Kimolos – Polyaigos island
Kimolos – Polyaigos island
Donousa Island
Donousa Island
Kimolos – Polyaigos island
Kimolos – Polyaigos island
Donousa Island
Donousa Island
By Thomas P.

From the bay of Kalotaritissa of the island Donousa we sailed towards Kalotaritissa of Amorgos, which is on the southwestern side of the island. A large bay, which is the only natural harbor of Amorgos, is protected from all kinds of weather.

Εδώ βρίσκουν καταφύγιο οι ψαράδες του νησιού το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι πέρα από τα καΐκια, συναντούμε αρκετά σκάφη αναψυχής αγκυροβολημένα αρόδου. Στο μυχό του όρμου βρίσκεται μια όμορφη αμμουδιά, σε αντίθεση με τα νερά που σίγουρα δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή προτίμησης. Αν και στην Καλοταρίτισσα καταλήγει ασφαλτοστρωμένος δρόμος, δεν συγκεντρώνει πολύ κόσμο και αποτελεί ένα πολύ ήσυχο αραξοβόλι, και ιδανικό τόπο διανυκτέρευσης. Υπάρχει μια μικρή καντίνα στην αμμουδιά και ένας μικρός μόλος στη βορινή πλευρά του όρμου, όπου πιάνουν περιστασιακά κάποια καίκια και τα εκδρομικά καραβάκια.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα, βόρεια από την είσοδο της Καλοταρίτισσας, βρίσκεται η νησίδα Γραμπούσα. Στο νοτιοανατολικό άκρο της, σχηματίζεται μια πολύ όμορφη παραλία με καταπράσινα νερά και πολύ ψιλό βότσαλο, η οποία θα μας ενθουσιάσει ιδιαίτερα όταν δεν φυσούν τα μελτέμια.

Ανατολικά από την Καλοταρίτισσα συναντούμε τον όρμο του Λιβέρου, όπου γερμένο στα βράχια της ακτής βρίσκεται το σκουριασμένο σκαρί του «Ολυμπία», που εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί ένα από τα πολλά αξιοθέατα του νησιού. Συνεχίζοντας την βορειοανατολική πορεία μας, σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη των δύο ναυτικών μιλίων βρίσκεται ο βαθύς και στενός όρμος του Κάτω Κάμπου.

Εισχωρώντας για μισό περίπου μίλι στη στεριά, αποτελεί ένα πολύ καλό αγκυροβόλιο αν και η είσοδός του βλέπει στο γρέγο. Προστατεύεται όμως από τη νησίδα Πεταλίδι, η οποία βρίσκεται πεντακόσια μόλις μέτρα από την είσοδό του.
Αν αποφασίσουμε να διανυκτερεύσουμε εδώ, πρέπει να γνωρίζουμε πως όταν φυσούν τα μελτέμια με μεγάλη ένταση, ο μικρός κυματισμός που μπαίνει στον όρμο μπορεί να διαταράξει την ησυχία μας. Στην ανατολική πλευρά του όρμου υπάρχει μια μικρή προβλήτα, από όπου ξεκινά η παλιά τσιμεντένια προκυμαία που κυκλώνει τον όρμο και σταματά στο μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται στο μέσο του μυχού του.

Οι μεγάλες πέτρες της ακτής και τα σκοτεινά νερά μπορεί να μην προσελκύσουν το ενδιαφέρον μας, αξίζει όμως να πλαγιοδετήσουμε στην προβλήτα και να περπατήσουμε στην προκυμαία όπου τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι έντονα.
Στα τρία ναυτικά μίλια που χωρίζουν τον Κάτω Κάμπο από τα Κατάπολα, υπάρχουν αρκετές παραλίες, με εξέχουσα τους Άγιους Σαράντα, οι οποίες όμως βρίσκονται στο μάτι του βοριά και δύσκολα θα μπορέσουμε να τις προσεγγίσουμε.

Στα Κατάπολα

Νωρίς το μεσημέρι μπαίναμε σιγά σιγά στον μεγάλο όρμο των Καταπόλων, που αποτελεί και το κυρίως λιμάνι του νησιού. Η είσοδός του βλέπει δυτικά, και εισχωρώντας στη στεριά για περισσότερο από ένα μίλι, προστατεύεται απόλυτα από τα μελτέμια. Γύρω από το μυχό του όρμου βρίσκονται απλωμένοι τρεις οικισμοί. Τα Κατάπολα στη νότια πλευρά, το Ραχίδι πίσω από τον μυχό και το Ξυλοκερατίδι στη βόρεια πλευρά.

Τα Κατάπολα αποτελούν τον πυρήνα του νησιού και την πύλη επικοινωνίας του με τον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ πιάνουν και τα πλοία της γραμμής, ενώ στην προκυμαία δένουν ιστιοπλοικά και μεγάλα κυρίως σκάφη αναψυχής. Από εδώ ξεκινά και ο Σκοπελίτης, που για πολλά χρόνια συνδέει την Αμοργό με όλα τα νησάκια των Μικρών Κυκλάδων και τη Νάξο.

