Amorgos Island
Amorgos Island
Ano Koufonisi Island
Amorgos Island
Amorgos Island
Ano Koufonisi Island
By Thomas P.

At the crack of dawn, we left the marina of Ano Koufonisi behind and our bow was pointing at Donousa. But this time, we were not cruising for the port of Stavros but for the deserted Kalotaritissa at 17 nautical miles.

Ήταν το σημείο που επιλέξαμε ως ορμητήριο για τις μέρες παραμονής μας στο νησί. Μπαίναμε σιγά σιγά στον όρμο της Ρούσας, στη δυτική πλευρά της οποίας βρίσκεται η Καλοταρίτισσα. Δέσαμε στο μικρό ντοκάκι, νιώθοντας από την πρώτη στιγμή την απόλυτη γαλήνη αυτού του τόπου. Ο μεγάλος όρμος παρέχει μεγάλη ασφάλεια στους βοριάδες, αφού προστατεύεται από τη μικρή χερσόνησο που τρέχει βορειοανατολικά και τη νησίδα Σκουλονήσι που βρίσκεται ανατολικά του. Αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος στον ερημωμένο αυτόν τόπο. Καθόμουν και μετρούσα ένα ένα τα λιγοστά κατάλευκα σπιτάκια. Έντεκα στον αριθμό, χωρίς απολύτως καμία κίνηση ή έστω κάποιον θόρυβο που να προδίδει πως υπάρχει ζωή. Άρχισα να ανηφορίζω το τσιμεντένιο δρομάκι που ξεκινά από το ντοκάκι και μετά από λίγα μέτρα οδηγεί στο χωριό. Ξαφνικά, η ματιά μου έπεσε σε κάποιον γέροντα που ασβέστωνε την πίσω πλευρά του σπιτιού του, όπου είχε αρκετή σκιά. Τον καλημέρισα και κάθισα σε μια πεζούλα που βρισκόταν δίπλα του.
Αφού με κοίταξε καλά καλά, γεμάτος περιέργεια και απορία με ρώτησε: «Πως βρέθηκες εδώ, από τον ουρανό έπεσες;»
«Μόλις έφτασα με το φουσκωτό μου», του αποκρίθηκα.
«Και από που έρχεσαι;»
«Από τη Θεσσαλονίκη», του απαντώ.
«Έχει θάλασσα εκεί»...!!!
Κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη επαφή μου με τον κυρ-Γιώργο, τον έναν από τους πέντε κατοίκους του χωριού.
Δεν πέρασε λίγη ώρα, και ένα μικρό ξύλινο βαρκάκι, με τον παλιό πετρελαιοκινητήρα του να αντηχεί σε ολόκληρο τον όρμο, πλησίαζε αργά αργά ταράζοντας την ησυχία του τόπου. Ένας αδύνατος και μικροκαμωμένος άνθρωπος, με περίτεχνες μανούβρες προσπαθούσε να χωρέσει το βαρκάκι ανάμεσα στο φουσκωτό και το μικρό ντοκάκι, ώστε να μπορέσει να ξεφορτώσει την πραμάτεια του. Τελάρα με ντομάτες, τσουβάλια με ψωμιά, μπύρες, πατάτες, εμφιαλωμένα νερά και ένα σωρό άλλα αγαθά ήταν στοιβαγμένα μέσα στη βάρκα. Καθόμουν στον πρυμνιό καναπέ και παρακολουθούσα εντυπωσιασμένος την κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή, είχε βγάλει όλα τα ελαφριά πράγματα και τα ακούμπησε στο ντόκο. Έμεναν τώρα τα πιο βαριά. Έδειχνε πολύ περήφανος και παγερά αδιάφορος για την παρουσία μου.

