ένα πεζούλι. Όπου να' ναι θα ανέτειλε το μεγαλύτερο φεγγάρι του χρόνου. Πραγματικά, το ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι έμοιαζε να αναδύεται από τις βόρειες ακτές της Κέρκυρας. Κατακόκκινος τεράστιος δίσκος, που γρήγορα όμως χάθηκε μέσα στα σύννεφα. Μετά από μερικά λεπτά ξαναεμφανίστηκε αλλά και πάλι χάθηκε. «Δεν είμαστε και πολύ τυχεροί» μουρμουρίσαμε, και σιγά-σιγά επιστρέψαμε στο χωριό. Καθίσαμε στο «Πανδοχείο των Ονείρων» ή «Locanda dei Sogni», όπως χαρακτηριστικά γράφει η επιγραφή του. Το πανδοχείο - εστιατόριο τράβηξε την προσοχή μας από την πρώτη στιγμή. Τις γεύσεις που δοκιμάσαμε εδώ, θα τις θυμόμαστε για πολύ καιρό.
Το φεγγάρι ήταν ήδη ψηλά, φωτίζοντας παραμυθένια τον υπέροχο όρμο, όπου τα σκάφη ακίνητα μάς περίμεναν για τον βραδινό μας ύπνο.

Το ξεκίνημα της άλλης μέρας στο «δικό μας» καφενεδάκι, πίναμε τον πρωινό μας καφέ. Ξαφνικά το λιμάνι ζωντάνεψε. Πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε στην προβλήτα. Το καράβι από την Κέρκυρα μόλις έφτασε, φορτωμένο με προμήθειες: λαχανικά, φρούτα, ψωμιά, εμφιαλωμένα νερά μέχρι και καύσιμα σε δοχεία για τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού. Όλοι περίμεναν τα πράγματά τους από την «πόλη», όπως αποκαλούν την Κέρκυρα. Τα φορτηγάκια των παντοπωλείων στη σειρά, φόρτωναν τα εμπορεύματα και τα μετέφεραν στα μαγαζιά.
Γεμάτοι κι εμείς από εικόνες μοναδικές, που σπάνια αντικρίζει κανείς σήμερα, ξεκινήσαμε για τη δεύτερη ορεινή μας διαδρομή. Προορισμός μας, ο οικισμός «Χωριό». Ένα όμορφο πέτρινο μονοπάτι, ξεκινά πίσω από τον Άμμο. Η διαδρομή μέσα στην πυκνή βλάστηση μάς έδινε κουράγιο για τη δύσκολη ανάβαση. Σε λίγη ώρα συναντήσαμε στα δεξιά μας ένα άλλο μονοπάτι που οδηγεί στα Αργυράτικα. Οικισμός που πήρε το όνομά του από την πρώτη οικογένεια που κατοίκησε εκεί. Ξαποστάσαμε σε μία πεζούλα στη σκιά των ψηλόκορμων ελαιόδεντρων. Συνεχίσαμε για το παλιό σχολείο των Οθωνών, ένα πανέμορφο κτίριο που κάποτε φιλοξενούσε πολλά παιδιά. Μετά από πολλή ώρα κουραστικής ανάβασης μέσα στη ζέστη, φτάσαμε στο «Χωριό». Υπέροχος οικισμός με παλιά σπιτάκια και στενά καλντερίμια, ενώ η θέα προς το πέλαγος είναι μαγευτική. Συναντήσαμε κάποιον ντόπιο, τον καλημερίσαμε και ακολούθησε κουβεντούλα για το «Χωριό» και τους Οθωνούς γενικότερα. Μας παρότρυνε να επισκεφθούμε την τοποθεσία «Ξυλοσειρμοί» και πρόθυμα μας έδειξε το μονοπάτι που οδηγεί εκεί. Σε λίγη ώρα φτάσαμε κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Το θέαμα συγκλονιστικό μάς έκοψε την ανάσα. Πολλά μέτρα κάτω από τα πόδια μας, σχεδόν κατακόρυφα, οι δυτικές ακτές του νησιού. Στ' αριστερά ο επιβλητικός βράχος «Κουκούλι» μοιάζει να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα. Στο βάθος, το απέραντο γαλάζιο. Δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στο μεγαλείο της φύσης. Όσο για την ονομασία «Ξυλοσειρμοί»;

Η απότομη κλίση του εδάφους είναι τέτοια, που αποτελούσε ταχύτατη οδό, ανώδυνης και ανέξοδης μεταφοράς κορμών. Έτσι, οι κορμοί που κόβονταν ψηλά στο βουνό, σε ελάχιστο χρόνο βρισκόντουσαν στη θάλασσα, «σερνάμενοι» στην απότομη πλαγιά. Εκεί τους συγκέντρωναν και κατόπιν τους χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή των καϊκιών τους.
Αν είστε λάτρεις των ορεινών διαδρομών και αναζητήσεων, κι αν έχετε δυνατά πόδια, τολμήστε αυτή τη μοναδική διαδρομή έως το «Χωριό» και τους «Ξυλοσειρμούς». Η όλη πορεία στα λιθόστρωτα καλντερίμια, μέσα στην παρθένα βλάστηση, αλλά και το θέαμα που θα αντικρίσουν τα μάτια σας, είναι βέβαιο ότι θα σας αποζημιώσουν.
Το απόγευμα βρισκόμασταν στα πλωτά μας σπιτάκια, ξαπλωμένοι στους καναπέδες να συζητάμε για την όμορφη αυτή εξερεύνησή μας. Μόλις πριν λίγο ήμασταν ψηλά, πολλά μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τώρα λίγα μόλις εκατοστά πάνω από αυτήν. Το βέβαιο είναι ένα. Όπως και να αντικρίζεις τη θάλασσα, έχει τον τρόπο της να σε γοητεύει. Έχει τον τρόπο της να σε ταξιδεύει.
Δύο μέρες τώρα περιπλανιόμασταν στο εσωτερικό του νησιού. Διαδρομές και εμπειρίες που θα μας μείνουν αξέχαστες. Δεν νομίζω όμως πως θα αντέχαμε άλλο μακριά από τη μεγάλη μας αγαπημένη. Τη θάλασσα.
Έτσι, η επόμενη μέρα μάς βρήκε στη «Λευκή Άμμο». Ήμασταν όλοι σύμφωνοι να περάσουμε ολόκληρη τη μέρα μας, μέχρι αργά το βράδυ, στην υπέροχη αυτή παραλία. Κολύμπι, περπάτημα στην υπέροχη βοτσαλωτή ακτή και ξανά κολύμπι. Προσπαθούσαμε να ρουφήξουμε κάθε στιγμή, να κλέψουμε λίγο από την ομορφιά αυτού του τόπου. Μακάρι να μπορούσαμε να σταματήσουμε για λίγο το χρόνο.
Το απογευματάκι, ο λίγος κόσμος που υπήρχε στην ακτή, την εγκατέλειψε. Μείναμε μόνοι μας. Ετοιμάσαμε κάτι λίγα ψάρια που είχαμε βγάλει, και τα ρίξαμε στα κάρβουνα. Καθίσαμε πλάι στη θάλασσα και απολαμβάναμε το υπέροχο φρέσκο γεύμα μας. Το ουζάκι γέμιζε τα ποτήρια μας και, ξαπλωμένοι πια, θαυμάζαμε τον απόκρημνο βράχο που έμοιαζε να ακουμπά στον ουρανό.

Othoni
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Read more