Ο οικισμός των Καταπόλων απλώνεται κατά μήκος της προκυμαίας και βρίσκεται κάτω από τον ορεινό όγκο της Μουντουλιάς, όπου οι ανασκαφές πολλών χρόνων έχουν φέρει στο φως τα ερείπια της αρχαίας Μινώας. Τα Κατάπολα είναι ένα ζωντανό λιμάνι με πολλά μαγαζιά κατά μήκος του παραλιακού δρόμου. Παντοπωλεία, παλιά καφενεία, ταβερνάκια και εστιατόρια που γεμίζουν με κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας, αντανακλώντας όμως μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα που δεν έχουμε συνηθίσει στα πολυσύχναστα λιμάνια.
Ο δρόμος που τρέχει πίσω από την μεγάλη αμμουδιά του όρμου, συνδέει τα Κατάπολα με το Ξυλοκερατίδι, που είναι και ο γραφικότερος από τους τρεις οικισμούς.

Τα όμορφα παλιά σπιτάκια που ακουμπούν στο κύμα, το μικρό λιμανάκι και τα υπέροχα ταβερνάκια στην ακροθαλασσιά, συνιστούν ένα γνήσιο και ήσυχο ψαροχώρι που σίγουρα θα μας χαρίσει αλησμόνητες βραδιές. Αξίζει πραγματικά, να περπατήσουμε το στενό σοκάκι που βρίσκεται πίσω από τα ολόλευκα σπιτάκια και μας οδηγεί μέσα από τις ολάνθιστες αυλές στο δυτικό άκρο του οικισμού, όπου βρίσκεται η εκκλησιά των Τριών Ιεραρχών. Η θέα προς το λιμάνι είναι πολύ όμορφη, ενώ αν σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά προς την κορυφή της Μουντουλιάς, θα διακρίνουμε το κεφάλι του βασιλιά Μίνωα που μοιάζει να αναπαύεται κοιτώντας προς την ανατολή.
Αν θέλουμε να διανυκτερεύσουμε μέσα στον όρμο, είναι προτιμότερο να μετακινηθούμε λίγο δυτικότερα από το Ξυλοκερατίδι, στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Βρίσκεται στο μέσο περίπου της βορινής πλευράς του όρμου, πάνω σε μια μικρή γλώσσα στεριάς, στην ανατολική πλευρά της οποίας υπάρχει ένα μικρό ντοκάκι που μας εξασφαλίζει πολύ ήσυχα βράδια. Το πρωινό καφεδάκι στην ασβεστωμένη πεζούλα του μικρού περίβολου της εκκλησιάς, κάτω από τον γαλάζιο τρούλο της, αποτελεί το καλύτερο ξεκίνημα της ημέρας μας.
Δυτικότερα από το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται το Μαλτέζι, η ομορφότερη παραλία του όρμου των Καταπόλων. Με ωραία αμμουδιά και γαλαζοπράσινα νερά, συγκεντρώνει αρκετό κόσμο που καταφθάνει με τα πόδια ή με τα καραβάκια που εκτελούν συνεχώς δρομολόγια από το Ξυλοκερατίδι.

Στη νησίδα Νικουριά

Νωρίς το απόγευμα ξεμυτίσαμε από το φανάρι που βρίσκεται στο βορινό κάβο των Καταπόλων και κατευθυνθήκαμε προς τη νησίδα Νικουριά, στα τρία ναυτικά μίλια βορειοανατολικότερα. Από το φανάρι μέχρι τη Νικουριά, σχηματίζονται πολλοί συνεχόμενοι όρμοι οι είσοδοι των οποίων κοιτούν στο βοριά και δεν προστατεύονται από τα μελτέμια. Ο στενόμακρος όρμος της Γλυφάδας ξεχωρίζει από όλους, φιλοξενώντας την ομορφότερη παραλία, η οποία όμως γεμίζει συχνά με σκουπίδια που ξεβράζει ο βοριάς.

 

Περνώντας νότια από το Γραμπονήσι κατευθυνθήκαμε προς τη νοτιοανατολική πλευρά της Νικουριάς.

Εκεί σχηματίζεται ένας πολύ μεγάλος όρμος, ο οποίος αποτελεί ένα από τα ασφαλέστερα και πιο υπήνεμα σημεία των Κυκλάδων. Ιδανικός και γαλήνιος τόπος για διαντυκτέρευση, με το ανατολικό άκρο της νησίδας να συγκλείνει προς τις απέναντι ακτές της Αμοργού, και αφήνοντας μόλις ένα μικρό πέρασμα ανάμεσα, σχηματίζει μια μεγάλη αγκαλιά που απαγκιάζει από τα μελτέμια ακόμα κι όταν αυτά σπάνε τα ανεμόμετρα.

Δυτικά από τον μεγάλο όρμο σχηματίζονται ακόμα δύο μικρές παραλίες με γκρίζα άμμο και ψιλό βότσαλο.
Επιλέξαμε την παραλία που βρίσκεται σχεδόν κάτω από το εκκλησάκι της Παναγιάς και πλησιάσαμε αργά αργά στο ξύλινο μολάκι που βρίσκεται στην ακτή. Εδώ, όπως και στις άλλες δυο παραλίες, πιάνουν τα καραβάκια που μεταφέρουν συνεχώς κόσμο από την γειτονική Αιγιάλη.

Μετά τις επτά η ώρα όμως, τα δρομολόγια σταματούν και οι παραλίες ερημώνουν. Πλαγιοδετώντας τα δυο φουσκωτά δεξιά κι αριστερά από το στενόμακρο μολάκι, το μετατρέψαμε αυτόματα σε ένα υπέροχο πλωτό καθιστικό. Σε χρόνο μηδέν, στήσαμε ένα τραπεζάκι και στριμώξαμε μερικές καρέκλες για να χωρέσουμε. Βγάζοντας έξω όλο το απαραίτητο νοικοκυριό, σκαρώσαμε μια υπέροχη χταποδομακαρονάδα και απλωμένοι στο ξύλινο μολάκι απολαμβάναμε την απόλυτη γαλήνη, λίγα μόλις εκατοστά πάνω από την ασάλευτη θάλασσα.