«Να σας βοηθήσω;», ρωτάω έχοντας σκύψει στο βαρκάκι, πιάνοντας το σακί με τις πατάτες.
«Τα καταφέρνω και μόνος μου», μου απαντά ορθά κοφτά. Είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά που τον παρατηρούσα να προσπαθεί να ξεφορτώσει, όχι πάντοτε με επιτυχία.
Μην αντέχοντας άλλο να τον βλέπω να βασανίζεται, πήδηξα μέσα στο βαρκάκι και με δυο χεριές του έβγαλα έξω τα πιο βαριά πράγματα. Ήμουν πολύ περίεργος να δω την αντίδρασή του.
Προς στιγμή, σάστισε λιγάκι και αφού χαμογέλασε πονηρά, χαμήλωσε το βλέμμα του και μου πρότεινε να με κεράσει ένα καφέ στο ταβερνάκι του.
«Και τα πράγματα πως θα τα μεταφέρεις ως εκεί;», τον ρώτησα.
Πετάχτηκε έξω από το βαρκάκι και έβγαλε μια βροντερή φωνή που ακούστηκε σε όλο τον όρμο.
«Κυρα Φανή, βρες τον γάιδαρο και σαμάρωσέ τον!»
Πραγματικά, μέσα σε λίγα λεπτά κατέφθασε η κυρα Φανή σέρνοντας πίσω της τον σαμαρωμένο γάιδαρο.
Έτσι γνώρισα τον κυρ-Μιχάλη, την ψυχή της Καλοταρίτισσας. Τον χαιρέτησα προσωρινά και του υποσχέθηκα πως το απογευματάκι θα ανεβαίναμε στο ταβερνάκι για να πιούμε ένα καφέ.

Πήδηξα στο φουσκωτό και κατευθυνθήκαμε στην ερημική αμμουδιά που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το ντοκάκι, στην ανατολική πλευρά του όρμου της Ρούσας. Για πολλή ώρα τακτοποιούσαμε το φουσκωτό -η χαρά του καπετάνιου- και μετά πέσαμε να ξεκουραστούμε στην αμμουδιά, έχοντας την αίσθηση πως είμαστε οι μόνοι άνθρωποι στο νησί.
Πήρε να σουρουπώνει όταν ανεβαίναμε το τσιμεντένιο δρομάκι που οδηγεί στο ταβερνάκι του κυρ Μιχάλη, το οποίο έμελλε να γίνει το καθημερινό μας στέκι. Μια μικρή βεράντα, δύο ξύλινοι πάγκοι όλοι κι όλοι, και μερικές πλαστικές καρέκλες τριγύρω. Εκεί μας περίμεναν ο κυρ-Γιώργος, ο κυρ-Βαγγέλης, η κυρα-Φανή και βέβαια ο κυρ-Μιχάλης. Σύσωμο σχεδόν όλο το χωριό δηλαδή, με μέσο όρο ηλικίας τα 75 χρόνια. Δεν χρειάστηκε παρά λίγα λεπτά της ώρας για να γίνουμε μια όμορφη παρέα, συζητώντας κυρίως για τις συνθήκες ζωής του έρημου πια αυτού χωριού. Ο χωματόδρομος ανοίχτηκε μόλις πριν λίγα χρόνια και συνδέει την Καλοταρίτισσα με το Σταυρό, το λιμάνι του νησιού. Έτσι, καταφθάνει που και που καμιά μοτοσυκλέτα ή κάποιο αυτοκίνητο. Μέχρι τότε, μόνη οδός επικοινωνίας ήταν η θάλασσα καθώς και ένα μονοπάτι, αρκετά δύσβατο, που σε δυο ώρες έβγαζε στο Σταυρό. Το ρεύμα ήρθε πρόσφατα ενώ πόσιμο νερό προμηθεύονται από ένα πηγάδι που βρίσκεται δυο ρέματα νότια από τον οικισμό. Για πλύσιμο και μαγείρεμα χρησιμοποιούν βρόχινο νερό, το οποίο συλλέγουν σε μεγάλες στέρνες.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης όμως, οι πέντε όλοι κι όλοι κάτοικοι της Καλοταρίτισσας αντιμετωπίζουν τη ζωή με ιδιαίτερο χιούμορ. Το ταβερνάκι του κυρ-Μιχάλη είναι ο πυρήνας του χωριού.
«Το έχω λίγα χρόνια. Είναι πειρατικό, αλλά τα καβαντζάρω», μας λέει ο ίδιος.
Η ώρα είχε περάσει και κατηφορίζαμε το τσιμεντένιο δρομάκι για το φουσκωτό.
«Αύριο το βράδυ θα μαγειρέψω κόκορα! Το μισό τον έχουν παραγγείλει κάτι παιδιά από τον Κάμπο, τον άλλο μισό θα τον φάμε εμείς...» φώναξε ο κυρ-Μιχάλης.