Στην Αιγιάλη

Την επομένη το πρωί μπαίναμε στον μεγάλο όρμο της Αιγιάλης, που βρίσκεται μόλις δύο μίλια ανατολικότερα. Από μακριά ακόμα, το όμορφο λιμάνι και τα Γιαλίτικα χωριά που είναι σκαρφαλωμένα στους γύρω λόφους, δημιουργούν μια πολύ όμορφη εικόνα και μας προκαλούν να τα εξερευνήσουμε. Ο Ποταμός ακριβώς πάνω από το λιμάνι, η Λαγκάδα στο βάθος του όρμου και τα Θολάρια προς τη βορινή πλευρά του, φωλιασμένα στις πλαγιές του Κρίκελου, μοιάζουν με βιγλάτορες που προστατεύουν την Αιγιάλη. Όλα τα χωριά είναι εκπληκτικά και πέρα από την μαγευτική θέα που προσφέρουν, χαρακτηρίζονται από το γνήσιο κυκλαδίτικο χρώμα τους. Ολόλευκα σπιτάκια, λιθόστρωτα σοκάκια και πλατείες γεμάτες με ταβερνάκια και παραδοσιακά καφενεία, μας γεμίζουν με αλησμόνητες εικόνες μιας παλιάς Ελλάδας που επιμένει να αντιστέκεται και να διατηρεί τις παραδόσεις της και τον αυθεντικό νησιώτικο χαρακτήρα της. Και βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως γνώρισε την Αμοργό, αν δεν επισκεφθεί τα Γιαλίτικα χωριά.

Στο μυχό του όρμου της Αιγιάλης, απλώνεται η μεγαλύτερη και μια από τις ομορφότερες παραλίες της Αμοργού. Η φαρδιά αμμουδιά, με τα πεντακάθαρα νερά και τις πελώριες αρμύρες που εξασφαλίζουν πυκνή σκιά, συγκεντρώνει αρκετό κόσμο χωρίς βέβαια να παρουσιάζονται φαινόμενα συνωστισμού. Από το νότιο άκρο της αμμουδιάς ξεκινά η προκυμαία, η οποία καταλήγει στην μεγάλη τσιμεντένια προβλήτα που προστατεύει το λιμάνι από τους δυτικούς ανέμους. Οι ψαρόβαρκες και τα μεγάλα καΐκια καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού, με λίγη όμως προσπάθεια θα βρούμε κάποια θέση για να δέσουμε. Ο παραλιακός δρόμος είναι γεμάτος με ταβέρνες, καφετέριες και εμπορικά μαγαζιά, το λιμάνι όμως της Αιγιάλης διατηρεί στο ακέραιο το δικό του χρώμα, αποτελώντας ένα πολύ ήσυχο και φιλόξενο τόπο. Μέσα σε λίγη ώρα περιπλανηθήκαμε στα λιγοστά σοκάκια του οικισμού, και μετά από ένα τονωτικό καφεδάκι στα μαγαζάκια που βρίσκονται στην έξω πλευρά του λιμανιού, βρεθήκαμε με το φουσκωτό στη βορινή πλευρά του όρμου της Αιγιάλης. Εδώ βρίσκεται η Λεβρωσός, η Ψιλή Άμμος και ο Χόχλακας. Τρεις συνεχόμενες παραλίες, με εξέχουσες τις δυο πρώτες, οι οποίες γεμίζουν με κόσμο που μεταφέρουν τα καραβάκια από την Αιγιάλη.

Καβατζάροντας τον βορινό κάβο της Αιγιάλης, στρέψαμε την πλώρη μας προς την βορειοανατολική πλευρά της Αμοργού. Από εδώ μέχρι τον κάβο Πράσινο, τα μαγευτικά νερά και οι εντυπωσιακοί κάθετοι βράχοι του Κρίκελου που πέφτουν από μεγάλο ύψος στη θάλασσα, συνθέτουν ένα συγκλονιστικό τοπίο, που σίγουρα είναι ένα από τα πιο θεαματικά του Αιγαίου αλλά και ολόκληρης της Μεσογείου. Δεν ξέρω αν ο Λυκ Μπεσόν ήρθε εδώ, και επηρεάσμενος από αυτό το θέαμα έδωσε τον τίτλο «Le Grand Bleu» στην περίφημη ταινία του. Αυτό που ξέρω όμως, είναι πως η ταινία που από το 1988 έχει γίνει συνώνυμο με την Αμοργό, βρίσκει ακριβώς την ετυμηγορία του τίτλου της σε τούτα εδώ τα μέρη.
Αν είμαστε τυχεροί και περιπλεύσουμε την βορειοανατολική πλευρά του νησιού με άπνοια, μπορούμε να κινούμαστε στη σκιά των βράχων, θαυμάζοντας το μαγευτικό και σπάνιο χρώμα των νερών. Στα πρώτα τρία μίλια από τον κάβο της Αιγιάλης συναντούμε δυο ανοίγματα στους συμπαγείς βράχους, όπου σχηματίζονται οι εντυπωσιακοί όρμοι Μικρή και Μεγάλη Βλυχάδα. Εισχωρώντας για πολλές δεκάδες μέτρα στη στεριά, φιλοξενούν στους μυχούς τους όμορφες και ερημικές βοτσαλωτές ακτές. Στη Μικρή Βλυχάδα οδηγεί και μονοπάτι που ξεκινά από τα Θολάρια, ενώ στη Μεγάλη Βλυχάδα καταλήγει ένα μεγάλο και εντυπωσιακό φαράγγι, του οποίου οι κατακόρυφες πλευρές απέχουν μεταξύ τους μόλις λίγα μέτρα. Μετά τη Μεγάλη Βλυχάδα, οι βράχοι ορθώνονται ακόμη ψηλότερα και κατακόρυφα πια, βυθίζονται στα βαθιά νερά. Ένα άγριο και επιβλητικό τοπίο, που γίνεται όμως απρόσιτο και πολύ επικίνδυνο όταν λυσσομανούν τα μελτέμια.

Καβατζάροντας τον κάβο Πράσινο, οι ακτές συνεχίζουν να είναι επιβλητικές και τα νερά θαυμάσια. Από εδώ διακρίνουμε καθαρά ολόκληρη την πίσω πλευρά της Αμοργού, η οποία σαν μια τεράστια οροσειρά εκτείνεται σε μήκος 19 ναυτικών μιλίων. Ακριβώς μετά τον κάβο σχηματίζονται πολυάριθμες σπηλιές, σε μερικές από τις οποίες μπορούμε να εισέλθουμε με το φουσκωτό για αρκετές δεκάδες μέτρα.

Το πρώτο αξιοθέατο που συναντούμε είναι τα παλιά μεταλλεία. Πάνω στα απότομα βράχια, διακρίνουμε καθαρά τα μικρά σπιτάκια, τα ψηλά πέτρινα τείχη και τον κυκλικό πύργο που κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα. Πάνω σ΄ αυτόν βρισκόταν και η γέφυρα φόρτωσης των καραβιών, που έρχονταν κυρίως από την Γερμανία για να φορτώσουν βωξίτη. Τρία μίλια νοτιότερα, κρυμμένος μέσα στα απότομα βράχια, βρίσκεται ο εντυπωσιακός όρμος Σπαρτί. Στο παρελθόν, είχαμε διανυκτερεύσει εδώ για δύο συνεχόμενα βράδια και βιώσαμε αλησμόνητες στιγμές, ανάμεσα στα θεόρατα και κοφτά βράχια που ζώνουν τον μικρό όρμο.

Η πολύ στενή και περιορισμένη βοτσαλωτή ακτή, οι δυο μικρές σπηλιές και τα τεράστια μονόπετρα που είναι σωριασμένα στην αριστερή πλευρά της, δημιουργούν ένα πολύ εντυπωσιακό σκηνικό, το οποίο γίνεται ακόμα συναρπαστικότερο αν σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά και συνειδητοποιήσουμε πόσο μικροσκοπικοί μοιάζουμε. Λίγο πιο κάτω βρίσκονται τα Χάλαρα. Μια αρκετά μεγάλη βοτσαλωτή και ερημική ακτή, λίγο ανοιχτά από την οποία στέκει ο περίφημος «Πετρωμένος Πειρατής». Ένας χαμηλός βράχος με ανθρώπινη μορφή, αναδύεται από τη θάλασσα και σύμφωνα με τον θρύλο αναπαριστά τον πειρατή που μαρμάρωσε η Παναγιά, όταν αυτός με τα καράβια του προσπάθησε να ληστέψει το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.

Στο Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας

Πέντε μίλια νοτιότερα, λες και είναι σφηνωμένο μέσα στον κατακόρυφο βράχο, δεσπόζει το διάσημο Μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας. Τριακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μια λευκή πινελιά ανάμεσα στους κοκκινωπούς βράχους, μαγνητίζει το βλέμμα σου από μίλια μακρυά. Τα μικρά παραθυράκια του Μοναστηριού που μοιάζουν με πολεμίστρες, διακρίνονται καθαρά από τη θάλασσα και τονίζουν την μακραίωνη ιστορία του.

Η Παναγιά η Χοζοβιώτισσα είναι πραγματικά ένα μοναδικό και μεγαλειώδες μνημείο, που πέρα από την σημαντικότατη διαδρομή της στο χρόνο, αποτελεί ένα συγκλονιστικό αξιοθέατο που αιωρείται κυριολεκτικά στο κενό. Μοναδικό στο Αιγαίο, δέχεται κάθε χρόνο χιλιάδες ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο, και σίγουρα αξίζει να το επισκεφθούμε όσα μίλια κι αν χρειαστεί να κάνουμε. Καμιά περιγραφή και καμιά φωτογραφία, δεν μπορεί να αποδώσει ούτε στο ελάχιστο αυτό που θα αντικρίσουν τα μάτια μας, είτε από τη θάλασσα είτε από τον περιορισμένο περίβολο του Μοναστηριού.
Στη σκιά της Χοζοβιώτισσας, βρίσκεται σκαρφαλωμένο στο χαμηλό βράχο το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. Η μικρή ακτή που βρίσκεται ακριβώς από κάτω, καθώς και το Καμπί λίγα μέτρα δυτικότερα προσελκύουν πολύ κόσμο και αποτελούν τις διασημότερες παραλίες της Αμοργού. Στα γαλαζοπράσινα νερά της Αγίας Άννας πραγματοποιήθηκαν πολλά γυρίσματα της ταινίας «Le Grand Bleu», η οποία έκανε γνωστή την Αμοργό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Από το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και νότια, ο ορεινός όγκος της Αμοργού κατεβαίνει πιο ομαλά στη θάλασσα, οι ακτές όμως συνεχίζουν να συναρπάζουν. Πέντε μίλια πιο κάτω συναντούμε την ακτή του Μούρου, που είναι σίγουρα μια από τις πιο εντυπωσιακές του νησιού. Περιορισμένη σε έκταση, στρωμένη με γκρίζα άμμο και λεπτό βότσαλο, σχηματίζεται μπροστά από έναν κατακόρυφο βράχο που κόβει την ανάσα. Αξίζει πραγματικά να ανηφορίσουμε τα σκαλοπάτια που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της παραλίας και να φτάσουμε στο καφέ-εστιατόριο, πάνω στην κορυφή του λόφου. Η θέα προς την ακτή του Μούρου, με τις σπηλιές στη δυτική πλευρά του όρμου και τα γαλαζοπράσινα νερά, είναι παραμυθένια.