Στις βορινές ακτές

Την επομένη το πρωί, φωλιασμένοι στον πρυμνιό καναπέ πίναμε το πρώτο καφεδάκι μας, απολαμβάνοντας την ασυνήθιστη άπνοια που ταίριαζε όμως απόλυτα με τη γαλήνη του όρμου. Η ασάλευτη θάλασσα μας έδωσε την ευκαιρία να περιπλανηθούμε στις βορινές ακτές της Δονούσας. Βγήκαμε σιγά σιγά από το στενό δίαυλο του Σκουλονησίου και καβατζάραμε το ακρωτήρι της Καλοταρίτισσας. Η ακτή στο κομμάτι αυτό είναι εντυπωσιακή, με τα βράχια να πέφτουν απότομα στη θάλασσα προκαλώντας δέος, ιδιαίτερα όταν βρίσκεσαι κοντά σε αυτά.

Το βαθύ μπλε της θάλασσας είναι συναρπαστικό και καθηλώνει το βλέμμα, με την προϋπόθεση βέβαια πως οι ασκοί του Αιόλου είναι ξεφουσκωμένοι. Παίρνοντας κατεύθυνση δυτική, μπροστά μας ανοίγεται ένας ευρύς όρμος που καταλαμβάνει ολόκληρη τη βόρεια πλευρά του νησιού και σαν μια μεγάλη αγκαλιά υποδέχεται τα μανιασμένα κύματα όταν ξεσπούν τα μελτέμια. Εκτείνεται σε μήκος δυο ναυτικών μιλίων περίπου και φτάνει μέχρι τον Άσπρο Κάβο, το βορειοδυτικό άκρο της Δονούσας. Όλη η βορινή ακτή είναι εντυπωσιακή, με δυο μόνο μικρές βοτσαλωτές παραλίες να σχηματίζονται σε κάποια σημεία της. Στον υπόλοιπο κόλπο, οι πλαγιές πέφτουν απότομα στη θάλασσα, ενώ μεγάλα μονόπετρα, σε διάφορα σχήματα, που πολλές φορές φτάνουν μέχρι την επιφάνεια, στολίζουν εντυπωσιακά το βυθό. Το θέαμα γίνεται συγκλονιστικό αν σκαρφαλώσουμε για λίγα μέτρα στην απότομη ακτή και παρατηρήσουμε από ψηλά το βυθό της θάλασσας. Αφού περιπλεύσαμε αργά αργά ολόκληρη τη βορινή ακτή, πλησιάσαμε στη ρίζα του Άσπρου Κάβου. Όσο πιο πολύ ζυγώναμε στον απότομο βράχο, τόσο πιο μικροσκοπικοί μοιάζαμε. Ένα τεράστιο άνοιγμα μπροστά μας, καθήλωσε το βλέμμα μας. Είναι η σπηλιά του Τοίχου ή του Ποσειδώνα όπως αλλιώς λέγεται. Το ύψος της είναι περίπου 25 μέτρα, ενώ το πλάτος της φτάνει τα 15 μέτρα. Προχωρώντας στα έγκατά της, συναντούμε ένα μεγάλο βράχο που μοιάζει να ξεκόλλησε από την οροφή, αποτελώντας ένα εντυπωσιακό αξιοθέατο.