Μπαίνοντας μέσα στο στενό της Καλοταρίτισσας, με τη μνήμη μας να προσπαθεί να «σώσει» τις καταπληκτικές εικόνες που μας χάρισε ο περίπλους της Αμοργού, η πλώρη μας σημάδευε την είσοδο του όρμου των Καταπόλων. Δέσαμε στο μολάκι του Αγίου Παντελεήμονα και περάσαμε ένα ήσυχο βράδυ, με θέα το φωτισμένο λιμάνι.

Στην ενδοχώρα

Την επόμενη μέρα, νοικιάσαμε ένα τζιπάκι για να περιπλανηθούμε στην ενδοχώρα, η οποία κρύβει πολλές όμορφες εκπλήξεις. Πέντε χιλιόμετρα από τα Κατάπολα βρίσκεται η Χώρα, η πρωτεύουσα της Αμοργού.
Αθέατη από τη θάλασσα, απλωμένη στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο ιδιαίτερες Χώρες των Κυκλάδων.

Το ενετικό Κάστρο, οι ανεμόμυλοι, τα στενά σοκάκια και οι πολλές πλατείες που συναντούμε απρόσμενα σε διάφορα σημεία της, βρίσκονται σε μια πρωτόγνωρη διάταξη που δεν έχουμε συνηθίσει. Σε τούτη τη Χώρα όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που δεν μπορεί να καταγραφεί. Μια αόρατη αρμονία και μια κατανυκτική γαλήνη πλημμυρίζουν τα στενά και τις μικρές πλατείες της, κάτι που αν μπορείς να το εισπράξεις θα γίνεις και συ ένας από τους πολλούς φανατικούς εραστές της Αμοργού.

Στην είσοδο κιόλας της Χώρας, μας υποδέχεται μια μικρή και γοητευτική γειτονιά που έχει τα πάντα. Η Πλατέα, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την πλατεία των Αγίων Πάντων, γύρω από την οποία συναντούμε εικόνες που μας γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω. Στα αριστερά μας, τα χαμηλά παλιά σπιτάκια, το παραδοσιακό καφενεδάκι όπου συγκεντρώνονται οι ηλικιωμένοι, το φαρμακείο, και απέναντι το παλιό παντοπωλείο, αποτελούν εικόνες ενός ανοιχτού «μουσείου» που επιμένει όμως να παραμένει ζωντανό.

Λίγα βήματα πιο πέρα βρίσκεται η εκκλησιά των Αγίων Πάντων, από όπου ξεκινά το κεντρικό καλντερίμι που μας οδηγεί στην καρδιά της Χώρας. Κάνοντας αριστερά θα συναντήσουμε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, πίσω από την οποία μας περιμένει μια γλυκιά έκπληξη. Το υπέροχο γλυκοπωλείο «Καλλιστώ». Μια σειρά από μπλε τραπεζάκια στο στενό λιθόστρωτο, τα οποία συνεχίζουν και μέσα στη χαμηλή θολωτή στοά αφήνοντας μόνο ένα μικρό πέρασμα που χωρά ίσα ίσα ένας άνθρωπος για να περάσει, μας προκαλούν να καθίσουμε. Είναι τόσο πολλές και δυνατές οι προκλήσεις που είναι αδύνατο να αντισταθούμε και μοιραία κάθε λίγο θα βρισκόμαστε σε κάποια όμορφη γωνιά, να απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας, το γλυκό ή το ουζάκι μας.
Λίγο βορειότερα, δεσπόζει ο συμπαγής βράχος όπου βρίσκεται το μικρό ενετικό Κάστρο. Η ασβεστωμένη, σχεδόν κυκλική πέτρινη σκάλα, μας οδηγεί στο εκκλησάκι του Αη Γιώργη που βρίσκεται σύρριζα στην βορινή κορυφή του βράχου. Γύρω από το Κάστρο βρίσκονται τα χαμηλά και ερημωμένα πια πέτρινα σπιτάκια των Βορεινών, που είναι και η πιο παλιά συνοικία της Χώρας. Στη νότια πλευρά του Κάστρου, ένα σύντομο στενάκι μας βγάζει στη Λόζα. Έτσι λέγεται η μεγάλη και στενόμακρη κεντρική πλατεία που βρίσκεται μπροστά από την Μητρόπολη. Τα παραδοσιακά καφε-ζαχαροπλαστεία που βγάζουν τα τραπεζάκια τους στο λιθόστρωτο και οι μεγάλοι ευκάλυπτοι στο κέντρο της πλατείας, συνιστούν μια πολύ γραφική γειτονιά, η οποία αποτελεί και τον κυρίως χώρο γιορτών και εκδηλώσεων. Περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα στα δαιδαλώδη μοναχικά σοκάκια πίσω από τη Μητρόπολη, και εκεί που πιστέψαμε πως τα είδαμε όλα, βγήκαμε στο πλατύ κατηφορικό καλντερίμι που διασχίζει τη Χώρα απ΄ άκρο σ΄ άκρο.

Στο Πλατύστενο, όπως λέγεται το καλντερίμι, συναντούμε στη σειρά ταβερνάκια, καφετέριες και μαγαζάκια με αναμνηστικά. Εδώ βρίσκεται και το Πλατεάκι, μπροστά ακριβώς από τις τρεις κολλητές μεταξύ τους, κάτασπρες εκκλησιές. Μια μικρή και ιδιαίτερα γραφική πλατεία, στα δυο επίπεδα της οποίας βγάζει τα τραπεζάκια του το παραδοσιακό καφενείο «καθ' οδόν».
Και βέβαια δεν γίνεται να αφήσουμε τη Χώρα, χωρίς να επισκεφθούμε τους ιστορικούς μύλους που βρίσκονται απλωμένοι στην κορυφογραμμή του λόφου. Όπως κι εγώ, φαντάζομαι πως πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν κάποια στιγμή, να δουν όλους του ανεμόμυλους του Αιγαίου αναστηλωμένους. Θα ήταν μάλιστα τρομερά ενδιαφέρον, σε κάθε νησί να υπήρχε έστω και ένας μύλος σε λειτουργία, ο οποίος θα ήταν ανοιχτός για τους επισκέπτες. Αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με τη ιστορία και τον πολιτισμό των νησιών μας, πηγή ζωής για εκατοντάδες χρόνια, είναι στ΄ αλήθεια πολύ κρίμα που όλοι σχεδόν οι ανεμόμυλοι του Αιγαίου είναι σωριασμένοι στο χώμα.
Για δύο συνεχόμενες μέρες περιπλανιόμασταν στην ορεινή Αμοργό. Φτάσαμε ως την Καλοταρίτισσα στα νότια και ως τη Λαγκάδα και τα Θολάρια στα βόρεια. Ο δρόμος που τρέχει παράλληλα με την κορυφογραμμή, μας χάρισε αλησμόνητες εικόνες με θέα το απέραντο γαλάζιο. Η Αμοργός σίγουρα δεν είναι νησί της μιας φοράς. Όσες φορές κι αν την επισκεφθείς, κάτι καινούργιο θα ανακαλύψεις. Χρειάζεται πολλές μέρες για να εξερευνήσουμε τις θάλασσές της, τα μαγευτικά ορεινά χωριά της και τα μοναδικά αξιοθέατά της.

Διανυκτέρευση στη Χοζοβιώτισσα

Μας έμενε ακόμα μια μέρα στο νησί, την οποία την είχαμε αφιερώσει στο Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.
Το προηγούμενο βράδυ, γύρω στις δέκα η ώρα, ετοιμάζαμε το φουσκωτό όταν έπεσε η ιδέα:
Τι θα λέγατε να επισκεφθούμε τα μεσάνυχτα το Μοναστήρι και να κοιμηθούμε στον περίβολό του;

Την αρχική παγωμάρα, διαδέχθηκε ένας συγκρατημένος ενθουσιασμός και όλοι μαζί αρχίσαμε να ετοιμάζουμε γρήγορα γρήγορα τα πράγματά μας. Φορτώσαμε το τζιπάκι, και σαν μια χαρούμενη παρέα που ξεκινά για εκδρομή ανηφορίζαμε ξανά για τη Χώρα. Διασταύρωση δεξιά, μας βγάζει στο δρόμο για το Μοναστήρι και σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν στο μικρό πάρκινγκ. Φορτωθήκαμε τις σακκούλες που ήταν γεμάτες με χοντρά ρούχα, νερά, μπρίκια, φλυτζάνια και όλα τα απαραίτητα για το πρωινό καφεδάκι που θα πίναμε συντροφιά με την ανατολή του ήλιου. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, με τους υπνόσακους παραμάσχαλα ανηφορίζαμε τα πλατιά λιθόστρωτα σκαλοπάτια, που βρίσκονται σύρριζα στον απόκρημνο βράχο. Συχνά κοντοστεκόμασταν για να πάρουμε μερικές ανάσες, εξιστορώντας ταυτόχρονα παρόμοιες τρέλες που κάναμε στα εφηβικά μας χρόνια. Όλοι μας ήμασταν χαρούμενοι για τη μικρή μας περιπέτεια και ένας ένας αρχίσαμε να καταφθάνουμε στον μικρό περίβολο του Μοναστηριού. Αραδιαστήκαμε γύρω από τα σκαλιά της κεντρικής πόρτας και φωλιασμένοι μέσα στους υπνόσακους προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε.