Μείναμε για αρκετή ώρα μέσα στη σπηλιά, όταν διακρίναμε το ξαφνικό ρυτίδιασμα της θάλασσας. Βγήκαμε έξω και αμέσως νιώσαμε το φρέσκο βοριαδάκι να δροσίζει τα ηλιοκαμένα μας πρόσωπα. Μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα «προβατάκια», γεγονός που μας έκανε να βιαστούμε και να βάλουμε πλώρη για το καταφύγιό μας. Σε λίγη ώρα μπαίναμε ξανά στον όρμο της Ρούσας και δέναμε στο μικρό ντοκάκι. Το μελτέμι είχε ήδη δυναμώσει και μας ανάγκασε να πιάσουμε ένα επιπλέον σχοινί από το βορινό τμήμα της ακτής προς τη δεξιά μπάντα του φουσκωτού, ώστε να εξαλείψουμε την πιθανότητα να ξεσύρει η άγκυρα.
Σε λίγο, ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που κυριολεκτικά δεν μπορούσαμε να σταθούμε όρθιοι. Αφού μείναμε για λίγη ώρα στο ντοκάκι παρατηρώντας το φουσκωτό, πήραμε το δρόμο για το ταβερνάκι του κυρ-Μιχάλη. Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, ο κοκκινιστός κόκορας βρισκόταν ήδη μπροστά μας.
«Διότι κύριοι, σήμερα έδωσε 5 μποφόρ, εδώ όμως έχουμε πάνω από 7. Μ’ αυτό τον καιρό, οι τρεις κάβοι (Άσπρος, Καλοταρίτισσας, Μοσχονά) γίνονται πολύ επικίνδυνοι. Τα τεράστια κύματα, μαζί με τα αντιμάμαλα και τις δαιμονισμένες σπηλιάδες, δημιουργούν πολύ δύσβατα σημεία...» και συνεχίζει:
«Αν θέλετε να φάτε και κάτι άλλο, μπείτε μέσα στην κουζίνα και φτιάξτε ό,τι βρείτε».
Γυρίζοντας σε μια άλλη παρέα που μόλις είχε έρθει, την υποδέχθηκε μεγαλόφωνα όπως συνήθιζε:
«Σήμερα έχουμε προχειρότητες. Φάβα, αυγά μάτια, τυρί και ντομάτα».

Αφού φάγαμε, γείραμε αναπαυτικά και στρέψαμε το βλέμμα μας προς τη θεοσκότεινη θάλασσα, χωρίς βέβαια να μπορούμε να τη διακρίνουμε. Ήμασταν ευτυχισμένοι, δίχως να υπάρχει καμιά πραγματική αιτία. Πέντε έξι άνθρωποι γύρω από μια λάμπα, που ίσα που φώτιζε λίγο μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ο δυνατός αέρας ήταν ο μόνος μας σύντροφος, που έκανε ακόμα πιο έντονη και άγρια την ερημιά αυτού του τόπου. Νιώθαμε πως βρισκόμασταν σε έναν άλλο κόσμο, στην άκρη της γης. Πέρα στο πέλαγος, χωρίς καμιά επαφή με κανέναν και τίποτα. Μακριά από σκέψεις και πράγματα, που εξ ανάγκης θεωρούμε σημαντικά.

Στη μικρή βεραντούλα του κυρ-Μιχάλη, που είχε όμως απεριόριστο χώρο για να χωρέσει την ανάγκη μας για απόλυτη ελευθερία. Εκεί, που οι μοναδικές σου ανάγκες είναι οι απολύτως απαραίτητες. Εκεί που δεν είσαι τίποτα, αλλά δεν χρειάζεσαι και τίποτα. Εκεί που δεν έχεις τίποτα, έχεις όμως τον κόσμο ολόκληρο...

Το μελτέμι λυσσομανούσε για δυο συνεχόμενες μέρες, γεγονός που δεν μας επέτρεψε να περιηγηθούμε το νησί. Τελικά αποδείχθηκε καλύτερα έτσι, γιατί παρατείναμε τη διαμονή μας και εξερευνήσαμε πόντο πόντο τον όρμο της Καλοταρίτισσας. Αγκυροβολήσαμε λίγο πιο κάτω από το χωριό, κοντά στο ρέμα όπου βρίσκεται το πηγάδι που εξυπηρετεί τους ντόπιους. Κολυμπήσαμε και βγήκαμε στην ακτή. Ψάχνοντας μέσα στους θάμνους και τα μεγάλα βράχια, εντοπίσαμε το πηγάδι. Γεμίσαμε δύο εικοσάλιτρα με νερό και τα μεταφέραμε στο φουσκωτό. Οι ώρες μας κυλούσαν αργά. Κολύμπι, ψάρεμα, χαράρωση και ατέλειωτη επαφή με τη φύση. Χωρίς ανέσεις, δίχως φασαρία, με μόνη συντροφιά τον παφλασμό της θάλασσας στην καταπονημένη μας γάστρα. Ο χρόνος δεν μας άγγιζε πια. Οι λιγοστές μέρες που ζήσαμε σε τούτο τον τόπο, φάνταζαν στην πραγματικότητα πάρα πολλές και δεν σας κρύβω πως νιώθαμε απίστευτα γεμάτοι.
Τα βράδια μας, αποκαμωμένοι από την κάψα του ήλιου, επιστρέφαμε στο στέκι μας, στο μαγαζάκι του κυρ-Μιχάλη. Κρασάκι με «προχειρότητες» κι ατέλειωτες συζητήσεις μέχρι αργά. «Διότι κύριοι, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν ένας πατέρας με την κόρη του. Ο μεν πρώτος ήθελε να ονομάσουν το χωριό Γραμπούσα - ήταν Αμοργιανός, βλέπετε - ενώ η κόρη του πρότεινε να το ονομάσουν Καλό Κορίτσι. Έτσι έμεινε τελικά... Καλοταρίτισσα».

Η Δονούσα είναι το πιο απομακρυσμένο και απομονωμένο από τα νησάκια του συμπλέγματος των Μικρών Ανατολικών Κυκλάδων, με πληθυσμό 110 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με την αλιεία και την κτηνοτροφία, ενώ τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι στρέφονται προς τον «τουρισμό». Στο νησί υπάρχουν πέντε χωριά. Ο Σταυρός, λιμάνι και πρωτεύουσα στο νοτιοδυτικό άκρο της Δονούσας, όπου θα βρείτε τα απολύτως απαραίτητα καθώς και αρκετά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Τα άλλα χωριά είναι η Καλοταρίτισσα, ο Τρούλος, η Μεσσαριά και το Μερσίνι, δυστυχώς όλα παρατημένα στην τύχη τους.
Προγραμματίζοντας ένα ταξίδι στη Δονούσα πρέπει να γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει δυνατότητα ανεφοδιασμού σε καύσιμα.

Περίπλους

Όταν ο βοριάς κόπασε, αποφασίσαμε να κάνουμε το γύρο του νησιού. Κατευθυνθήκαμε νότια, προς τον κάβο Μοσχονά που βρίσκεται στη μέση περίπου της ανατολικής πλευράς της Δονούσας. Μόλις καβατζάραμε, πλέαμε παράλληλα με τα απότομα βράχια και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη Φωκοσπηλιά. Μην λησμονήσετε να μπείτε μέσα με το φουσκωτό. Τα χρώματα θα σας μαγέψουν! Ιδιαίτερα στα σημεία όπου το νερό ακουμπά στα τοιχώματα της σπηλιάς, οι έντονες μαβιές αποχρώσεις θα σας μείνουν αξέχαστες. Μερικές βουτιές, καθώς και μια βόλτα με τη μάσκα είναι αλησμόνητη εμπειρία.
Βγήκαμε αργά αργά από το μεγάλο άνοιγμά της και σε λίγα λεπτά καβατζάραμε το νοτιοανατολικό ακρωτήρι Γλάρος. Ο όρμος Φυκιό είναι ο πρώτος όρμος που συναντούμε, στο μυχό του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τσιμεντένιος ντόκος. Λίγο πιο πέρα ξεκινά και το ανηφορικό μονοπάτι, που μετά από αρκετής ώρας κοπιαστική ανάβαση μας βγάζει στο χωριό Μερσίνι. Δέκα άνθρωποι ζουν όλοι κι όλοι εκεί, εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους. Αξίζει πραγματικά τον κόπο, να ανηφορίσουμε ως τον περίφημο πλάτανο με την πηγή, όπου η βλάστηση είναι οργιώδης. Η ανάπαυση στην πεζούλα κάτω από τη σκιά του πλατάνου και το ατέλειωτο αγνάντι προς την Αμοργό και την Κέρο, θα μας αποζημιώσουν και με το παραπάνω.