Κάθε προσπάθειά μας όμως ήταν άκαρπη, καθώς οι δαιμονισμένες σπιλιάδες που κατέβαιναν με απίστευτη ταχύτητα από τα κοφτά βράχια, παρέσερναν τα πάντα στο πέρασμά τους, ενώ το εκκωφαντικό ουρλιαχτό τους δημιουργούσε μια τρομακτική ατμόσφαιρα μέσα στην ασέληνη νύχτα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε καρτερικά το ξημέρωμα. Κάποια στιγμή, ξάγρυπνοι καθώς ήμασταν, ο ορίζοντας άρχισε να ροδίζει πάνω από την σκοτεινή ακόμα επιφάνεια της θάλασσας. Και ξαφνικά, τα πάντα γέμισαν ζωή καθώς ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά πλάι από τον κάβο Πράσινο. Καθόμουν πάνω σ’ ένα βράχο απέναντι από την είσοδο του Μοναστηριού και θαύμαζα τον πανύψηλο ολόλευκο τοίχο του, που έμοιαζε να φλέγεται μέσα στον πυρακτωμένο βράχο. Ένα σκηνικό ανεπανάληπτο, που γινόταν συγκλονιστικό καθώς γυρνούσα το βλέμμα μου προς το απέραντο Αιγαίο. Έχοντας την αίσθηση πως αιωρούμαι στο κενό, απολάμβανα αμίλητος το βαθυγάλαζο πέλαγος και την ανεμπόδιστη θέα προς το νότο. Θαυμασμός και δέος πλημμυρίζουν την ψυχή σου καθώς ακουμπάς του τρομερούς βράχους που μοιάζουν να γέρνουν στο κενό. Δεν το χωράει ο νους και φαντάζει ασύλληπτο πως είναι δυνατόν να οικοδομήθηκαν οι οκτώ όροφοι του Μοναστηριού πάνω στο γκρεμό. Με μέγιστο πλάτος μόλις πέντε μέτρων, με πολλά κελιά, μαγειρεία, τραπεζαρίες και φούρνους, φιλοξενούσε κάποτε πολλούς μοναχούς και αποτελούσε ένα αυτόνομο «οχυρό». Εδώ και χίλια χρόνια περίπου, στέκει αλώβητο από το χρόνο, αφήνοντας άφωνους τους χιλιάδες ταξιδιώτες που το επισκέπτονται, αποτελώντας ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής και ένα μεγαλειώδες μνημείο για την Αμοργό αλλά και για ολόκληρο το Αιγαίο.

Για όσους ταξιδεύουν
Το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, η Χώρα και τα μαγευτικά χωριά της Αιγιάλης, το βαθυγάλαζο χρώμα της θάλασσας που μάγεψε τον Λυκ Μπεσόν, και τα απίστευτα γκρεμνά του Κρίκελου που βυθίζονται κατακόρυφα στα απύθμενα νερά, αποτελούν το καθένα χωριστά και έναν σοβαρό λόγο για να επισκεφθούμε την Αμοργό. Με περίμετρο που φτάνει τα 47 ναυτικά μίλια, και με ιδιαίτερα θεαματικό το μεγαλύτερο μέρος της ακτογραμμής της, αποτελεί έναν ξεχωριστό προορισμό που σίγουρα απαιτεί πολλές μέρες για να τον εξερευνήσουμε. Οι πλόες μας στις γύρω θαλάσσιες περιοχές και η επιλογή των τόπων που θα διανυκτερεύσουμε, πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά γιατί στην Αμοργό τα μελτέμια και οι σπιλιάδες βγάζουν το χειρότερό τους πρόσωπο.


- Τα μελτέμια γύρω από την Αμοργό διαρκούν για 40 περίπου μέρες, από τις 10 του Ιούλη μέχρι τις 20 Αυγούστου περίπου. Τον Ιούλιο πνέουν με ένταση 5 με 6 μποφόρ, ενώ τον Αύγουστο πιάνουν συχνά τα 7 μποφόρ.

Το μελτέμι ξεκινά συνήθως ώς τραμουντάνα και στρέφεται σε γρέγο μετά το μεσημέρι, διατηρώντας αμείωτη την έντασή του. Φρεσκάρει μετά τις 10 η ώρα το πρωί, για να φτάσει τη μέγιστη τιμή του λίγο μετά το μεσημέρι και να σβήσει μετά τις επτά η ώρα το απόγευμα. Ο κυματισμός όμως παραμένει τις απογευματινές ώρες και μερικές φορές αυξάνεται και ο όγκος του, παρά το σπάσιμο του αέρα. Η θάλασσα βέβαια αυτές τις ώρες είναι σαφώς πιο καλοτάξιδη. Είναι προτιμότερο όμως, να προγραμματίζουμε τις θαλασσινές μας διαδρομές νωρίς το πρωί, πριν τον κάνει «μπαρούτι», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούν το φρεσκάρισμα του μελτεμιού οι ντόπιοι.
Τις χειρότερες θάλασσες, που είναι και από τις δυσκολότερες ολόκληρου του Αιγαίου, τις βγάζει ανατολικά και βόρεια της Αμοργού. Πολύ συχνά είναι αταξίδευτες και σίγουρα πρέπει να αποφεύγονται. Ολόκληρο το Ικάριο κατεβαίνει φορτωμένο εκεί, χωρίς την παρουσία νησιών στη διαδρομή του για να ανακόψουν την πορεία του.

Ένα άλλο εξίσου σημαντικό στοιχείο, στο οποίο οφείλονται οι χοντρές θάλασσες βορειοανατολικά της Αμοργού, είναι οι ψηλές και κάθετες ακτές του Κρίκελου. Εκεί η θάλασσα, μην βρίσκοντας πουθενά χώρο για να σβήσει ομαλά, προσκρούει με δύναμη στις κάθετες ακτές και επιστρέφει πιο άγρια δημιουργώντας θεόρατα αντιμάμαλα που προκαλούν απίστευτα κύματα. Ακόμα και με 5 μποφόρ, τα κύματα κοντά στον Κρίκελο μπορεί να ξεπερνούν τα τέσσερα μέτρα λόγω των ισχυρών αντιμάμαλων, τα οποία επιπλέον προκαλούν ανάκατες και άναρχες θάλασσες. Γι αυτό τον λόγο άλλωστε, σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφεύγουμε αυτή την περιοχή ή αν αναγκαστούμε να την περάσουμε να κρατιόμαστε όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις ακτές. Αντίθετα, στο άλλο άκρο της Αμοργού, έξω από την Καλοταρίτισσα, ο καιρός είναι σαφώς πιο μαλακός και η θάλασσα ταξιδεύεται ευκολότερα. Όταν κατευθυνόμαστε νοτιότερα και ο δρόμος μας περνά από την Αμοργό, είναι προτιμότερο να καβατζάρουμε το δυτικό άκρο της και να μην επιχειρούμε να περάσουμε από τις ανατολικές ακτές του νησιού.

- Μια άλλη θαλάσσια περιοχή που πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα είναι αυτή που βρίσκεται ανάμεσα Αμοργού και Δονούσας, και είναι φρόνιμο να αποφεύγουμε να την ταξιδεύουμε ακόμα και όταν η ένταση των μελτεμιών δεν φτάνει τα έξι μποφόρ. Πιο συγκεκριμένα, αν θελήσουμε να ταξιδέψουμε από την Αιγιάλη προς τη Δονούσα, πρέπει να γνωρίζουμε πως στο πρώτο μισό της διαδρομής θα αντιμετωπίσουμε δυο καιρούς. Η τραμουντάνα γυρίζει γύρω από τη Δονούσα και έρχονται δυο θάλασσες στην πλώρη μας. Μια από τα δυτικά της Δονούσας και μια από τα ανατολικά της. Μην παραξενευτούμε λοιπόν, αν έχουμε τον καιρό ταυτόχρονα και στις δυο πλωριές μας μάσκες. Το κομμάτι αυτό της διαδρομής είναι ιδαίτερα δύσκολο και συχνά αταξίδευτο ακόμα και με φρεσκαρισμένο 5άρη.

- Η μετακίνησή μας όμως προς τα Κουφονήσια, τη Σχοινούσα ή την Ηρακλειά είναι ευκολότερη. Λίγη προσοχή χρειάζεται στο μπουγάζι Αμοργού Κέρου, όπου βγάζει πολύ αέρα με κυματισμό όμως που δεν ξεπερνά τα πέντε μποφόρ. Η πορεία μας βέβαια όταν έχει καιρό, είτε ξεκινάμε από τα Κατάπολα είτε από την Αιγιάλη, πρέπει να περνά νότια από τα Αντικέρια και πότε βόρεια της Κέρου. Μόλις φτάσουμε κάτω από την Κέρο, αέρας και κυματισμός κόβουν εντελώς, οπότε μπορούμε να προσεγγίσουμε πολύ εύκολα τα παραπάνω νησιά.
- Και βέβαια, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αψηφούμε τις σπιλιάδες που κατεβαίνουν δαιμονισμένα από τα ψηλά βουνά της Αμοργού. Ακόμα κι όταν τα μελτέμια βόρεια του νησιού δεν ξεπερνούν σε ένταση τα 6 μποφόρ, τα απόκρημνα βουνά κατεβάζουν σπιλιάδες στις νότιες ακτές που φτάνουν τα 10 μποφόρ. Ιδιαίτερα μάλιστα, από τα Χάλαρα έως τον κάβο Πράσινο, οι σπιλιάδες πνέουν με τρομακτική δύναμη και πολλές φορές κατεβαίνουν κατακόρυφα από τις απόκρημνες ακτές, ενώ συχνά «γυρίζουν» αλλάζοντας συνεχώς διεύθυνση.

Μην παραξενευτούμε λοιπόν, ακόμα κι όταν ισχυρές ριπές αέρα έρχονται από το νότο. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι προτιμότερο να ταξιδεύουμε τρία ναυτικά μίλια ανοιχτά από τις νότιες ακτές, ώστε να αποφεύγουμε τις πολύ ενοχλητικές σπιλιάδες.
- Αν σκοπεύουμε να κινηθούμε στη νοτιοδυτική πλευρά της Αμοργού, το καλύτερο αγκυροβόλιο προσφέρει ο όρμος της Καλοταρίτισσας, ενώ αν θελήσουμε να διανυκτερεύσουμε στον όρμο των Καταπόλων που είναι και το κοντινότερο σημείο για τη Χώρα, το μολάκι που βρίσκεται μπροστά στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Αν θέλουμε να περιπλανηθούμε στην Αιγιάλη και στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, τα γαλήνια νερά της Νικουριάς θα μας χαρίσουν υπέροχες βραδιές.
Στη νότια πλευρά της Αμοργού, το Σπαρτί προστατεύεται πολύ καλά από τα μελτέμια, οι σπιλιάδες όμως μπορεί να διαταράξουν την ησυχία μας. Αντίθετα, στον όρμο του Μούρου οι σπιλιάδες αναπτύσσονται μακρυά από την ακτή, γι αυτό άλλωστε οι παλιοί ναυτικοί προτιμούσαν να περνούν εκεί τα βράδια τους.

...keep Ribbing!           

Amorgos Island
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Read more