Με κατεύθυνση δυτική, περιπλεύσαμε τις νότιες ακτές της Δονούσας, όπου φιλοξενούνται και οι ομορφότερες παραλίες της. Εδώ βρίσκονται οι μαγευτικές αμμουδιές του Λιβαδιού και του Κέδρου, που συγκεντρώνουν και τον περισσότερο κόσμο. Παράδεισος για όσους θέλουν να χαρούν την παρθένα φύση και την κρυστάλλινη θάλασσα. Στις παραλίες αυτές πηγαινοέρχονται συχνά οι λάντζες από το Σταυρό, μεταφέροντας τους κατασκηνωτές με τις προμήθειές τους. Περνώντας τον κάβο της Παναγιάς, φτάνουμε στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, όπου βρίσκεται ο όρμος που φιλοξενεί και το μοναδικό λιμάνι. Ο μυχός του όρμου καταλαμβάνεται από τη μεγάλη απλωτή αμμουδιά του Κάμπου, ενώ στη δυτική του πλευρά συναντούμε το συμπαθητικό λιμανάκι. Γραφικό και μικρό, θα βρούμε όμως κάποια θέση για να δέσουμε. Ακριβώς από πάνω, λειτουργεί εδώ και λίγα χρόνια το υπέροχο πέτρινο καφέ ο «Σκαντζόχοιρος», ιδανικό για στιγμές ξεκούρασης με όμορφη θέα προς το λιμανάκι. Δυο ταβερνάκια, ένα παντοπωλείο, ο φούρνος και το πρακτορείο Τύπου είναι όλη η υποδομή του μικρού οικισμού του Σταυρού. Χωρίς Αστυνομία και Λιμενικό σταθμό, ενώ οι κάτοικοί του δεν φθάνουν τους εκατό ανθρώπους. Αρκεί μια ολιγόλεπτη βόλτα στον μικρό παραλιακό τσιμεντόδρομο για να γνωρίσουμε τον τόπο και να νιώσουμε γρήγορα πολύ οικεία και όμορφα, είτε παρατηρώντας τα παλιά και λιτά σπιτάκια είτε απλά συνομιλώντας με τους γνήσιους και φιλόξενους κατοίκους.
Με τον ήλιο να γέρνει προς τη δύση του, πλέαμε τις βορινές ακτές με κατεύθυνση ξανά για την Καλοταρίτισσα. Εκεί, στη δική μας γωνιά, στο δικό μας ντοκάκι. Και ξανά στο στέκι μας, στο ταβερνάκι μας. Έτσι απλά και όμορφα κύλησαν οι μέρες μας, οι οποίες έκλειναν με τον καλύτερο τρόπο στο ταβερνάκι του κυρ-Μιχάλη.
Σαν να βλέπω ακόμα μπροστά στα μάτια μου, το βαρκάκι του να περνά κάθε πρωί «ξυστά» από τον κάβο του Μοσχονά και αργά αργά, φορτωμένο με προμήθειες, να έρχεται προς το μέρος μας...

Για όσους ταξιδεύουν στις Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες
Γύρω από τις Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες τα μελτέμια πνέουν ιδιαίτερα ενισχυμένα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, με εντάσεις που ξεπερνούν τα 6 και 7 μποφόρ. Τα «απαγορευτικά» είναι συχνά, γι αυτό χρειάζεται σχολαστικός σχεδιασμός και μεγάλη προσοχή όταν κινούμαστε σ΄ αυτές τις θάλασσες. Το μελτέμι, που στις Μικρές Κυκλάδες πνέει κυρίως ως καθαρός βοριάς, φρεσκάρει μετά τις 10 η ώρα το πρωί και καραντιάζει (μαλακώνει) μετά τις 6 το απόγευμα.
Τις χειρότερες θάλασσες τις βγάζει ανατολικά από το Άνω Κουφονήσι, όπου κατεβαίνει ζωντανό ολόκληρο το Ικάριο. Εκεί βρίσκονται και τα «μπουγάζια του Διαβόλου», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται. Τα μπουγάζια Νάξου - Δονούσας, Δονούσας - Αμοργού και Αμοργού - Κινάρου είναι χειρότερα και από αυτό του κάβου Ντόρου και ίσως αποτελούν τα χειρότερα μπουγάζια ολόκληρου του Αιγαίου. Αντίθετα, δυτικά από το Άνω Κουφονήσι βρίσκονται τα «μπουγάζια του Θεού». Τα μπουγάζια Ηρακλειάς - Σχοινούσας, Σχοινούσας - Κάτω Κουφονησίου και Κάτω Κουφονησίου - Άνω Κουφονησίου είναι εύκολα προσπελάσιμα ακόμα και όταν τα μελτέμια φυσούν με εντάσεις που ξεπερνούν τα 8 μποφόρ. Μπορεί δηλαδή στην Ηρακλειά και τη Σχοινούσα η θάλασσα να θυμίζει λίμνη, ενώ την ίδια στιγμή ανατολικά από το Άνω Κουφονήσι να έχουμε «απαγορευτικό». Μόνο στις ανατολικές ακτές της Σχοινούσας μπορεί να συναντήσουμε κυματισμό που έρχεται από το μπουγάζι Κάτω Κουφονησίου - Κέρου, ποτέ όμως αυτός δεν ξεπερνά τα 4 μποφόρ.
Αν θελήσουμε να ταξιδέψουμε από τα Κουφονήσια για τη Δονούσα και οι προγνώσεις μιλούν για μελτέμια εντάσεως πάνω από 5 μποφόρ, πέρα από το ότι πρέπει να ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της ημέρας, είναι φρόνιμο να μην βγάλουμε απευθείας πορεία. Να κατευθυνθούμε πρός τον Πάνορμο, το νοτιοανατολικό ακρωτήρι της Νάξου, και να ψηλώνουμε μένοντας πολύ κοντά στις ανατολικές ακτές της Νάξου όπου ακόμα και όταν το μελτέμι πνέει με εντάσεις 6 και 7 μποφόρ η θάλασσα ταξιδεύεται εύκολα. Όταν φτάσουμε στο ακρωτήρι Μουτσούνα, που βρίσκεται στα μέσα περίπου της ανατολικής πλευράς της Νάξου, βάζουμε πλώρη για Δονούσα και περνώντας ανάμεσα από τις νησίδες Μακάρες, έχουμε τον καιρό στην μπάντα ή δευτερόπρυμα. Ποτέ να μην επιχειρήσουμε να περάσουμε απευθείας από το Άνω Κουφονήσι για τη Δονούσα με καιρό, γιατί μην ξεχνάμε πως είναι ένα από τα «μπουγάζια του Διαβόλου».
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του καπετάν Κώστα Πράσινου, όταν τον ρωτήσαμε για το πέρασμα αυτό:
« σ΄ αυτή τη θάλασσα έκανα έναν μουγγό να μιλήσει από την τρομάρα του»
Και τι είπε; τον ρωτήσαμε χαμογελώντας
«Παναγιά μου βόηθα μας», έλεγε και ξανάλεγε συνέχεια...

  • Ομορφότερους και ασφαλέστερους όρμους διανυκτέρευσης αποτελούν:
    • η Αλιμνιά στην Ηρακλειά,
    • η Αλυγαριά και το Μερσίνι στη Σχοινούσα,
    • το λιμανάκι της Παναγιάς και τα Πεζούλια στο Κάτω Κουφονήσι
    • το Λουτρό και ο Παριανός στο Άνω Κουφονήσι και
    • το λιμανάκι του Σταυρού και η Καλοταρίτισσα στη Δονούσα
  • Στις Μικρές Κυκλάδες καύσιμα θα βρούμε μόνο στο Άνω Κουφονήσι, ενώ εκεί θα ανεφοδιαστούμε και με νερό από τις υδροφόρες που έρχονται στη νέα μαρίνα
  • Σε γενικές γραμμές να θυμόμαστε πως οι Μικρές Κυκλάδες παρουσιάζουν μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα:
    Με εξαίρεση βέβαια την απομακρυσμένη Δονούσα και το μπουγάζι Άνω Κουφονησίου - Δονούσας, τα μελτέμια δεν μπορούν να αναπτυχθούν μέσα στα υπόλοιπα νησάκια του συμπλέγματος. Αν είναι λοιπόν να εγκλωβιστούμε κάπου λόγω καιρού, είναι προτιμότερο να βρισκόμαστε ανάμεσα στην Ηρακλειά και το Άνω Κουφονήσι, η ευρύτερη περιοχή των οποίων αποτελεί ένα εξαιρετικό καταφύγιο. Οι κοντινές αποστάσεις μεταξύ των νησιών, οι υπήνεμοι όρμοι και οι πάρα πολλές παραλίες που υπάρχουν, καθώς και η δυνατότητα εξορμήσεων στα μικρά χωριά και στις ενδοχώρες, θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον μας και θα μας εξασφαλίσουν μια αλησμόνητη διαμονή για όσες μέρες κι αν διαρκέσουν τα μελτέμια.

...keep Ribbing!            

Donousa Island
This website uses cookies to improve your experience. By using this website you agree to our Data Protection Policy.
Read more